ΑΠΟΨΕΙΣ
Πως ''έφτιαξε'' ο Θεός τον τόπο μας
Πήρα μια βαθιά ανάσα κοιτώντας κατα το Νοτιά κι ένοιωσα σα να ψήλωνα
Του Δημήτρη Καρατζάνη
Παλιότερα ήμουν συχνός περιπατητής της λεωφόρου ''by pass''.Θες όμως γιατί τα χρόνια βάρυναν τα πόδια ,θες γιατί πλήθυναν οι περιπατητές ,την επισκέπτομαι πια αραιά και που και, κύρια, όταν η αυπνία με διώχνει απ το κρεβάτι σχεδόν αξημέρωτα.
Ηταν λοιπόν μια τέτοια μέρα την προηγούμενη βδομάδα, που κίνησα για τη συνηθισμένη διαδρομή.Ο ήλιος δεν είχε ακόμα προβάλλει στον ορίζοντα ,,προανάγγελνε όμως τον ερχομό του, βάφοντας τις κορφές των Λασιθιώτικων βουνών με κείνο το βαθύ χρυσοκόκκινο χρώμα.που προηγείται της ανατολής του
Παρά την πρόβλεψη του δελτίου καιρού που προειδοποιούσε για ανέμους.
κείνη την ώρα βασίλευε απόλυτη άπνοια..Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το σιγανό μουρμούρισμα της θάλασσας πούσβηνε νωχελικά στα χορταριασμένα βράχια ,κι ο έλαφρύς θόρυβος απ τη μεριά της πόλης που σιγά -σιγά ξύπναγε τυλιγμένη στην πρωινή αχλύ .
Πήρα μια βαθιά ανάσα κοιτώντας κατα το Νοτιά κι ένοιωσα σα να ψήλωνα τόσο, όσο τουλάχιστον κι ο θρυλικός θεός, ο Δίας, που ξαπλωμένος απ Ανατολή σε Δύση ,φαινόταν ν αναπαύεται στο νοτικό έβγα της πόλης
Έφθασα στο τέρμα της διαδρομής κι ανέβηκα την τσιμεντένια σκάλα εκεί που τελειώνει το πλάτωμα.Ο ήλιος είχε ξεφύγει πια από τους όγκους των βουνών που εμπόδιζαν το ανέβασμα του και το πρώτο του τσουλούφι ,περήφανο και γελαστό ,πρόβαλε πάνω απ τις κορφές τους.
Στάθηκα στην άκρα της σκάλας, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Πήρα μερικές βαθιές αναπνοές και νιώθοντας μια σχεδόν ευτυχισμένη διάθεση ,άρχισα να σιγομουρμουρίζω ένα χαρούμενο σκοπό .
Σαν πολύ κεφάτος δείχνεις ελόγου σου ,ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή σχεδόν δίπλα μου..Γύρισα ξαφνιασμένος.Ένα άτομο απροσδιόριστης ηλικίας καθόταν άκρη άκρη στο μόλο μένα καλάμι του ψαρέματος στο χέρι και με κοίταζε.
Συγχώρα με, του είπα ,δεν ήθελα να σ ενοχλήσω ,μα με τέτοια όμορφιά δε μπόρεσα να κρατηθώ
.Ξύνισε τα μούτρα του.Απορώ που την είδες την ομορφιά ,απάντησε .Μια αυθαιρετούπολη είμαστε που ο καθένας κάνει ότι του κατέβει και βάφομε κάθε μέρα με αίμα την άσφαλτο.Άλλωστε,δε μπορεί , θα ξέρεις κι ι εσύ την ιστορία που λέει, πως όταν ο θεός έπλασε τον κόσμο, του είχανε περισσέψει κάποιες πέτρες, που, μην ξέροντας τι να τις κάνει, τις έριξε στη θάλασσα κι έτσι έγινε η Ελλάδα.Γι αυτό,όπως λένε , είμαστε τόσο ...προγραμματισμένοι και... οργανωτικοί ως λαός.
Δε ξέρω που άκουσες αυτή την ιστορία ,τον έκοψα ,μα είναι πέρα για πέρα λάθος Μια, ακόμα, δικαιολογία για τα κουσούρια μας . Άκου λοιπόν μια άλλη ιστορία ,που ξέρω εγώ για τον τόπο μας .
Πράγματι, όταν ο θεός έπλαθε τον κόσμο εμάς μας ...εξέχασε. Κατάλαβε όμως γρήγορα το λάθος του κι άρχισε να ψάχνει τρόπο για να το διορθώσει .Μην έχοντας όμως άλλο τόπο εύκαιρο ,αποφάσισε τελικά να μας βολέψει με ένα κομμάτι γης που είχε κρατήσει για τον εαυτό του,για να πηγαίνει δηλαδή εκεί , να ξεκουράζεται .
Όταν όμως έμαθαν αυτή του την απόφαση του οι άγγελοι άρχισαν να διαμαρτύρονται .
Μα δώσατε τον καλύτερο τόπο της γης ,Πάνσοφε, σ αυτούς τους φασαριόζους τους Έλληνες που τρώγονται συνέχεια μεταξύ τους.Αυτό είναι άδικο,του είπαν
Μη βιάζεστε ,τους έκοψε ο θεός.Δεν προσέξατε ότι σ αυτούς τους φασαριόζους ,όπως σωστα λέτε, έβαλα γείτονες τους Τούρκούς. Κι αν αν δεν σταματήσουν τη φαγωμάρα μεταξύ τους,κάποια στιγμή,εκείνοι θα τους κάνουν μια χαψιά .
Μωρέ σα να χεις δίκιο, ,είπε ο συνομιλητής μου ξύνοντας την κεφαλή του .Κι απ ότι καταλαβαίνω δηλαδή, όσοι δικοί μας ρίχνουν το σπόρο του διχασμού ,με συνθήματα του τύπου ''΄η εμείς ή αυτοί ''και ΄΄η τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν.'',δεν παίζουν μόνο το παιχνίδι των Τούρκων, αλλά προκαλούν και την οργή του Θεού.
Πουλιά στον αέρα πιάνεις, του απάντησα και πήρα το δρόμο του γυρισμού.