ΑΠΟΨΕΙΣ
Πρωινό ξύπνημα... max hold!
Πρωινή ώρα. Το φθινόπωρο φλερτάρει με το χειμώνα που ξυπνάει σιγά σιγά κι εμφανίζεται στην πόρτα του κόσμου.
της Μαρίας Λιονάκη
Ντριν …ντριν! «Εδώ Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Μεταδίδομεν το πρώτο ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου…». Συναγερμός, πόλεμος, ξέσπασε πόλεμος! Εμπρός στον αγώνα αδέρφια! ‘Η ταν ή επί τας. που έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους πριν τη μάχη. Οι οποίες σπαρτιάτισσες αποκλείεται να κοιμόταν τέτοια ώρα.
Ντριν…ντριν! Τι είναι αυτό; «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι; Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;»
Ξύπνα επιτέλους, από πόλεμο σε Πολέμη το πας, ακόμα θα κοιμάσαι; Το κουδούνι είναι, της εξώπορτας είναι. Πάρε μπρος, επικοινώνησε με τον κόσμο. Σκέψου. Δε χτυπάει μόνο του, επαναστατικά, αυτοβούλως. Κάποιος το χτυπάει, κάποιος στέκει απ’ έξω, κάτι σε θέλει. Σύρε να ανοίξεις…(γυναίκα)
-Καλημέρα κοιμάσαι; Συγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω. Πάρε αυτά. Είναι έγγραφα, χαρτιά της πολυκατοικίας επίσημα, το καταστατικό, συμφωνηθέντα, αιτήσεις, αποδείξεις, νόμοι… Μην τα χάσεις. Είναι για το γιο σου. Μου τα έδωσαν οι διπλανοί. Να του τα δώσεις, είπαν. Να τα φυλάξει, να μη χαθούν είπαν. Ξέρει αυτός. Ξέρουν αυτοί. Σε ξύπνησα; Συγνώμη, χίλια συγνώμη. Αλλά φεύγω τώρα, δεν μπορούσα να στα φέρω πιο μετά. Έπρεπε να σου τα φέρω τώρα. Πρέπει να του τα δώσεις σήμερα. Χίλια συγνώμη Μαρία μου, που σε ξύπνησα.
-Μη, μη ζητάς συγνώμη… δε, δε με ξύπνησες, δεν κοιμόμουν… λέω και στρώνω την ομιλία μου και την πυτζάμα, βάζω πιο μέσα το πόδι στην παντόφλα. Μην ανησυχείς, δεν πειράζει, λέω και φορτώνομαι, υποτυπωδώς χαμογελαστή, το βαρύ, παχύ, τρισδιάστατο, ξεχειλισμένο, μαύρο φάκελο με το λάστιχο. Το φάκελο της μοίρας μου. Με το λάστιχο, της σημερινής. Και κλείνοντας την πόρτα σκέφτομαι. «Πάλι καλαα… που φορούσα την καλή μου πυτζάμαα… Το μαλλί όμως, πώς πετάει έτσι; Τι τον ήθελα τόσο αφρό χθες, max hold; Δε λες που max hold και δεν είπα καμιά βαριά κουβέντα πρωί πρωί;»
Και λίγες στιγμές μετά… Τι μου είπε να τον κάνω τον φάκελο; Να τον φυλάξω; Γιατί; Τι σημαντικό έχει; Έγγραφα του Μαξίμου; Πού να τον φυλάξω, πού να τον παραδώσω μετά; Σε ποιους; Πώς θα τους γνωρίσω; Ποιο είναι το κωδικό μου όνομα, ποιο συνθηματικό πρέπει να πω; Θα ξέσπασε πόλεμος φαίνεται, ενώ εγώ κοιμόμουν… Καλά, πόσες μέρες κοιμόμουν; Πάλι καλά που μου είπε χίλια συγνώμη. Στα εννιακόσια, ενενήντα εννιά δε συγχωρώ… ας φτιάξω τουλάχιστον έναν καφέ.
Ο καφές σου έλειπε τώρα κοπέλα μου… Τέτοια ώρα που ξύπνησες! Με social media παρέα θα τον πιεις καμάρι μου; Θα δεις μερικές κοινοποιήσεις, παλιές δικές σου, νέες, των άλλων, θα κάνεις τα likes σου, θα ανοίξεις και καμία συνομιλία τύπου: ωραία μέρα σήμερα, ας τα πούμε; Το χαμό γύρω σου δεν τον βλέπεις; Το χριστουγεννιάτικο δέντρο τι το παράτησες έτσι , αστόλιστο, σκέτο, μόνο, λειψό, πανύψηλο, με τα σκούρα πράσινα μυτερά κλαδιά του , σα φάντασμα να φαντάζει στο καθιστικό; Πότε θα το στολίσεις; Τα κουτιά με τα στολίδια, τις κόκκινες, χρυσές μπάλες, τις γιρλάντες, τις χρυσόσκονες, τα χιόνια τι τα παράτησες στη μέση; Εμ κάνεις την προκομμένη και τα βγάζεις να στολίσεις νωρίς, εμ τα παρατάς μετά. Βάλε τα χαρτοκιβώτια στην άκρη. Θα σκοτωθεί κανένας Χριστιανός. Και καλά να είναι ο άντρας σου… Αν είναι ο γιος; Άνω κάτω είναι το σπίτι. Τι θα είπε η γειτόνισσα… Το μαλλί κάγκελο σε πείραξε, κατά τα άλλα. Πού είναι το καθιστικό, πού η κουζίνα, πού ο διάδρομος; Ταμπέλες χρειάζονται. Τεμπέλα. Λέει με ειρωνεία το ρολόι, το αφημένο πάνω στο τζάκι.
Το ρολόι που δείχνει προχωρημένη πρωινή ώρα. Το οβάλ, με σκούρο μέταλλο και γυαλί καμωμένο, που έχει στυλ αντίκας, με υπερυψωμένη σαν τόξο λαβή και ποδαράκια, που έχει άσπρο φόντο με ζωγραφισμένο ποτιστήρι, γεμάτο με στάχυα, που έχει όμορφους, επιβλητικούς δείχτες, μεγάλους αριθμούς. Που κάνει διακριτικό, ανεπαίσθητο τικ τακ. Που πριν από χρόνια, ήταν παραπεταμένο σε μια γωνία, στα αζήτητα, σε ένα συνοικιακό μαγαζί δώρων και το πήρες στα χέρια σου, το κράτησες τρυφερά μια Δευτέρα, μια ηλιόλουστη μέρα, το μάζεψες και το έκανες άνθρωπο. Το έβαλες σε περίοπτη θέση στο σπίτι σου, πάνω στο τζάκι με το ανοιχτό μάρμαρο και τη βαμμένη σε τεχνοτροπία, πορτοκαλί-σομόν καμινάδα. Για να σου βγάζει γλώσσα τώρα, να σε ειρωνεύεται. Να σε ελέγχει. Το τοποθέτησες με στοργή δίπλα στο γυάλινο βάζο με τα αχνοκίτρινα υφασμάτινα τριανταφυλλάκια και την δεμένη δαντέλα στο λαιμό. Δίπλα στα δύο κηροπήγια, με το γκρι-μαύρο, ανάγλυφο μέταλλο και τα δυο κρεμ κεριά. Τα ασορτί με τη δαντέλα του βάζου. Δίπλα στην κορνίζα με τη φωτογραφία που σε δείχνει μπέμπα, μικρή. Όταν η μαμά σου για να παρηγορηθεί, που κάηκαν από τη λάμψη σου οι φωτογραφίες της βάφτισής σου, σε πήρε άρον άρον μετά, με τα καλά σου, τα βαφτιστικά σου, με το άσπρο φορεματάκι σου, το άσπρο παλτουδάκι σου, το μπουκλέ, το άσπρο καπέλο, την άσπρη έκφραση και τα μαύρα παπουτσάκια με τους άσπρους φιόγκους και σε πήγε σε φωτογραφείο, σε έστησε όρθια, καμαρωτή, πάνω σε καρέκλα αντίκα, με ζωγραφιστό φόντο αμυγδαλιές πίσω για να σε φωτογραφήσουν. Περήφανη μαμά. Τώρα να δεις την περηφάνια της που άργησες να ξυπνήσεις…
Πρωινή ώρα. Το φθινόπωρο φλερτάρει με το χειμώνα που ξυπνάει σιγά σιγά κι εμφανίζεται στην πόρτα του κόσμου. Γείτονες στη γειτονιά της γης όλοι εμείς. Τα σύννεφα φλερτάρουν με τον ουρανό, η θάλασσα με τους βράχους. Τα πουλιά με τη θάλασσα, με τα άνθη που επέζησαν, με τα κλαδιά των δέντρων, τα πράσινα ή τα λιγότερο ντυμένα, τους καρπούς, τα φρούτα, τις ελιές που μεστώνουν. Ο αέρας φλερτάρει με τα σύννεφα, τα δέντρα, τα πουλιά, τη θάλασσα, τη γη, τους ανθρώπους. Που αγαπιούνται, ερωτεύονται, πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, που βρίσκονται σε φόρτο υποχρεώσεων, δημιουργικό, αλλά και σε φόντο ρομαντικό, με χαμηλά τα φώτα του ουρανού. Το χιούμορ φλερτάρει με τη ρουτίνα, την καθημερινότητα, το ανυποχώρητο ενός ρολογιού. Γιατί ,τι θα ήταν η ζωή χωρίς καλή διάθεση; Φωτογραφία σε κάδρο θα ήταν.