ΑΠΟΨΕΙΣ
Τάσος Λειβαδίτης: Ο ποιητής σαν στιχουργός
Χρησιμοποιεί πεζά λόγια της καθημερινότητας, αλλά το συνταίριασμά τους αποπνέει ποίηση
«...Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δεν θα πεθάνουμε. Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε Αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε Αφού θα ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο που εγώ κι εσύ τον ονειρευτήκαμε. Ε, τότε, αγαπημένη, θα ’μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά. Αφού, σε κάθε στιγμή, οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν. Στο ήρεμο ψωμί. Στα δίκαια χέρια. Στην αιώνια ελπίδα. Πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου, να’ χουμε πεθάνει;»
Δείγμα γραφής του περίφημου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη - όχι μόνο στον συγκινητικό ποιητικό του λόγο, αλλά και στον απλό πεζογραφικό σχηματισμό του. Χρησιμοποιεί πεζά λόγια της καθημερινότητας, αλλά το συνταίριασμά τους αποπνέει ποίηση. Αλλού διαβάζουμε: «Η μητέρα μου πέθανε. Η αγαπημένη μου έφυγε. Οι σύντροφοι με προδώσανε. Τα χρόνια περάσανε. Τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος. Όλα έγιναν». «Γιατί οι άνθρωποι ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων». Ή, κι ένα τελευταίο: «Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο. Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί». Η ποιητική φαντασία του βρίσκεται κρυμμένη σε απλές εικόνες: «Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος των δρόμων - όποιον κι αν πάρεις, θα τους συναντήσεις».
Αυτός λοιπόν ο σπουδαίος ποιητής που έχει γράψει τέτοια ευκολοδιάβαστα ποιητικά κείμενα συγκίνησης και δύναμης, ήταν κι ένας σημαντικός στιχουργός με ομοιοκαταληξίες και με ρυθμούς που έκρυβαν - και σε αυτού του είδους τους στίχους του - μοναδικούς ποιητικούς στοχασμούς.
Το 1961 έγραψε για τα δάκρυα του Αλέκου Αλεξανδράκη και τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη τους στίχους «Μικρά κι ανήλιαγα στενά | και σπίτια χαμηλά μου! | Βρέχει στη φτωχογειτονιά, | βρέχει και στην καρδιά μου…| Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά | π’ άναψες τον καημό μου, | είσαι μικρός και δεν χωράς | τον αναστεναγμό μου. | Οι συμφορές αμέτρητες, | δεν έχει ο κόσμος άλλες. | Φεύγουν οι μέρες μου βαριά | σαν της βροχής τις στάλες». Οι στίχοι αυτοί ακούστηκαν από τα χείλη του λαϊκού βάρδου της εποχής εκείνης Γρηγόρη Μπιθικώτση. Και από την ταινία «Συνοικία το Όνειρο» πέρασαν στο βινύλιο, με άλλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που είχαν τον τίτλο «Πολιτεία».
Την προηγούμενη χρονιά, στο 1960, είχε προηγηθεί η πρώτη συνεργασία των δυονών τους, η «Δραπετσώνα», που εντάχθηκε κι αυτή στον ίδιο δίσκο: «Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός, | κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός. | Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά, | εγώ κι εκείνη όνειρα, φιλιά. | Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή, | μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή. | Αχ το σπιτάκι μας! Κι αυτό είχε ψυχή. | Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά, | στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά. | Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός, | κάθε παράθυρό του κι ουρανός. | Κι όταν ερχόταν η βραδιά, | μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά. | Αχ το σπιτάκι μας! Κι αυτό είχε καρδιά. | Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, | στη Δραπετσώνα πιά δεν έχουμε ζωή. | Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου, | εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί».
Το έναυσμα ούτως ώστε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης να δώσει - σαν στιχουργός - στίχους του «προς μελοποίηση», ήταν η πλατιά απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα η μελοποίηση που έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Στον δίσκο «Πολιτεία» λοιπόν, που είπαμε πριν, θα δοθούν και σε άλλες τότε κορυφαίες λαϊκές φωνές να τραγουδήσουν πρωτοξεκινημένους στίχους του Λειβαδίτη. Αυτοί ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Κυριακή Παπαδοπούλου (Μαρινέλα), ο Μανώλης Χιώτης, η Μαίρη Λίντα. Τα τραγούδια είναι πολύ γνωστά σήμερα.
Ξεκινάμε από το λιγότερο γνωστό, που είναι εύθυμο παραμιλητό ενός ερωτευμένου, που ανακατώνει και μπερδεύει τα λόγια του με την καθοδήγηση όμως του Τάσου Λειβαδίτη: «Έχω μία αγάπη ολοδική μου, | τριαντάφυλλο, άστρο μου κι αυγή μου. | Χίλιοι άντρες δεν θα το μπορούσαν | όπως εγώ να σ’ αγαπούσαν. | Μέσα στα μάτια σου γλυκιές | τ’ Άι Γιάννη ανάβουν οι φωτιές! | Στο στόμα σου σαν είμαι απάνω, | πιά δεν φοβάμαι να πεθάνω. | Στα χέρια σου σαν είμαι μέσα, | τότε έγια μόλα έγια λέσα! | Χωρίς καράβι και πανιά, | άι ταξιδεύω τον ντουνιά! | Έχεις τον ήλιο στα μαλλιά σου | και το φεγγάρι στην ποδιά σου | κι ένα τζιτζίκι εκεί στα στήθια | που σου λέει παραμύθια. | Απ’ τα δικά σου τα φιλιά | μάθαν τραγούδι τα πουλιά».
Μετά, πάμε στο εμβληματικό «Σαββατόβραδο», που αυτό το τραγούδι έρχεται από τα παλιά - με τις μικρές αλήθειες του που το έκαναν αθάνατο: «Μοσχοβολούν οι γειτονιές | βασιλικό κι ασβέστη, | παίζουν τον έρωτα κρυφά | στις μάντρες τα παιδιά. | Οι άντρες σχολάν απ’ τη δουλειά | και τον βαρύ καημό τους | να θάψουν κατεβαίνουνε | στο υπόγειο καπηλειό. | Και το φεγγάρι ντύνει, λες, | με τ’ άσπρο νυφικό του, | τις κοπελιές που πλένονται |στο φτωχοπλυσταριό. | Πάει κι απόψε τ’ όμορφο, | τ’ όμορφο τ’ απόβραδο. | Από Δευτέρα πάλι | πίκρα και σκοτάδι».
Της ίδιας εποχής στον ίδιο δίσκο, βγήκαν στο φως και οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη που είχαν τίτλο «Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού»: «Να ’χα δύο χέρια, δυο σπαθιά, | να σε σκεπάσω αγάπη μου, | να μη σ’ αγγίζει ο πόνος. | Να ’μουν αητός, να ’χα φτερά, | για να σε πάρω μακριά, | να μη σε βρίσκει ο χρόνος. | Έφυγ’ η μέρα μας πικρή | κι άρχισε να βραδιάζει, | μες στο τραγούδι το αίμα μου | κόμπο στον κόμπο στάζει. | Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού, | τα σύννεφα κυνήγησα, | μίλησα με τ’ αστέρια. | Έψαξα νότο και βοριά | για να σου φέρω τη χαρά, | μα έμεινα μ’ άδεια χέρια».
Και το πονετικό, το κορυφαίο για μένα αλλά και για τον περισσότερο απλό κόσμο, αυτό που τραγουδήθηκε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα τραγούδια στην «Πολιτεία» και ήρθε για να μείνει στην καρδιά μας, ήταν το «Μάνα μου και Παναγιά». Δεν είναι τυχαίο ότι από όλες τις συνθετικές επιτυχίες του Μίκη Θεοδωράκη, που βασίστηκαν ακόμα και σε στίχους κορυφαίων ποιητών, όπως ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης - προτιμήθηκαν αυτοί οι στίχοι του ταπεινού Τάσου Λειβαδίτη να τραγουδηθούν, ενώ κατέβαζαν τον Μίκη Θεοδωράκη στον τάφο του:
«Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή, | της νύχτας το φεγγάρι, | της μάνας μου ήσουν η ευχή, | της Παναγιάς η χάρη. | Στον πυρετό ήσουνα δροσιά, | κερί μες στο σκοτάδι, | άστρο στην κοσμοχαλασιά, | βασιλικός στον Άδη. | Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα | κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά, | κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα, | κλαίει κι η Παναγιά».
Από την «Πολιτεία» του 1961, Λειβαδίτης και Θεοδωράκης ανταμώσανε δημιουργικά στους δίσκους «Της εξορίας» και στη τρίτη «Πολιτεία» του 1976, στα «Λυρικά» του 1977 και στη «Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» του 1987. Στα «Λυρικά» τους το μυστικό ήταν ότι προηγήθηκε η μουσική και ακολούθησε η επένδυσή της από τον ποιητή, με τους στίχους του. Ανάμεσα στα τραγούδια εκείνα του δίσκου ξεχωρίζω το τέλος τους σε δύο απ’ αυτά που μιλάνε για δρόμους: «Είναι ο δρόμος μακρινός, | πάμε για τη μάχη | κι ίσως να ’σαι, μάνα, | αύριο μονάχη» και το άλλο «Στο δρόμο τώρα που ’χεις πάρει | θα σου μάθει πολλά | το φεγγάρι». Θυμάμαι ακόμα από κει μέσα «Το μαύρο μυστικό» - που όμως το έμαθα στην ταινία του Λάκη Λαζόπουλου «Φοβού τους Έλληνες», που ακουγόταν στο τέλος της: «Μια μέρα θα στο πω | το μαύρο παραμύθι εκείνο, | το μαύρο μυστικό | που κλαίει μες στον άσπρο κρίνο. | Κι ω τότε…τότε…| Ποιός είναι μη ρωτάς | αυτός που στέκει εκεί στην δύση, | πολύ να μ’ αγαπάς, | αυτός θα μας χωρίσει. | Κι ω τότε…τότε…» Το γοητευτικό μυστήριο της ποίησης μέσα σ’ ένα στιχούργημα! |
Πριν έρθει εκείνο το μαρτυρικό καλοκαίρι της Σμύρνης, όταν χτυπούσε ακόμα η καμπάνα της Ανάστασης στις 20 Απριλίου του 1922, ήρθε στο φως της ζωής ο ποιητής. Και γι’ αυτό, τον είπαν Αναστάσιο. Ο Τάσος Λειβαδίτης αν και ήταν αριστερός (δηλαδή άθρησκος) και αν και ήταν γεννημένος στην Αθήνα, ίσως επηρεασμένος βιωματικά από τον εικονικό χριστιανισμό, εκεί στην ιδιαίτερη πατρίδα των δικών του στη Γόρτυνα της Αρκαδίας, σε δύο στιχουργήματά του αναφέρει τον Χριστό. Και τα δυο αυτά τραγούδια βρίσκονται στον δίσκο «Τα Λυρικά».
Στο ένα, που έχει τίτλο «Χαθήκανε τόσο νωρίς», παρουσιάζει τον Χριστό σαν εμβληματικό ηγέτη: «Χαθήκανε τόσο νωρίς, | μικραδέρφια της βροχής.| Εφτά φορές κι αν σκοτωθούν, | δεκαεφτά θ’ αναστηθούν. | Γενιά μου δάκρυ και καημός, | εμπρός σημαία και Χριστός,| τροφή στη λησμονιά | το αίμα σας, καλά παιδιά, |και τώρα και ξανά. | Χαμένη γενιά, τραγουδάς. | Χαμένη γενιά, πού με πας;»
Στο άλλο τραγούδι, που σ’ αυτό ο Λειβαδίτης από στιχουργός ξαναγίνεται ποιητής (γιατί η ποίηση κινείται με εικόνες, ενώ το στιχούργημα κινείται με λέξεις) παρουσιάζει τον Χριστό σαν μια σεπτή μορφή: «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, | τη λάμπα κρατώ ψηλά, | να δούνε της γης οι θλιμμένοι, | να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά. | Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, | σταμνί για να πιεί ο καημός | κι ανάμεσά μας θα στέκει | ο πόνος, του κόσμου αδερφός. | Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν, | σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός, | κι εκεί, καθώς θα μιλάμε, | θα ’ρθεί συντροφιά κι ο Χριστός».