ΑΠΟΨΕΙΣ
Στον αστερισμό των καταλήψεων
"Kάθε χρόνο, στους μήνες Οκτώβριο ή Νοέμβριο, η Μέση Εκπαίδευση - και πολύ συχνά και η Ανώτατη - κινείται στον αστερισμό των καταλήψεων, οι οποίες πλέον έχουν καταντήσει να θεωρούνται ένα είδος «εθίμου»"
Του Γιάννη Τσερεβελάκη
Τριάντα συναπτά έτη στην εκπαίδευση δίνουν, νομίζω, το δικαίωμα σ’ έναν άνθρωπο να εκφέρει τεκμηριωμένα γνώμη για το ζήτημα που ταλανίζει πάνω από σαράντα χρόνια την ελληνική εκπαίδευση: τις καταλήψεις των σχολείων. Ζήσαμε το εξαιρετικά δύσκολο αυτό πρόβλημα σε στιγμές μεγάλης έντασης με το θάνατο του καθηγητή Ν. Τεμπονέρα στην Πάτρα, στις 8 του Γενάρη 1991. Έκτοτε, κάθε χρόνο, στους μήνες Οκτώβριο ή Νοέμβριο, η Μέση Εκπαίδευση - και πολύ συχνά και η Ανώτατη - κινείται στον αστερισμό των καταλήψεων, οι οποίες πλέον έχουν καταντήσει να θεωρούνται ένα είδος «εθίμου». Δυναμικές μειοψηφίες μαθητών, κατά κανόνα υποκινούμενες, καταλαμβάνει τα σχολεία με διάφορες δικαιολογίες και με αιτήματα άλλοτε σοβαρά κι άλλοτε κωμικά (π.χ. το είδος της τυρόπιτας ή το κουλούρι), συνήθως μαξιμαλιστικά και μάλλον καθρεπτίζοντα απόψεις κομμάτων που υποκινούν τις καταλήψεις.
Βρεθήκαμε κι εφέτος στην ίδια κατάσταση: δεν πρόλαβαν καλά-καλά να ανοίξουν τα σχολεία και οι μαθητές (κάποτε με τη συμπαράσταση κάποιων γονέων και με τη στήριξη- φανερή ή όχι- κομμάτων) προχώρησαν σε καταλήψεις με διάφορα αιτήματα, όπως τη μη χρήση της μάσκας, τα μικρότερα τμήματα, την πρόσληψη καθηγητών κ.ά. Δεν θα ισχυριστώ ότι κάποια από τα αιτήματα των μαθητών δεν είναι δίκαια και ορθά. Το πρόβλημα είναι πότε τίθενται. Θα επικαλεστώ τον Αριστοτέλη που λέει ότι, για να είναι ορθή μια πράξη, πρέπει να είναι σύμφωνη με τους παρακάτω όρους (που εν μέρει σχετίζονται με τις αριστοτελικές «κατηγορίες»): του χρόνου (ὅτε δεῖ), της θέσης (ἐφ’οἷς δεῖ), της αναφοράς-σχέσης (πρὸς οὕς δεῖ), του σκοποῦ (οὗ ἕνεκα) και του τρόπου (ὡς δεῖ). Ωστόσο, οι υποκινητές και ενεργητές των καταλήψεων φαίνεται ότι δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους τουλάχιστον τον παράγοντα «χρόνος». Διότι, προχωρούν στις καταλήψεις σε μια χρονική συγκυρία και κατάσταση που είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Δεν απαιτεί, βέβαια, κάποιος από τους μαθητές και τους γονείς να ανατρέξουν στο Αριστοτέλη, για να προβούν σε μια πράξη, διότι πολύ συχνά οι άνθρωποι δρουν υπό το κράτος του θυμικού (συναισθημάτων). Ωστόσο, κάθε πράξη που λαμβάνει χώρα χωρίς περίσκεψη, είτε είναι καταδικασμένη στην αποτυχία είτε θα έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για όσους προέβησαν σ’ αυτήν αλλά και σε άλλους που δεν έφταιξαν.
Εγείρονται τώρα κάποια ερωτήματα: α)γιατί όλο το καλοκαίρι οι σύλλογοι γονέων, που έβλεπαν ότι η πανδημία είναι παρούσα και ότι από πλευράς κυβέρνησης δεν είχαν ληφθεί κάποια μέτρα για τα σχολεία εν όψει της νέας χρονιάς, έμειναν άπρακτοι και δεν διεκδίκησαν όσα διεκδικούν τώρα; β) σκέφτηκαν μαθητές και γονείς που στηρίζουν τις καταλήψεις ότι τα σχολεία, με τους καταληψίες μαθητές να μην τηρούν τα μέτρα προστασίας, μπορεί να γίνουν τόποι υπερμετάδοσης του κορωνοϊού; γ) θεωρούν οι γονείς και οι κομματικοί ινστρούχτορες (όπου υπάρχουν) ότι είναι καλύτερο οι μαθητές να πηγαινοέρχονται αδέσποτοι εδώ κι εκεί, χωρίς προορισμό, ή να βρίσκονται στο χώρο του σχολείου, όπου υπηρετείται η γνώση και η πνευματική και ηθικοκοινωνική καλλιέργεια; Και δ) ποια η γνώμη των γονέων για το δημόσιο σχολείο; Πόσο το εκτιμούν; Και πόσο εκτιμούν τους εκπαιδευτικούς, τους δασκάλους των παιδιών τους; Ας απαντήσουν σ’ αυτά τα ερωτήματα κι ας κάμουν και οι ίδιοι την αυτοκριτική τους. Βέβαια, πρέπει να ειπωθεί ότι είναι προς τιμήν πολλών γονέων και κάποιων συλλόγων γονέων, οι οποίοι πήραν θέση αρνητική έναντι των καταλήψεων και θέλουν τα παιδιά τους να γυρίσουν στις σχολικές αίθουσες.
Είπα στην αρχή τούτου του κειμένου ότι υπηρέτησα την εκπαίδευση για τριάντα χρόνια και έζησα από πολύ κοντά το πρόβλημα με τις καταλήψεις. Έχω καταλήξει, με βάση την πείρα μου και την κοινή λογική, ότι πέντε τινά συμβαίνουν, που συντελούν κάθε χρόνο στην εμφάνιση του φαινομένου:
1)Πρόκειται πλέον περί ενός «εθίμου», όπως πιστεύουν πολλοί, εφόσον παρατηρείται κάθε χρόνο την ίδια περίπου περίοδο. Έχει καταντήσει πλέον στοιχείο της ελληνικής εκπαιδευτικής «κουλτούρας». Είναι δε γνωστό ότι όποιος «τα βάζει» με την κουλτούρα συνήθως βγαίνει χαμένος, επειδή πρόκειται για ένα κώδικα συμπεριφοράς που έχει πλέον ενσωματωθεί στη σχολική ζωή και, ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει.
2) Οι καταλήψεις, ως πράξεις «επαναστατικές», συμβαδίζουν με την ορμή της εφηβικής και νεανικής ηλικίας. Σύμφωνα και πάλι με τον Αριστοτέλη, οι νέοι είναι «θυμώδεις και ευέλπιδες», πράγμα που τους κάνει αφενός άφοβους και αφετέρου θαρραλέους. Διότι, όπως λέει ο μεγάλος φιλόσοφος, «κανείς δεν φοβάται όταν οργίζεται, ενώ το να προσδοκά κανείς κάτι καλό τον γεμίζει με θάρρος»(Ρητορική, 1389a). Το βλέμμα του νέου είναι στραμμένο προς το μέλλον, προσδοκά και ονειρεύεται πολλά από τη ζωή και δεν φοβάται να τα διεκδικήσει, αγνοώντας τις δυσκολίες ή αδιαφορώντας γι’ αυτές. Σ’ αυτά τα εφηβικά και νεανικά χαρακτηριστικά «ποντάρουν» όσοι εκμεταλλεύονται το δυναμισμό και το συναισθηματισμό των νέων.
3)Δεν έχουν λυθεί, χρόνια τώρα, παρά τις προσπάθειες και τις αλλαγές που έχουν επέλθει, τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Και τούτο αποτελεί ευθύνη της πολιτείας. Η παιδεία είναι ένας χώρος δύσκολος για κάθε κυβέρνηση, επειδή είναι συνεχώς «εν κινήσει», ένας χώρος που διαρκώς μεταβάλλεται, επειδή και ο κόσμος μεταβάλλεται. Έτσι, η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί τις μεταβολές στο χώρο της γνώσης και της κοινωνίας και να προβαίνει σε ανάλογες αλλαγές. Η ελληνική πολιτεία, είναι αλήθεια, έχει κάνει από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν πολλές αλλαγές και έχει βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση στα σχολεία. Ωστόσο, συχνά οι αλλαγές μένουν στην επιφάνεια, πράγμα που, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής για την παιδεία, αφήνει πολλά προβλήματα άλυτα.
4)Κάποιοι (κόμματα και κομματικά μορφώματα) ωφελούνται από τις καταλήψεις, καθώς τις χρησιμοποιούν για προβολή των θέσεών τους μεταξύ των νέων, για άγρα οπαδών, για άσκηση πίεσης προς την κυβέρνηση κ.τ.ό. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που τα μαθητικά συνθήματα είναι υποβολιμαία από κόμματα, τα οποία στέλνουν δικούς τους νεολαίους-καθοδηγητές στα σχολεία, για να επηρεάσουν τους μαθητές.
5)Το δημόσιο σχολείο-δυστυχώς-δεν είναι πλέον τόσο ελκυστικό για τους μαθητές. Γονείς και μαθητές, η κοινωνία γενικότερα, έχουν απαξιώσει με τη στάση τους το δημόσιο σχολείο. Περισσότερη σημασία δίνουν πολλοί γονείς στα φροντιστήρια των παιδιών τους παρά στη σχολική διδασκαλία. Η γνώση πλέον δεν είναι αποκλειστικότητα του σχολείου, αφού ο μαθητής τη βρίσκει με τη μεγαλύτερη ευκολία στο διαδίκτυο. Εξάλλου, η απαξίωση αποδεικνύεται από το ίδιο το γεγονός των καταλήψεων. Ακόμη και η πολιτεία, με τις παραλείψεις της και τη βραδύτητα που επιδεικνύει στην επίλυση των προβλημάτων ή με τις γλίσχρες αμοιβές των εκπαιδευτικών, δείχνει ότι δεν εκτιμά και τόσο πολύ το δημόσιο σχολείο.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι οι καταλήψεις θα περιοριστούν μόνο αν οι γονείς θελήσουν πραγματικά να στηρίξουν το δημόσιο σχολείο, αν οι μαθητές κατανοήσουν τη σημασία του σχολείου για τη ζωή τους, αν τα κόμματα μείνουν μακριά από τα σχολεία και κυρίως αν η πολιτεία ενδιαφερθεί με ζήλο για την εκπαίδευση, στηρίζοντας τους εκπαιδευτικούς και το έργο τους και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκπαίδευση είναι η πιο σημαντική επένδυση για ένα σύγχρονο κράτος.