ΑΠΟΨΕΙΣ
Πρωτόγνωρη η θυσία του φίλου ...
"Μια απίστευτη ιστορία εξελίχθηκε το απόγευμα της Κυριακής στην Αμμουδάρα, με πρωταγωνιστή άνδρα ηλικίας περίπου 45 ετών, που μένει σε κάποιο παράπηγμα που του έχει παραχωρηθεί στην περιοχή"
Της Μαρίας Λιονάκη
"Ο Δημήτρης, όπως είναι το όνομά του, μπήκε αιμόφυρτος σε τουριστικό κατάστημα της περιοχής και ζήτησε από τον ιδιοκτήτη Γιάννη Στάθη τον οποίο και γνώριζε, να τον μεταφέρει στο Βενιζέλειο. Είχε δεμένη την παλάμη του που αιμορραγούσε. Ο ίδιος είπε στον έντρομο ιδιοκτήτη του καταστήματος ότι είχε κόψει τα τέσσερα δάκτυλα του (τα οποία ευτυχώς δεν είχαν αποκοπεί εντελώς ) για να τα προσφέρει, να τα χαρίσει σε κάποιο φίλο του, ο οποίος ακρωτηριάστηκε σε ατύχημα που είχε πάνω στην εργασία του!"
Απίστευτη πράγματι μοιάζει αυτή η είδηση που διαβάζεις, αυτή η ιστορία. Αλλόκοτη, σαν είδηση αερικό. Σαν κινηματογραφική ταινία, έργο θεατρικό. Σαν παλιά δακρύβρεχτη ελληνική ταινία με τη Μάρθα Βούρτση και το Νίκο Ξανθόπουλο. Σαν παραμύθι, όχι όμως αυτό με την Κοκκινοσκουφίτσα που την πλάνεψε ο κακός ο λύκος και την έκανε μια χαψιά. Ούτε αυτό με τη Σταχτοπούτα και την κακιά μητριά που τη ζήλευε, τη βασάνιζε όλη μέρα. Τη φιλία που είχαν οι επτά νάνοι με τη Χιονάτη θυμίζει. Που ήρθε στο λιλιπούτειο σπιτάκι τους και τους φρόντιζε κι αυτοί την αγαπούσαν πολύ. Και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Σαν αρχαίο κείμενο μοιάζει η είδηση αυτή…
Ο Ξενοφών στο έργο του Απομνημονεύματα καταγράφει αναμνήσεις όσων άκουσε από το δάσκαλό του Σωκράτη που σκιαγραφούν κάτι αντίστοιχο, που αναπτύσσουν την αξία της φιλίας, της συντροφικότητας για τον άνθρωπο, το « φύσει πολιτικόν ζώον» του Αριστοτέλη, το ον που ανθίζει και λουλουδίζει μόνο στον κήπο της κοινωνίας.
«Ὁ γὰρ ἀγαθὸς φίλος ἑαυτὸν τάττει πρὸς πᾶν τὸ ἐλλεῖπον τῷ φίλῳ καί, ἄν τέ τινα εὖ ποιῆσαι δέῃ, συνεπισχύει, ἄν τέ τις φόβος ταράττῃ, συμβοηθεῖ, καὶ εὖ μὲν πράττοντα πλεῖστα εὐφραίνει, σφαλλόμενον δὲ πλεῖστα ἐπανορθοῖ.»
(Γιατί ο καλός φίλος αφιερώνεται στην κάλυψη των αναγκών του φίλου του και, αν χρειάζεται να κάνει καλό σε κάποιον, τον ενισχύει βοηθώντας τον, και αν κάποιος φόβος του προκαλεί αναταραχή, τον βοηθάει μαζί με άλλους · και στο φίλο, όταν ευτυχεί, του προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση, ενώ, όταν δυστυχεί, καταβάλλει πάρα πολλές προσπάθειες να τον στήσει πάλι στα πόδια του. )
Προσωπικά, η είδηση αυτή, αρχή της εβδομάδας με ταξίδεψε χρόνια πίσω στην αρχή της ζωής μου. Στην παιδική μου ηλικία που οι φιλίες ήταν τόσο αγνές. Στη γειτονιά μου στα Παχιανά, στα Χανιά. Στην πλατεία με τις λιγοστές ξεχαρβαλωμένες κούνιες, τα αφρόντιστα παρτέρια, το πατημένο χώμα και τα πολυκαιρισμένα μάρμαρα, τις επιτύμβιες στήλες , απομεινάρια τούρκικου νεκροταφείου, διέδιδαν οι μεγάλοι, φοβίζοντας τους μικρούς. Που έπλαθαν ιστορίες για φαντάσματα, πνεύματα, που έβγαιναν τις νύχτες, που τις διηγούνταν σιγανά. Μπας και ξυπνήσει κανένας μακαρίτης κι αρχίσουν την τρεχάλα. Στη Φιλική Εταιρεία των παιδικών χρόνων, της παιδικής φιλίας, όπου τότε πράγματι ο ένας φίλος ήταν εκεί για τον άλλο, κι ήταν έτοιμος να πέσει ακόμη και στη φωτιά για το χατίρι του.
Στο ναό αυτό της ξεγνοιασιάς, το παιχνίδι των φίλων καλά κρατούσε, από νωρίς το πρωί ως να δύσει ο ήλιος Ως να ανατείλει η φωνή της μαμάς. Μαρίαα, Μαρίαα… φώναζε κι είχαν ακούσει όλες οι Μαρίες των Χανίων, εκτός από μένα. Κάποιο παιδί θα είχε κάνει ζαβολιά στο παιχνίδι και του το εξηγούσα με πάθος, σίγουρα στο κρυφτό εγώ βγήκα πρώτη κι έκανα «φτου ξελευθερία» κι όχι ο Γιαννάκης ο γιος της κυρα Λευτερίας. Κι όμως παρά τις κόντρες μας, στα παιχνίδια μας τα παιδικά, υπήρχε σύμπνοια, αγάπη, νιάσιμο, φιλία που σηματοδοτούσε, που έχτισε σχέσεις ζωής.
Εξωπραγματική μοιάζει η φιλία αυτή όμως, στης σημερινής εποχής την αδιαφορία και την καχυποψία. Την εσωστρέφεια, την κατάθλιψη, τη μοναξιά. Τις πολλές αυτοκτονίες. Όπου ο ένας γείτονας δεν γνωρίζει τον άλλο, πόσο μάλλον να συνδεθούν φιλικά, να προστρέξει στη χαρά, μα και στη λύπη του. Όπου υπάρχουν ανταγωνισμοί, διχόνοιες, κουτσομπολιά στη γειτονιά, στη δουλειά, στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Δύσκολες οι καλημέρες σήμερα κι οι καληνύχτες ακόμα πιο ακριβείς. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τ' αγοράζουν όλα έτοιμα στα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους, είπε η αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα, στο γνωστό αλληγορικό παραμύθι του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Έτσι οι άνθρωποι παίρνουν μια πλαστή, ψεύτικη ευτυχία και χαρά, προερχόμενη από τα υλικά αγαθά. Οι σχέσεις σήμερα είναι ακρωτηριασμένες, αιμορραγούν. Κουμπώνονται ως απάνω σα χειμωνιάτικο παλτό οι άνθρωποι. ‘Η αδιαφορούν. ‘Η φοβούνται να ανοιχτούν, να επενδύσουν στις σχέσεις τους, συναισθηματικά να δεθούν. ‘Η το δοκίμασαν στο παρελθόν, έχουν προδοθεί, πληγωθεί και τώρα κλείνονται σαν στρείδια. Λένε ποτέ πια! Μα έτσι ζουν στο γκρίζο χρώμα της απομόνωσης, στον αιώνιο χειμώνα της μοναξιάς.
Κάνει θόρυβο στο σχέσεων τη σιωπή η πράξη αυτή. Μοιάζει μελοδραματική. Δεν αντιλέγω , είναι ακραία, υπερβολική και πρωτόγνωρη. Ίσως όμως να είναι για περισυλλογή αφορμή. Για την αξία τη χαμένη, την ξεχασμένη της συντροφικότητας, του μοιράσματος, της βεγγέρας τα βράδια τα καλοκαιρινά. Της αυθόρμητης παρέας, χωρίς δώρα κι άλλα τυπικά. Για τις ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, τις ιστορίες με λίγα κάστανα ψημένα στη φωτιά, δίπλα στο τζάκι όταν παγώνει η ατμόσφαιρα, το κρύο περονιάζει τα κόκκαλα, ο βοριάς λυσσομανά. Γιατί όπως λέει κι ο λαός: Η χαρά όταν μοιράζεται γίνεται διπλή κι η λύπη μισή.