ΑΠΟΨΕΙΣ
Στην αυλή του Αρταξέρξη
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, μια γνώριμη από το παρελθόν, πρακτική πολιτικής νομιμοποίησης μιας κυβέρνησης που είναι κεφαλαιωδώς ασύμβατη και μακρόθεν της λαϊκής βούλησης, μονοπωλεί την επικαιρότητα μέσα και έξω από τη χώρα
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Ο κόσμος μας διέπεται από το μυστήριο της κίνησης. Αυτή η αρχαία σύγχυση είναι παράγωγη και συνάρτηση της έννοιας του χρόνου και της μεταβολής. Εκείνων, που το αίνιγμά τους, δεν θα το λύσουμε ποτέ. Ο Ηράκλειτος στις ακτές της Ιωνίας αισθάνθηκε και διατύπωσε όσο πιο παραστατικά ανά τους αιώνες, αυτό το μεταφυσικό γρίφο: «Κανένας δεν μπαίνει δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» διαλάλησε. Και γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό; Πρώτον γιατί τα νερά του ποταμού κυλάνε, ρέουν συνεχώς. Και δεύτερο γιατί είμαστε κι εμείς ποτάμι, γιατί κι εμείς κυλάμε, αλλάζουμε. Και εδώ είναι που αναδύεται ταυτόχρονα το πρόβλημα του χρόνου, του φευγαλέου. «Ο χρόνος περνά τη στιγμή που κάτι είναι κιόλας μακριά μου» έγραψε στους μεταφυσικούς στίχους του ο Μπλουά. Όμως αυτή η έννοια, η εικόνα της αιωνιότητας, που δωρεά της είναι ο χρόνος, και που μπορεί να χαρακτηρίζει και να εξηγεί τον κόσμο μας, την κίνησή του και τις μεταβολές του, είναι αδύναμη να δικαιολογήσει τον πολιτικό καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλεια. Γιατί, κι εκείνα είναι στοιχεία ενός μεταβαλλόμενου κόσμου.
Το πολιτικό παράδοξο που συντελείται στη χώρα μας με την άφρονα και τυχοδιωκτική μέχρι και προ ολίγων ημερών συστέγαση ενός κόμματος της γελοιοποιημένης αριστεράς και ενός εθνικιστικού δεξιού μορφώματος, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ούτε με τις συμβατικές αρχές της πολιτικής αλλά και ούτε και με τις αντίστοιχες της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου. Η ερμηνεία της πρωτόγνωρης αυτής συμβίωσης που διήρκησε για μια τετραετία, μόνο μέσα από τον πρωτογονισμό της ιδιοτέλειας προσώπων οχυρωμένων πίσω από διαχρονικές κοινωνικές αξίες μπορεί να ερμηνευτεί. Με τον αχαλίνωτο ατομοκεντρισμό και τη κτηνώδη εξορία κάθε αίσθησης επιδίωξης του κοινού και συλλογικού συμφέροντος. Ο φτηνός τούτος πρωτογονισμός που έχει νομιμοποιηθεί στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στο μνημονιακό σκηνικό της χώρας, δεν απαντάται ούτε στις πιο ανάξιες συναλλαγές της νύχτας, του αστραγάλου, της μπάλας και των γηπέδων.
Το πάθος για να σώσεις την κοινωνία, έχει μετατραπεί – και είναι ολοφάνερο αυτό πια- σχεδόν πάντα στη συντριπτική πλειονότητα, με το προσωπείο του πάθους για να την εξουσιάσεις. Στο κυνήγι της καρέκλας δηλαδή. Η πολιτική ηθοποιία έχει να κάνει όχι μόνο με λεπτά και υψηλά συναισθήματα, αλλά με λέξεις και με μάσκες. Και κάθε φορά που ένας πολιτικός μιλά (…«υποκρίνεται» λέγανε στο αρχαίο αττικό θέατρο) δεν κρύβεται όσο κι αν προσποιείται. Εκθέτει τον εαυτό του και το πρόσωπό του, αφού αυτά δεν είναι τόσο ευκίνητα όσο η (αόρατη) μάσκα που φορά.
Στους πολέμους όπως και στην παγκόσμια ιστορία της πολιτικής, η αυτομόληση σε αντίπαλα στρατόπεδα, προκειμένου είτε να σωθεί η ζωή είτε με αντάλλαγμα οποιονδήποτε φανερών ή κρυφών οφίκιων και κερδαλέων προνομίων, είναι πολύ συνήθης. Όλοι θυμόμαστε από το σχολείο τον Εφιάλτη των περσικών πολέμων ή εδώ στην Κρήτη τον βενετοκρητικό μηχανικό Ανδρέα Μπαρότση που αυτομόλησε στον πολιορκητή του Χάνδακα Αχμέτ Κιουπρουλή και του παρέδωσε τους χάρτες των οχυρώσεων της πόλης, επιτυγχάνοντας ο τελευταίος την άλωσή της. Αλλά τούτες οι αυτομολήσεις στην ιστορία, σε σχέση με τις σημερινές της ελληνικής πολιτικής σκηνής είχαν μια κτυπητή διαφορά: ήταν πιο ωμές, πιο κυνικές, πιο αγοραίες. Δεν ήταν περιτυλιγμένες με λέξεις που να περιποιούσουν ένα ιδεολογικό προσωπείο ως δικαιολογία.
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, μια γνώριμη από το παρελθόν, πρακτική πολιτικής νομιμοποίησης μιας κυβέρνησης που είναι κεφαλαιωδώς ασύμβατη και μακρόθεν της λαϊκής βούλησης, μονοπωλεί την επικαιρότητα μέσα και έξω από τη χώρα: Η εναγώνια αναζήτηση επίτευξης της οριακής πλειοψηφίας, το κυνήγι του μαγικού 151ου βουλευτή, που θα γείρει οριακά και ασθενικά τη ζυγαριά για την υπερψήφιση μιας κεφαλαιώδους αλλά ασύμφορης για τη χώρα συμφωνίας. Τα ανατολίτικα παζάρια εδώ και μήνες δίνουν και παίρνουν στα πολιτικά γραφεία και στα καφέ του Κολωνακίου. Οι αγοραίες συναλλαγές που επιβεβαιώνουν το ελληνικό παρακμιακό πολιτικό σύστημα, θα υπερισχύσουν του εθνικού συμφέροντος και της προοπτικής της χώρας και της Ιστορίας της.
Άνθρωποι, συστηματικοί λαθρεπιβάτες της εξουσίας, νομάδες και γυρολόγοι στην πολιτική, ευνοούμενοι και θαλαμηπόλοι πρώην αρχηγών σε δοτές θέσεις, ευκαιριακοί ιδεολόγοι με κακόγουστες μάσκες και ψευδοκήνσορες αξιών, που αφήνουν (όσο κι αν ψάχνουν να ταιριάζουν πειστικές λέξεις), να φαίνονται οι εξουσιολαγνικές συσπάσεις του προσώπου τους, διαπραγματεύονται, αλλάζοντας χρώματα σαν χαμαιλέοντες, ανταλλάγματα σε σωσίβια πολιτικής επιβίωσης και σε καρέκλες. Έτσι όπως τους περιέγραψε η ενόραση του ποιητή:
«Το επάγγελμα μου το εξασκώ/ στο Κάιρο και στη Δαμασκό/ Χρόνους εννιά και πλέον/ σαν ένας χαμαιλέων/ Πουλάω τ’ όχι και το ναι/ κι όσα ποτέ δεν είδανε/ Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ/ πουλάω το ροζ και το βιολέ»…
Οι μέρες που ζούμε, μέσα στη δυσωδία τους, μας κάνουν να μην πλήττουμε όντως. Αναμφίβολα, εμπεριέχουν όχι μόνο στοιχεία τραγικοκωμωδίας, αλλά αναδίδουν έντονη φαιδρότητα και οσμή υπονόμων. Τέτοια, που ο Αλεξανδρινός θα το ξανάγραφε χωρίς δισταγμούς και περιστροφές:
«Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις/ (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),/ και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,/ και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη/ που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,/ και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια./ Και συ τα δέχεσαι με απελπισία/ αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις./ Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει».