ΑΠΟΨΕΙΣ

Πόσες πιθανότητες υπάρχουν για συμφωνία στο Κυπριακό;

Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στο γεγονός ότι οι δύο ηγέτες δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνοι τους για το μέλλον του νησιού τους

No profile pic


του Γιάννη Γιγουρτσή

Η βδομάδα που διανύουμε είναι κρίσιμη και αποφασιστική για το Κυπριακό, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που οι διαπραγματεύσεις και η διεθνής διάσκεψη της Γενεύης θα φέρουν.

Τα όσα διαρρέονται από την ελληνική πλευρά, πως το τέλος της διαπραγμάτευσης παραμένει ανοιχτό και πως ακόμα και αν δεν υπάρξει συμφωνία στην Γενεύη τώρα, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε μέχρι να καταλήξουμε κάπου στο μέλλον, δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνες τις άλλες πλευρές, και πάντως όχι την Τουρκία.Υπό την έννοια αυτή στην Γενεύη θα έχουμε ή όλα ή τίποτα. Είτε δηλαδή μια τελική συμφωνία, η οποία θα πάει σε δημοψήφισμα στις δύο κοινότητες, είτε ένα οριστικό ναυάγιο της διαπραγμάτευσης με απρόβλεπτες συνέπειες..

Το καλό κλίμα μεταξύ ηγετών των δύο κοινοτήτων, του Προέδρου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, καθώς και η δεδηλωμένη βούληση και των δύο για να βρεθεί επιτέλους λύση που θα επανενώσει το νησί και θα οδηγήσει τις κοινότητες σε μία από κοινού συνύπαρξη και συμβίωση σε αυτό, ευνόησε την διαπραγμάτευση που ξεκίνησε πριν από 1.5 περίπου χρόνο μεταξύ των δύο ηγετών και των ομάδων τους. Για πολλά, για τα περισσότερα, ζητήματα έχουν βρεθεί ήδη κοινά αποδεκτές λύσεις, ενώ -όπως είχε συμφωνηθεί από την αρχή- έμειναν για το τέλος τα μείζονα και πιο δύσκολα. Οι εγγυήσεις και το εδαφικό. Αυτά κατά βάση συζητιούνται αυτή τη στιγμή στην Γενεύη, και αν υπάρξει συναντίληψη, η συμφωνία θα κλείσει.



 Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στο γεγονός ότι οι δύο ηγέτες δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνοι τους για το μέλλον του νησιού τους. Οι δύο «μητέρες πατρίδες» οι εγγυήτριες δυνάμεις των συμφωνιών που σήμερα ισχύουν, έχουν αποφασιστικό λόγο. Και η μεν ελληνική πλευρά φαίνεται να ακολουθεί και να στηρίζει τους χειρισμούς του Προέδρου Αναστασιάδη, παρά τις παραφωνίες που είδαμε με την παρέμβαση Κοτζιά στην προηγούμενη φάση των συνομιλιών στο Μον Πελεράν της Ελβετίας. Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι ποιες είναι οι προθέσεις της τουρκικής πλευράς, και ειδικότερα του Προέδρου της χώρας κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της, αλλά και στις διεθνείς της σχέσεις,. Με αυτά τα δεδομένα, μια επιτυχία, όπως η επίλυση του Κυπριακού, θα έκανε καλό στην εικόνα της χώρας. Ο κ. Ερντογάν έχει την δύναμη να επιβάλει μία λύση που ενδεχομένως δεν θα είναι αρεστή στην τουρκική κοινή γνώμη (όπως θα ήταν η παραχώρηση εδαφών στους Ελληνοκύπριους, αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων και μέρους των εποίκων κ.α.). Το έκανε στις σχέσεις της χώρας του με την Ρωσία και νωρίτερα με το Ισραήλ. Μπορεί να το κάνει και τώρα. Το θέμα είναι αν το θέλει και πως θα κρίνει ότι τον συμφέρει να πράξει με βάση τις επιδιώξεις του στην εσωτερική σκηνή και την διεθνή κονίστρα.


Οι υπεύθυνοι σύμβουλοι του κυρίου Ερντογάν πάντως, και ειδικά ο εκπρόσωπος τύπου του Προέδρου, Ιμπραχίμ Καλίν, καλλιεργούν ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας, δηλώνοντας πως τα πράγματα εξελίσσονται θετικά για την τουρκοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις. Η ίδια η τουρκική κοινή γνώμη είναι μάλλον αδιάφορη για το θέμα που απασχολεί ελάχιστα έως καθόλου τα μέσα. Τα προβλήματα στην ίδια την χώρα είναι αυτή τη στιγμή πολλά για να ασχοληθεί ο κόσμος με το Κυπριακό. Ούτως ή άλλως η Κύπρος είναι για τον μέσο Τούρκο περίπου ένα κομμάτι της Τουρκίας, όμορφο και αλλιώτικο μεν, με κόσμο, ωστόσο, ιδιαίτερο και διαφορετικό. Προφανώς το ζήτημα θα βρεθεί στην επικαιρότητα από την Πέμπτη, λόγω της παρουσίας του κ. Ερντογάν στην Γενεύη για την διεθνή συνδιάσκεψη. Στα θετικά στοιχεία μπορούμε ακόμα να προσθέσουμε και την καλή σχέση εμπιστοσύνης του Προέδρου της Τουρκίας με τον .κ. Ακιντζί, η οποία σφυρηλατήθηκε λόγω της στάσης του τελευταίου κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.

Μια μικρή αναδρομή

Οι τελευταίες συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού δεν είναι ασφαλώς οι πρώτες, όπως ακριβώς και το πρόβλημα στην Κύπρο δεν ξεκίνησε το 1974. Το κυπριακό ξεκίνησε το 1955 ως αίτημα της ελληνοκυπριακής κοινότητας προς τη Βρετανία για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Με την βοήθεια και του βρετανικού παράγοντα, το ζήτημα μετατράπηκε σε διακοινοτικό, αλλά και ελληνοτουρκικό, ενώ προσωρινή- όπως αποδείχθηκε- λύση δόθηκε το 1959 με τις συμφωνίες Ζυρίχης–Λονδίνου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1963 ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις που οδήγησαν στην αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την συμμετοχή τους στην διοίκηση του κράτους, τον περιορισμό τους σε γεωγραφικούς θύλακες εντός της Κύπρου και στην διχοτόμηση της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Το 1974, μετά το πραξικόπημα που οργάνωσε η ελληνική χούντα κατά του Μακαρίου, έγινε εισβολή στο νησί από την εγγυήτρια Τουρκία, η οποία κατέληξε σε κατοχή του 40% περίπου του νησιού από τα τουρκικά στρατεύματα. Το 1983, ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς ανακήρυξε τα κατεχόμενα ανεξάρτητο κράτος, πράξη που αναγνωρίζει έκτοτε μόνο η Τουρκία.


Οι συνομιλίες για την επίτευξη λύσης στο πρόβλημα ξεκίνησαν ήδη από το 1968 με συνομιλητές τους Κληρίδη και Ντενκτάς, ενώ μετά την εισβολή, το 1977 οι Μακάριος και Ντενκτάς συμφώνησαν καταρχήν πως μια μελλοντική συμφωνία επίλυσης θα βασίζεται στο μοντέλο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, γεγονός που αποτελεί και τον πυρήνα της επιδιωκόμενης σήμερα συμφωνίας. Οι δύο κοινότητες έφτασαν πιο κοντά από ποτέ στην επίλυση του προβλήματος το 2004, με την υποβολή του σχεδίου Ανάν, το οποίο προέβλεπε λύση παρόμοια με αυτή που τώρα ετοιμάζεται. Το σχέδιο απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά και δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι τότε η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Τάσσο Παπαδόπουλο ήταν αρνητική στην ψήφιση του σχεδίου και η ελληνική κυβέρνηση αδιάφορη (πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής,) έως αρνητική (ΥΠΕΞ Πέτρος Μολυβιάτης).

Το Κυπριακό είναι από τη στιγμή που εμφανίστηκε το 1955 μέχρι σήμερα το βασικό αγκάθι και το βασικό σημείο τριβής στα ελληνοτουρκικά. Μετά το 1955 διαταράσσονται απότομα οι επί ένα τέταρτο του αιώνα (μετά τη συμφωνία Βενιζέλου Ατατούρκ το 1930) αγαθές ελληνοτουρκικές σχέσεις, και δεν θα αποκατασταθούν πλήρως ποτέ. Μόνο την τελευταία δεκαπενταετία υπήρξε σχετική βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών, η οποία και πάλι συνδέεται με την πρόοδο στις συνομιλίες για την λύση του Κυπριακού.

Το Κυπριακό προκάλεσε και μία άλλη παράπλευρή αλλά σημαντική ζημία που συνήθως δεν συζητείται. Το πρόβλημα της Κύπρου δεν ήταν ασφαλώς η γενεσιουργός αιτία, η οποία είναι βαθύτερη, Ωστόσο το Κυπριακό έδωσε μια πρώτης τάξεως αφορμή και την ευκαιρία στις τότε τουρκικές κυβερνήσεις να πιέσουν, να εκδιώξουν με διάφορους τρόπους και εν τέλει να αποδεκατίσουν την ελληνορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης της Ίμβρου και της Τενέδου. 1955, 1964, 1974 είναι χρονολογίες σταθμός και για την εξέλιξη του Κυπριακού και για την μοίρα της Ρωμιοσύνης στην Τουρκία.


Επιστρέφοντας στο σήμερα θα παρατηρήσουμε δύο τάσεις εντός της ελλαδικής και της ελληνοκυπριακής κοινής γνώμης. Η πρώτη εργάζεται για την λύση προωθεί και υποστηρίζει τις διαπραγματεύσεις των δύο ηγετών και επιδιώκει αυτές να τελειώσουν με συμφωνία οριστική στο τέλος της διασκέψεως της Γενεύης μετά από λίγες μέρες.

Η δεύτερη αντιτίθεται στην λύση που προωθείται αυτή τη στιγμή, επιθυμεί την επιστροφή στο προ της εισβολής του 1974 στάτους με αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και επιστροφή των εδαφών και όλων των προσφύγων στα σπίτια τους και ως δεύτερη επιθυμητή λύση προωθεί την διατήρηση του σημερινού στάτους.

Είναι προφανής, κατά την άποψή μου, ο μαξιμαλιστικός και ανεδαφικός χαρακτήρας της τάσης αυτής, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να την αναλύσουμε ιδιαιτέρως. Σημειώνω μόνο πως μια ακόμα αποτυχία των διαπραγματεύσεων μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις που θα δημιουργήσουν νέα τετελεσμένα. Η Τουρκία δεν έχει κρύψει την σκέψη της για προσάρτηση των κατεχομένων, και αυτό θα είναι πλήγμα χειρότερο από την κατοχή, θα οδηγήσει σε οριστική διχοτόμηση του νησιού και θα είναι καταστροφικότερη αν συνοδευτεί από μία διπλή προσάρτηση, όπως κάποιοι ακόμα και στην Ελλάδα έχουν προτείνει ως λύση.

Η πρώτη τάση, η συμφωνία για λύση δηλαδή, είναι η μόνη λογική και ευκταία εξέλιξη. Προϋποθέτει όμως έναν γενναίο συμβιβασμό και από τις δύο πλευρές.

Η μια πλευρά θα αναγκαστεί να δώσει στην άλλη μέρος των εδαφών που κατέχει, εδάφη μάλιστα που έχουν κατακτηθεί με πόλεμο. Η άλλη θα παραχωρήσει στην πρώτη μέρος από την εξουσία της και δεν θα διεκδικεί πλέον το μονοπώλιο στην διοίκηση της χώρας. Όλοι μπορούν να βγουν από μία τέτοια συμφωνία κερδισμένοι. Το νησί θα ενωθεί ξανά, οι δύο κοινότητες θα αρχίσουν να συνυπάρχουν, πολλοί πρόσφυγες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους, όλοι οι υπόλοιποι θα αποζημιωθούν πλήρως για τις περιουσίες που έχασαν, κάποιοι έποικοι θα φύγουν. Και κάτι πολύ βασικό. Με την λύση θα αποχωρήσουν, νωρίτερα ή αργότερα, τα ξένα στρατεύματα από το νησί, και κυρίως τα τουρκικά στρατεύματα που κατέχουν το βόρειο κομμάτι της Κύπρου

Οι πιθανότητες για οριστική συμφωνία ή για αποτυχία των συνομιλιών της Γενεύης είναι μοιρασμένες. Ωστόσο οι μεγάλες προσπάθειες και τα σημαντικά βήματα που έγιναν ως τώρα από τους δύο ηγέτες, καθώς και το ένστικτο αυτοσυντήρησης των δύο κοινοτήτων, μας κάνουν μα βλέπουμε θετικά την εξέλιξη των συνομιλιών και να θεωρούμε πιθανό πως μια συμφωνία για επίλυση του προβλήματος, εκεί γύρω στα τέλη της εβδομάδας , είναι όχι μόνο ευκταία, αλλά και εφικτή.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση