ΑΠΟΨΕΙΣ
Σεπτεβριάδες στο Λασίθι
Οι λύσεις τότε δεν ήταν εύκολες . Τα αυτοκίνητα ελάχιστα . Έμεναν μόνο τα αχυροκίνητα συμπαθή τετράποδα που σήκωναν το μεγάλο βάρος, να "στρατευθούν" οι πατάτες οθέ το Καστέλι ή το Αρκαλοχώρι στα παζάρια και να πουληθούν
Του Γιώργου Μηλιαρά
Αξημέρωτα τη περασμένη Κυριακή, μια μεγάλη μπατούλια από Λασιώτες, Καστελιανούς και άλλους εραστές των Ορέων, εκκρεμάσαμε τα βουργιάλια στον ώμο, επεράσαμε τη κατσούνα στη μέση κοντραριστή με τα χέρια για να κρατεί ορθή τη ραχοκοκκαλιά μας και πήραμε απάνω από τη Λύκτο, στράτα-στράτα στο ντορό του Μίνωα, να πάμε στο ΔΙΚΤΑΙΟ ΑΝΤΡΟ, ετσά που τόκανε κι ο Μίνωας που πήγαινε να τονέ φωτίσει ο Μεγάλος Θεός της Δίκτης για να κυβερνά καλά το λαό ντου.
Μινωική διαδρομή, λέμε , κάτι ήξερε ο Μίνωας, ας προπατήξομε κι εμείς και ότι ξεχαρτζίσομε... Και μόνο η βραστή αίγα του Σηφογιάννη, που ανημένει κάθε χρόνο στου Τσούλη το Μνήμα, είναι σοβαρός λόγος να μπούμε στο κόπο... Εγώ βέβαια ο "έξυπνος", που προτοστάτησα να καθιερωθεί αυτή η πεζοπορία πριν από εννιά χρόνια, το πήγαινα και παραπέρα ... Είπα, κουμαντάρης είμαι στο Λασίθι, ας πάω μπας και με φωτίσει ο ΔΙΑΣ , να κάμω πράμα καλό των ανθρώπω να μη με βλαστημούνε μόνο... Μα δεν είδα γω διαφορά , αν είδανε οι ανθρώποι δε κατέχω... Μπορεί και να φταίει που δε κατάφερα να φτάξω ποτέ στη πόρτα του Σπήλιου, με το βάρος που φόρτωνε στο στομάχι μου ο Σηφογιάννης με τσοι μεζέδες του... Ετσά λοιπόν δεν είδα γω θεού πρόσωπο... Οφέτος, κατά τη συνήθεια, εξαπήα στη "Μινωική διαδρομή ". Εποχούμενος όμως στο ματρακά μου.
Ήπιασα τη κουντούρα τση πορείας κι ανεμάζωνα τσοι κιοτήδες με πρώτη τη Μαργή που κιότεψε νωρίς από τον Αη-Γιώργη... Απόλαυσα καπετανιά από το φορτηγάκι μου, μα εκειά απάνω στη καπετανιά του σωφέρη που βλέπει από πιο ψηλά τσοι πεζοπόρους , επροσπέρασα χωρίς να δω τση ΣΥΚΙΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ... Στη στάση τση Μεσάδας, οι πεζοπόροι ( πρώην συνοδοιπόροι...) με ρωτήξανε γιάντα δεν εσταμάτησα στση Συκιάς το Νερό, να τοσέ πω , όπως κάθε χρόνο , πιπεράτες ιστορίες που κατέχω από τα παιδικά μου χρόνια σχετικές με τη τοποθεσία αυτή ...
-Δεν είχα μωρέ φρένα, ούτε στο νου ούτε στο αμάξι. Μα για να μην έχετε παράπονο, οφέτος δα τσοι γράψω στσοι εφημερίδες, να τσοι διαβάζετε όντε θέτε..τως είπα.
Επήρανε αυτοί απάνω το ανεβόλεμα στσοι Βόλιτες και εγώ εγυάγυρα πίσω να πάρω απάνω από τον αμαξώτό, προς τση Καρράς το Πηγάδι για να τσοι ξεμπροστιάσω στου Τσούλη το Μνήμα. Εστάθηκα και ανεγογύρεψα τση Συκιάς το Νερό. Ανακουφίστηκα γιατί είδα πως δεν είχε μειωθεί η αντίληψη μου στο προηγούμενο πέρασμα. Ο τόπος έφταιγε. Η συκιά είχε σύριζα αποκοπεί ( κακό αυτό ) και το παλιό γκρεμισμένο Χάνι είχε περίτεχνα ξαναχτιστεί (καλό αυτό). Δικαιολογημένη η παραγνωρισά, εσυλογίστηκα...
Κατά την υπόσχεσή μου στσοι πεζοπόρους της Μινωικής Διαδρομής, ξεδιάλεξα τρεις (3) καλοαρτυσμένες ιστορίες για το σημείο, που έχω ακουστά από το Κύρη μου και άλλους χωριανούς μου λίγο πιο παλιούς από μένα... Διαλέω τη πρώτη να σας τη πω σήμερο κι από βδομάδα την άλλη και τη παραπάνω τη τελευταία ...Να περιγράψομε σιγά σιγά τη ξεχασμένη ιστορία που έζησε η γενιά μου σε αυτή τη διαδρομή , ακολουθώντας το Μίνωα από τότε χωρίς να κατέχομε ούτε την ιστορία ντου...( επειδή δεν είχαμε internet και FB..)
Λοιπόν προχωρούμε ....
Σεπτεβριάδες στο Λασίθι. Οι πατάτες ( κύριο εισόδημα ), είχανε μπει οι πιο πολλές στην αποθήκη και η έγνοια ήτανε να πουληθούν , να πλερωθεί η τράπεζα , τα χρέη στο μπακάλη και χίλιες δυό άλλες υποχρεώσεις . Ανοίγανε και τα σκολειά και θέλανε και τα κοπέλια ένα σωρό λεφτά στα βιβλία. Τα πληρώνανε τότε τα βιβλία εκτός και είχανε χαρτί απορίας από τη κοινότητα , για να τα πάρουνε ΔΩΡΕΑΝ. ( εγώ διέθετα τέτοιο ευτυχώς...).
Οι λύσεις τότε δεν ήταν εύκολες . Τα αυτοκίνητα ελάχιστα . Έμεναν μόνο τα αχυροκίνητα συμπαθή τετράποδα που σήκωναν το μεγάλο βάρος, να "στρατευθούν" οι πατάτες οθέ το Καστέλι ή το Αρκαλοχώρι στα παζάρια και να πουληθούν. Για τα χωριά τση νοτιοδυτικής μπάντας του Λασιθιού, ο μόνος δρόμος ήταν αυτός από Χορτασά Τσούλη μνήμα ,Βόλιτες , Συκιάς Νερό , Κασταμονίτσα, Ξιδάς, Καστέλι . Πολύωρη κοπιαστική πορεία για ζώα και αγωγιάτες... Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο Χάνι στης Συκιάς το Νερό. Μια στάση εκεί αποβραδίς και λίγη ξεκούραση, έδινε και την ευκαιρία να κατεβούν από νωρίς το πρωί οι αγωγιάτες του Λασιθιού στα παζάρια, έχοντας κάνει από τη προηγούμενη το απόγευμα τη δύσκολη διαδρομή στσοι Βόλιτες ( Μινωικό μονοπάτι).
Η στάση στο Χάνι του Νερού της Συκιάς , ήταν σπουδαία για τους στρατολάτες και έξυπνη "επιχείρηση" για το μαγαζάτορα...
Ο Παυλοκωσταντής από το Ψυχρό, εβαροφόρτωσε το γάιδαρο πατάτες, και όντε ήθελε δυό-τρία κοντάρια ο ήλιος να βασιλέψει , εμπήκε στη στράτα για το παζάρι της επόμενης στο Καστέλι. ... Επαρακράθιε το γάιδαρο και τονέ συργούλευε στο δρόμο σαν το κοπέλι, με χαραχτηριστική τρυφεράδα, στεριωμένη στη πολύχρονη κοινή ταλαιπωρία με το τετράποδο πιστό βοηθό ντου, στσοι στραθιές , τα οργώματα και τ´ αλωνέματα... Ο γάιδαρος ξεκούραστος και απολαμβάνοντας το κανάκι του αφεντικού, επέρασε στα γρήγορα το Χώνο, τη Χορτασά κι ήπιασε το ανεβόλεμα για του Τσούλη το Μνήμα. Ζορισμένος ο κακομοίρης από το φορτίο και τον ανήφορο , εμόλαρε μια ριπή "βροντώδους μεθανίου" ίσα στη μούρη του Παυλοκωσταντή, που ξεφούσκωσε αηδιασμένος....
-Ω ανάθεμά σε γαϊδουριά, εσφύριξε του γαϊδάρου. Ναα... ξεγηβεντισμένε... και τούδωκε απλόχερα δυο πούλους, που μάλλον δε κατάλαβε το ζωντανό...
Ότι ώρα επογυρίσανε στο χυματερό στσοι Βόλιτες, ήστρωσε η δουλειά και στο λιόγερμα εσωπάτησε στον Αη-Γιώργη στη Μεσάδα. Εκειά ήρθε κούτελο με ένα ρωμαλέο αγωγιάτη που ερχότανε από τη μπάντα του Αβδού. Ώρα πολύ κουβέντιαζε μόνο του γαϊδάρου ο Παυλοκωσταντής και ανακουφισμένος εκαλησπέρησε το άγνωστο συναπάντημα ντου.
-Καλησπέρα κουμπάρε, απηλοήθηκε ο άλλος, ήντα λαλείς ατά, πατάτες;
-Πατάτες κουμπάρε , για το παζάρι αύριο .
-Κι από δα μπρε κατεβαίνεις στο Καστέλι ;
-Όχι κουμπάρε , ατέ παραπέρα στση Συκιάς το Νερό, δα ξεφορτώσω, να ξεκουράσω το ζωντανό μου, και αξημέρωτα αύριο δα ξαναφορτώσω , να μπω μάνι μάνι στο Καστέλι να ξεπουλήσω ογλήγορα, να γιαγύρω με την ώρα μου στο Λασίθι. Ατά στο Χάνι δα κάτσω κι εγώ, ανέχει κιανένα μεζέ ψημένο η μπιρμπιλομάτα που το κάνει να πιω κιανένα κρασάκι, να πούμε και κιανένα αστείο με τη ταβερνιάρισα να περάσει η αργατινή, εξομολογήθηκε ο Παυλοκωσταντής του άγνωστου , χωρίς να υποψιάζετα, πως η γυναίκα τση ταβέρνας ήτανε δική ντου και το χωρατό που τούκανε, ήτανε βαρύ για την εποχή εκείνη...
-Μούλε, εφώνιαξε κρύβοντας το θυμό ντου ο άγνωστος, χωρίς να πει κουβέντα και εχτύπησε τα στιβάνια ντου στα πλευρά του μουλαριού που εκαβαλίκευε. Το μουλάρι τινάχτηκε μπροστά και έφυγε τρεχάτο με το καβαλάρη ντου.
-Στάσου μπρε, στάσου να πηγαίνομε μαζί μέχρι το Χάνι τση Συκιάς το Νερό , να μου κάνεις παρέα , να κουβεντιάζομε κιόλας...εφώνιαξε ο Παυλοκωσταντής .
-Ναί, είδες τουλόγου σου ... Κοντό δε κουβεντιάζεις όμορφα..., απάντησε διαολισμένος ο άγνωστος και χάθηκε από πίσω από τσοι πρίνους γαμωσταυρίζοντας το ξετσίπωτο στρατολάτη .
( Από βδομάδα η συνέχεια, απούναι πιο αλατοπιπεράτη...)