ΑΠΟΨΕΙΣ
Αν σήμερα ο Καζαντζάκης ταξίδευε στην πόλη του*
Το Μεγάλο Κάστρο δεν είχε κρατήσει τίποτα από την παλιά του αίγλη.
Του Δημήτρη Μιμή
* Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μυθοπλασία.
-61 ακριβώς χρόνια μετά τον θάνατο του, ο μεγάλος συγγραφέας, Νίκος Καζαντζάκης αποφασίζει να κάνει μία βόλτα στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Ηράκλειο και να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια, στο Μεγάλο Κάστρο. Ξημερώματα της 26 Οκτωβρίου 2018 εγκαταλείπει την τελευταία κατοικία του στην Τάπια Μαρτινέγκο πάνω στα ενετικά τείχη και μόνος του χωρίς τη σύντροφο του Ελένη κατηφορίζει προς την πόλη, όπου περπάτησε και έπαιζε μικρό παιδί, και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι, εκεί που ήταν το μαγαζί του πατέρα του.
Στη σκέψη του έρχονται οι τελευταίες στιγμές της ζωής του. Στην κλινική στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας στις 26-10-1957, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Δυο μέρες πριν τον είχε επισκεφτεί ο φίλος του Albert Schweitzer για να τον συγχαρεί που είχε γιάνει. Η Ελένη δεν έφευγε από κοντά του, παρά μονάχα μετά που του έκλεισε τα μάτια.
Κατηφορίζοντας προς το λιμάνι τίποτα δεν του θύμιζε η πόλη αυτή. Απογοητεύτηκε βλέποντας ότι τίποτα δεν υπάρχει από την εποχή του. Όλο πολυκατοικίες και ούτε μια λεμονιά στις αυλές των σπιτιών, που κάποτε μοσχοβολούσαν όταν περνούσες, αλλά ούτε ένα γιασεμί για να το μυριστείς. Η απογοήτευση τον κατέβαλε βλέποντας το πολιτιστικό κέντρο να μη δένει με τον περιβάλλοντα χώρο. Η κυκλοφορία των οχημάτων και ο θόρυβος τους στο κέντρο της πόλης και η κοσμοσυρροή τον έκαναν να επιταχύνει τα βήματα του. Φθάνοντας στο λιμάνι, το ενετικό φρούριο στέκονταν εκεί ακίνητο και πάνω του κυμάτιζε η γαλανόλευκη σημαία. Έκλεισε τα μάτια του. Ανοίγοντας τα, θυμήθηκε τα παλιά χρόνια τότε που ήταν παιδί. Στη θέση αυτή κυμάτιζε η τούρκικη σημαία. Κόσμος πολύς, καστρινοί και Τούρκοι μαζί πήγαιναν στις δουλείες τους. Θα έλεγες ότι ήταν αδέλφια. Μονάχα το βράδυ, όταν έκλειναν οι καστρόπορτες οι χριστιανοί σφάλιζαν τις πόρτες των σπιτιών τους για να προστατευτούν από τους Τούρκους.
Στάθηκε στην πόρτα του μαγαζιού του Κύρη του. Ο Καπετάν Μιχάλης στέκονταν στην πόρτα του μαγαζιού του και όταν τον είδε να πλησιάζει του χαμογέλασε αλλά με αυστηρότητα. Τον αγκάλιασε και τον χάδεψε στον ώμο του. Φοβήθηκε και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτό σπάνια συνέβαινε. Δεν θυμάται τον πατέρα του να του έχει πει ποτέ τρυφερό λόγο. Δεν τον θυμάται να του γελάσει, σπάνια του μιλούσε και πάντα ήταν με σφιγμένες γροθιές. Η μητέρα του σε σχέση με τον πατέρα του ήταν μια αγία γυναίκα. Πως άντεξε τόσα χρόνια, χωρίς να σπάσει η καρδιά της, κοντά του; Όταν έλειπε ο κύρης του από το σπίτι τι γαλήνη υπήρχε. Καθισμένος με τη μάνα του δίπλα στο πηγάδι του σπιτιού τους, κάτω από την κληματαριά και με τη γαζία που μοσχομύριζε, συζητούσαν για τον πατέρα της, το χωριό τους και αυτός να της στορεί τους βίους των αγίων που είχε διαβάσει.
Όταν πια πέρασε η ώρα ο κύρης του, του λέει ότι πρέπει να πάει στο σπίτι τους με τις παραγγελίες που του έδωσε η μάνα του. Στο δρόμο θυμήθηκε τη μικρή Εμινέ, τουρκοπούλα, την κόρη της Φατουμέ, της γειτόνισσας. Ήταν ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρόνων και αυτός ήταν τριών. Όμως στο παιχνίδι, τους άρεσε να ακουμπούν τις πατούσες τους και να νιώθουν την ζεστασιά τους. Προχώρησε και σε λίγο σταμάτησε μπροστά το Δημοτικό Σχολείο, εκεί που τον πήγε ο πατέρας του για να μάθει γράμματα και να γίνει άνθρωπος. Τον παρέδωσε στο δάσκαλο λέγοντας του. Το κρέας δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου, μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο. Και αυτός να του απαντά ότι έχει το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, δείχνοντας του τη βίτσα.
Στο δρόμο του έβλεπε Χριστιανούς και Τούρκους να αγριοκοιτάζονται και να τρίβουν τα μουστάκια τους. Τον παραξένευαν όλα αυτά γιατί δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, αργότερα θα καταλάβει την πάλη της Κρήτης με τη Τουρκιά και όλα αυτά γινόταν για τη ελευθερία των Κρητικών. Ήθελε και αυτός να μπει στον αγώνα από μικρός, στην πίσω σειρά, μετά τον παππού και τον πατέρα του. Αργότερα, όταν θα μεγάλωνε θα έγραφε στο τελευταίο του βιβλίο: Η πρώτη μου λαχτάρα στάθηκε η λευτεριά, η δεύτερη που κρυφά μέσα μου ακόμα αποκρατάει και με βασανίζει, η δίψα της αγιοσύνης. Ήρωας συνάμα κι άγιος, να το ανώτερο πρότυπο του ανθρώπου, από παιδί είχα στερεώσει από πάνω μου, στο γαλάζιο αγέρα, το πρότυπο ετούτο.
Τελευταία στάση του πριν φθάσει στο σπίτι του, είναι ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Άγιος Μηνάς. Μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία αντικρίζει τον Άγιο να στέκεται ακίνητος στο κόνισμα του, καβάλα στο ψαρί άλογο κρατώντας όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης, ηλιοκαμένος, αγριομάτης. Όταν έπεφτε η νύκτα και οι Καστρινοί μαζεύονταν στα σπίτια τους και ένα ένα έσβηναν τα φώτα, αυτός αναμέριζε τ΄ ασημένια ταξίματα και τις μπογιές, σπιρούνιζε το άλογο και έφερνε βόλτα τους ρωμαίικους μαχαλάδες προστατεύοντας τους χριστιανούς. Το πρωί, με το πρώτο λάλημα του πετεινού επέστρεφε στην εικόνα του και έκανε τον αδιάφορο. Θυμάται τον πατέρα του που πήγαινε στην εικόνα του για να του βλογήσει τ΄ άρματα και να του πεί τον πόνο του και να τον ρωτήσει πότε θα ελευθερώσει την Κρήτη.
Βγαίνοντας έξω από το Άγιο Μηνά αντικρίζει πολύ κόσμο μαζεμένο. Όχι μόνο Καστρινοί αλλά κόσμο απ΄ όλη την Ελλάδα, για πουν το τελευταίο αντίο στον μεγάλο συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη που εκείνη τη μέρα θα γινόταν η κηδεία του. Μαζί με τις χιλιάδες κόσμο ακολούθησε και αυτός την πομπή, μέχρι στην ψηλότερη κορυφή των ενετικών τειχών, στην Τάπια Μαρτινέγκο, όπου θα ενταφιαστεί ο μεγάλος συγγραφέας. Στο δρόμο σκεφτόταν ότι το Μεγάλο Κάστρο δεν είχε κρατήσει τίποτα από την παλιά του αίγλη.