ΑΠΟΨΕΙΣ
Στο κατώφλι του 2018...
Λίγο πριν ενωθούμε όλοι οι άνθρωποι , μονιασμένοι, αγαπημένοι, τα μεσάνυχτα της αλλαγής του χρόνου, στην ανατολή, στο κατώφλι του 2018, στην υποδοχή της νέας χρονιάς, στην ίδια ευχή
της Μαρίας Λιονάκη
Ο Χρόνος είναι ένας κύριος σοβαρός και αγέλαστος. Φοράει κοστούμι παλιομοδίτικο, σε σκούρο χρώμα και γραβάτα ταιριαστή, σκούρας απόχρωσης. Δεν είναι καθόλου κοινωνικός και προσιτός. Είναι σκούρας απόχρωσης χαρακτήρας. Δεν συγχρωτίζεται με άλλους ανθρώπους, δεν επιδιώκει γνωριμίες. Διατηρεί στενή σχέση μόνο με τα μέλη της οικογένειάς του. Με τους γιους του τους μήνες, τις κόρες του τις μέρες, τις εγγονές του τις ώρες, τις δισέγγονές του τις στιγμές. Μόνο με αυτούς.
Φοβάται ότι τα πολλά ανοίγματα στις σχέσεις, το πολύ θάρρος στους άλλους, ίσως εγείρουν αξιώσεις, προκαλέσουν αιτήματα των απλών ανθρώπων, που αυτός δεν έχει διάθεση να ικανοποιήσει. Να συζητήσει καν. Φοβάται ότι, αν σταματήσει να είναι βλοσυρός, ίσως υπάρξουν, ξεφυτρώσουν από τη γη της ψυχής των ανθρώπων, παράπονα που αυτός δε θέλει να ακούσει, να διαπραγματευτεί. Όλο και κάποιος ερωτευμένος που ντράπηκε στο παρελθόν και δεν ξεστόμισε, λόγω συστολής, το σ’ αγαπώ , το έχει μετανιώσει και ίσως θελήσει τώρα να το πει. Ίσως ζητήσει να γυρίσει το χρόνο πίσω και να το πει. Να βρεθεί τετ α τετ με την αγαπημένη του, να την κοιτάξει βαθιά στα μάτια, την ώρα που ο ήλιος θα δύει, ο ουρανός θα έχει πάρει χρώμα τριανταφυλλί, τα πουλιά θα κελαηδούν ρομαντικούς σκοπούς και η θάλασσα θα ερωτεύεται τους βράχους και τότε να της ψιθυρίσει γλυκά στο αυτί το ξεχασμένο σ’ αγαπώ, το σ’ αγαπώ του Μαχαιρίτσα: «Μου λες τα μάτια σου να μη τα αγαπώ και να μη πάψω να πιστεύω στα δικά μου, μα αυτά τα μάτια, όπου χαθώ κι όπου βρεθώ τα έχω πίσω μου και μέσα και μπροστά μου»
Όλο και κάποιος άνθρωπος, κάποια γυναίκα στο ξεκίνημα μιας σχέσης δεν έδωσε τη δέουσα σημασία, προσοχή και πέρασε με κόκκινο, τράκαρε τον αγαπημένο της , προκάλεσε ατύχημα στη σχέση, καθώς δεν το είχε πολύ με την οδήγηση. Τώρα το έχει μετανιώσει πικρά και θέλει να επιστρέψει για λίγο στο παρελθόν, να διορθώσει τα αδιόρθωτα, τραγουδώντας Μελίνα: «Μόνη στης ζωής την άκρη άλλη μια φορά έμειναν τα όνειρα μισά. Θέλω να σου πω αντίο, όμως δεν μπορώ, μένω μες στο λάθος μου να ζω. Να ξέρεις, όλη τη ζωή μου δίνω, σώμα και ψυχή φτάνει πάλι να `μαστε μαζί, σε θέλωω…»
Όλο και κάποιος άνθρωπος, ήδη σε σχέση, μια μέρα, μια νύχτα, που είχε μια τίγρη μέσα του, άγρια λιμασμένη, που όλο τον περίμενε κι όλο την καρτερούσε, μια μέρα, μια νύχτα μάλλον, που φυσούσε αέρας, νοτιάς στην ψυχή του και βοριάς έξω στον κόσμο, στη φύση που απογείωνε τις επιθυμίες και τα όνειρα, τα ανεκπλήρωτα, μπερδεύτηκε κι έχασε το δρόμο του. Εξαιτίας της δυνατής βροχής, της καταιγίδας, της πυκνής ομίχλης, της χαλαζόπτωσης , όλων γενικά των ακραίων καιρικών φαινομένων, που έκαναν το τοπίο δυσδιάκριτο και θολό βρέθηκε, καθώς δεν κρατούσε πυξίδα, χάρτη, σε μια άλλη γη, άγνωστη, σε ένα τόπο που από καιρό λαχτάρησε, σε μια μικρή πατρίδα. Εκεί τότε τραγούδησε Θηβαίο: « Δεν έκανα ταξίδια μακρινά τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα. Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ, η νύχτα εσύ , το όνειρο της μέρας, μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή, η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας». Τώρα μάταια ελπίζει ότι η προηγούμενη σχέση θα τον συγχωρήσει, θα ξεχάσει, θα αποκατασταθεί. Τώρα τραγουδάει Πόλυ Πάνου: « Δεν έχεις το δικαίωμα τόσο να με πικραίνεις, να μου μιλάς για τα παλιά και να με τυραννάς. Δεν έχεις το δικαίωμα ακόμα να επιμένεις και όλο για το παρελθόν πικρά να μου μιλάς. Ένα σφάλμα έκανα, πρέπει να το ξεχάσεις»
Ο χρόνος είναι ένας κύριος σοβαρός, αγέλαστος , αδιάλλακτος . Δεν ξεχνάει, δε δικαιολογεί, δε συγχωρεί. Κοιτάζει μόνο μπροστά. Δε γυρίζει πίσω στα μονοπάτια που περπάτησε, που έχει διαβεί, για να διορθώσει καμιά λάθος στιγμή: προσωπική, επαγγελματική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Eίναι ένα βουνό που ο κάθε άνθρωπος μπορεί μόνο να το ανέβει και ποτέ να το κατέβει. Δεν είναι παλίρροια. Είναι ένα ποτάμι που κυλάει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ροή και όπως και οι λέξεις που ειπώθηκαν, οι ευκαιρίες που χάθηκαν, οι πέτρες που ρίχτηκαν δεν έχει επιστροφή. Είναι δρόμος, μονόδρομος που κανένας κώδικας οδικής κυκλοφορίας δεν μπορεί να τον κάνει διπλής κατεύθυνσης.
Δεν παγώνει κατά περίπτωση, δε σταματά επί πληρωμή, δεν κάνει ρουσφέτια, χάρες. Είναι κακός μαθηματικός. Ξέρει επιλεκτικά μαθηματικά. Προσθέτει μόνο χρόνια, ρυτίδες, άγχη, έγνοιες, προβλήματα, ευθύνες, υποχρεώσεις. Δεν αφαιρεί. Φταίει αυτός που μεγαλώνουμε, όχι εμείς. Αχ και να μην ήταν, λέει, τόσο αμετάπειστος, ξεροκέφαλος. Αχ και να βρισκόταν κάποια στιγμή ευαίσθητος, συναισθηματικός, μπόσικος, ευσυγκίνητος, ανθρώπινος. Να υποχωρούσε, να κατανοούσε, να συβαζόταν έστω και μία μόνο στιγμή...
Να ταξίδευε με τρένο, επιβάτης άγνωστος , σε δικό του δρομολόγιο, προορισμό. Χωρίς εισιτήριο, ασφάλεια, αποσκευή. Χωρίς ρολόι. Σε ταξίδι για δική του πατρίδα. Μεγάλη πατρίδα. Να ξαναζούσε κάποιες στιγμές. Να ξανάβαζε στο πικ απ του κάποιους φυλαγμένους, ξεχασμένους, σκονισμένους δίσκους. Να ηχούσαν επιλεκτικά οι γλυκές μελωδίες, οι ρομαντικοί ήχοι. Να ξαναδιάβαζε, να ψιθύριζε κάποιες λέξεις γραμμένες με παλιό ξύλινο μολύβι από το μισοσβησμένο, τριμμένο χαρτί του, το κιτρινισμένο τετράδιο. Της δικής του ζωής. Να ξεχυθούν οι μοσχοβολιές, τα αρώματα, τα χρώματα μιας άλλης εποχής. Να γύριζε λέει την ταινία από το κινηματογραφικό φιλμ της ζωής του πίσω. Να ζήσει σε επανάληψη κάποιες ξεχωριστές στιγμές. Να προβληθούν στην οθόνη της ζωής του πάλι οι αλλοτινές ασπρόμαυρες, μα τόσο έγχρωμες, φωτεινές εικόνες. Οι αξέχαστες, νοσταλγικές στιγμές. Η μάνα που τον φώναζε να σταματήσει πια να παίζει στις αλάνες, γιατί νύχτωσε κι όλα τα παιδάκια στα σπίτια τους έχουν ήδη μαζευτεί. Ως πότε θα έπαιζε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα; Η μάνα που κρατούσε στο χέρι της μια φέτα ζεστό ψωμί. Πασπαλισμένη με τη ζάχαρη της αγκαλιάς της, της αγάπης και της φροντίδας της. Το πιο ζεστό, το πιο γλυκό ψωμί. Η πιο μεγάλη αγκαλιά κι αγάπη. Η πιο ανέμελη ζωή.
Αχ και να συβαζόταν ο χρόνος να γύριζε πίσω το φιλμ του και να προβάλλονταν στην οθόνη του πάλι, να ζούσε σαν τώρα, πάλι… Το καμάρι του, όταν πήρε το πρώτο μπράβο της δασκάλας του, όταν είπε το πρώτο ποίημα του στο σχολείο σε σχολική γιορτή. Όταν φτερούγησε η καρδιά του στον πρώτο αλλιώτικο παλμό, στο δυνατό καρδιοχτύπι, λαβωμένη από το τόξο του πρώτου εφηβικού έρωτα. Όταν έκλεισε τα μάτια και μισάνοιξε τα χείλη για να δεχτεί το πρώτο φιλί. Όταν κράτησε στην αγκαλιά του περήφανος το νιογέννητο βλαστάρι, το πιο όμορφο άνθος της δικής του ζωής. Όταν κάθισε χαρούμενος στο γιορτινό τραπέζι, με τους εκλεχτούς μεζέδες , τέτοιες μέρες, Πρωτοχρονιά όλη η οικογένεια μαζί…
Όπως ετοιμάζεται να καθίσει, να γιορτάσει και τώρα. Αγαπημένη και ενωμένη όλη η οικογένεια μαζί. Ενώ παιδικές φωνούλες και κουδουνίσματα από τρίγωνα κάλαντα περπατάνε ακόμα σφιχτοτυλιγμένα σε γάντια και σκουφάκια, ηχούν γλυκά στο χειμωνιάτικο αέρα, περιδιαβαίνουν από σπίτι σε σπίτι στις γειτονιές του κόσμου…
Λίγο πριν τραγουδήσουμε όλοι μαζί το: «Πάει ο παλιός ο χρόνος» .
Λίγο πριν αποχαιρετίσουμε όλοι το 2017, ξεχνώντας τα άσχημα, τα δυσάρεστα, κάνοντας τα παθήματά μας, εμπειρία και σοφία. Ευγνώμονες για όλα τα καλά, τα όμορφα που ζήσαμε, που μας έφερε. Αισιόδοξοι, με προσμονή για όσα θα έρθουν.
Λίγο πριν ενωθούμε όλοι οι άνθρωποι , μονιασμένοι, αγαπημένοι, τα μεσάνυχτα της αλλαγής του χρόνου, στην ανατολή, στο κατώφλι του 2018, στην υποδοχή της νέας χρονιάς, στην ίδια ευχή: Να είναι η χρονιά αυτή η καλύτερη για εμάς, την οικογένειά μας, τη χώρα μας, για όλο τον κόσμο. Να έχουμε υγεία, ελπίδα και αγάπη αληθινή. Αγάπη μελωδικό τραγούδι, πατρίδα, ρούχο ζεστό, αγκαλιά μητρική. Καλή Χρονιά!