Του Δημήτρη Καρατζάνη
Πλημμύρισε (προ)χθες το κέντρο της πόλης από μαθητόκοσμο με την ευκαιρία της παρέλασης, καθώς, με το που τερματίστηκε αυτή ,κάπου εκεί στην πλατεία Κύπρου, ,εκατοντάδες χαρούμενες φατσούλες, αγόρια και κορίτσια, ξεχύθηκαν στους δρόμους προχωρώντας σε...καταλήψεις.
Oχι βέβαια των σχολείων τους -αυτές προβλέπονται γι αργότερα- αλλά κάθε διαθέσιμης καρέκλας στις καφετέριες και τα ''ταχυφαγεία'', όπως επιτάσσει το - καθιερωμένο πια- τυπικό του μαθητόκοσμου μετά τις παρελάσεις.
Εκτός όμως από το νεαρόκοσμο , σε ικανοποιητική αναλογία διαπιστώσαμε ότι βρίσκονταν και οι... λευκές κεφαλές. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες δηλαδή , που ...κατέπλευσαν στο κέντρο για να θαυμάσουν τα παρελαύνοντα εγγόνια τους.
Πάνω σε ένα τέτοιο παππού, παλιό γνώριμο από τα μαθητικά χρόνια , ''σκόνταψα'' ,καθώς απομακρυνόμουν από το χώρο της παρέλασης.
Παλιός Ηρακλειώτης και... πασίγνωστος στον κύκλο του γκρινιάρης, πάντα βρίσκει αιτίες να γκρινιάζει για το κάθε τι. Και στον ...παράδεισο να τον βάλεις, θα βρει λόγο να γκρινιάξει, συνηθίζει να λέει η γυναίκα του, που, δίπλα του, έχει κυριολεκτικά ... αγιάσει.
-Πως τα πας; Τον ρώτησα, γνωρίζοντας ότι τελευταία είχε περάσει μια σοβαρή περιπέτεια υγείας.
-Σκ... ,ά ,είπε, με κείνο τον ΄τόνο της φωνής το μόνιμα θυμωμένο. Γέλασα,''οσμιζόμενος'' τη συνέχεια .
-Άστα στο διάολο, συνέχισε. Έφυγα απ το Ηράκλειο και μένω τώρα Χειμώνα-Καλοκαιρι κοντά ,στη θάλασσα. Για καθαρό αέρα μού πανε, αλλά εγώ κοντεύω να τρελαθώ. Δε μπορώ να διαβάσω, δε μπορώ να πορπατήξω όπως με συμβουλεύει ο γιατρός, δε μου κάνει κέφι να δω τηλεόραση ή ν ακούσω μουσική. Πράμα. Θαρρώ πως ήφταξα στα τελευταία μου και μου φταίνε όλα..
-Μα εσένα, πάντα σου φταίγανε όλα, τον έκοψα. Γιατί όμως δεν ασχολείσαι με κάτι άλλο πιο ευχάριστο. Λόγου χάρη με το ψάρεμα. Μια και, όπως λες, έχεις τη θάλασσα στα πόδια σου
Τον έπιασε ένα νευρικό γέλιο.
- Το ψάρεμα ε; Είπε ανάμεσα στα γέλια του. Ε, άκου λοιπόν,την ιστορία μου με τη ψαρική.
-Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις μετακόμισα ''παρα θιν αλός''', ήταν να προμηθευτώ τα ψαρικά μου. Καλάμια, πετονιές, αγκίστρια, δολώματα, τα πάντα Με την πρώτη όμως απόπειρα τα πέταξα όλα και ούτε θέλω να τα ξαναδώ στα μάτια μου.
-Και γιατί αυτό;Ο άνθρωπος με το ψάρεμα ξεδίδει, ηρεμεί, είπα.
-Ηρεμεί , Ε, άκου, λοιπόν πόσο ηρέμησα εγώ.Φορτωμένος με όλο τ ''αμπράτι'' της ψαρικής πήγα πρωί -πρωί ,τη δεύτερη κιόλας μέρα της εγκατάστασης μου, στα ''βραχάκια '', όπου ,κατά τους επαίοντες της περιοχής, είναι γεμάτα ψάρια. Στην αρχή τα πήγαινα καλά, αφού με τα πρώτα δολώματα έπιασα κάνα -δυό μεγαλούτσικα ''σκαράκια''που μ'ενθουσίασαν.
-Να δεις που θα τη βρω με τούτο το κανούργιο ''γιανγκιλίκι'' άρχισα να σκέφτομαι, όταν ,ξαφνικά μια άγνωστη φωνή ήρθε να διακόψει τις αισιόδοξες σκέψεις μου .
-Ψαρεύεις; Με ρώταγε κάποιος άγνωστος, που στεκόταν στην κορφή του βράχου ακριβώς πίσω μου.
-Ε,όπως βλέπεις , είπα ,χωρίς να κρύβω καθόλου την ενόχληση μου για την απροσδόκητη παρέμβαση.
Μ' αυτό το δόλωμα άδικα πολεμάς, συνέχισε ο αυτόκλητος ειδικός. Εδώ τα ψάρια τσιμπάνε μόνο με τυρόψωμο .
Δε μίλησα για να μην τον βρίσω. Εκείνος όμως συνέχισε. Κάτι είπε πάλι για τα δολώματα. Εγώ έκανα τον κουφό και τελικά, μη βρίσκοντας ανταπόκριση, αποχώρησε φανερά απογοητευμένος
Δεν είχα προλάβει να πω ''άμε στο καλό'' ,όταν μια καινούργια φωνή ,έφθασε στ' αυτιά μου .
-Πως πάει το ψάρεμα; Ρώτησε ένας καινούργιος επισκέπτης .
Γύρισα το κεφάλι
-Έτσι κι έτσι,είπα, δείχνοντας από τον τόνο της φωνής μου πως δεν είχα όρεξη για κουβέντες.
Μεσολάβησαν μερικά λεπτά ευπρόσδεκτης σιωπής.
-Δεν έχεις καλά δολώματα είπε μετά. Εδώ χρειάζεται δόλωμα σκουλήκι. Σκουλήκι ''φούσκα'' μάλιστα, συνέχισε με ύφος που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση.
-Θα το' χω υπόψη μου την άλλη φορά, είπα ξερά.
Ο αυτόκλητος...συμβουλάτορας έκανε κάνα -΄δυο προσπάθειες ακόμα να συντηρήσει την κουβέντα, παίρνοντας όμως μονολεκτικές απαντήσεις από μέρους μου, παραιτήθηκε από την προσπάθεια και αποχώρησε.
''Δόξα σοι ο θεός!'' Είπα ανακουφισμένος και κείνος σαν να μ'άκουσε μού στειλε ένα καλοθρεμμένο σκάρο. Τον έπιασα τον ξαγκίστρωσα με χτυποκάρδι και πριν προφτάσω να χαρώ το ..θρίαμβο μου, μια καινούργια φωνή έφτασε στ' αυτιά μουν .
Φίσχεν,φίσχεν ;
Γύρισα το κεφάλι .Ένας καλοθρεμένος Γερμανός με κάτασπρα κρεμαστά μουστάκια και κατακόκκινα τεζαριστά μάγουλα, στεκόταν από πάνω μου και με παρατηρούσε .
Φίσχεν,,φίσχεν; ξαναρώτησε,δείχνοντας με το χέρι του τα ψάρια.
-''Για'', είπα. Προσπαθώντας να μην εκνευριστώ με τον καινούργιο μουσαφίρη.
Πέρασαν κάμποσες στιγμές χωρίς να πει άλλη κουβέντα. Ξαφνικά όμως, με χτύπησε στον ώμο και κάτι μου' πε στη γλώσσα του που δεν κατάλαβα.
-''Για', είπα πάλι και συνόδεψα την κατάφαση μου μ΄ενα προσποιητό χαμόγελο με την ελπίδα πως έτσι θα τον ξεφορτωθώ. Εκείνος όμως επέμεινε
-''Γκρόσε φίσχεν δορτ''είπε, ενώ μου έσφιγγε δυνατά το μπράτσο και μου έδειχνε κάτι μες στο νερό λίγα μέτρα πιο πέρα..
Δεν ξέρω αν ήταν η απρόσκλητη παρουσία του, το σφίξιμο του χεριού μου ή όλα μαζί, εμένα όμως ξαφνικά μου άναψαν όλα τα λαμπάκια.
''Αμε στο δαίμονα κι εσύ και τα ''φίσχεν'', είπα μέσα μου και γυρίζοντας προς το μέρος του, του φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα :
''Νιχτ φίσχεν, νιχτ φίσχεν ...σκ@@@ύλεν'' και μαζεύοντας τα σύνεργα της ψαρικής έφυγα βρίζοντας , ενώ ο Γερμανός γεμάτος απορία αναρωτιόταν;
''Βας ιστ σκ@@@ύλεν;''
Άντε μετά εσύ, να ξαναπάς για ψάρεμα, είπε ο ιδιότροπος φίλος, κλείνοντας την κουβέντα.