ΑΠΟΨΕΙΣ
Πλάκα στην...Πλάκα
Στο βάθος η θάλασσα δροσερή, από τον ήλιο αστραφτερή, σε καλεί να χαθείς στα νερά της, στον ήρεμο, ξέγνοιαστο κόρφο της, για να σε απαλλάξει από τη ζέστη, τις έγνοιες, να ταξιδέψει το δικό σου καράβι.
της Μαρίας Λιονάκη
-«Παναγιώτη, δε θα’ ρθεις να πάρεις κι εσύ κάτι;» λέει φωναχτά με στριγγή φωνή, με συγκρατημένο θυμό η κυρία, η μεσήλικη, μα καλά διατηρημένη, με το λουλουδάτο τιραντέ φόρεμα και το ψάθινο καπέλο. Στον Παναγιώτη, που κατά τα εικότα είναι ο άντρας της. Ευτυχής ή δυστυχής. Χρόνια πολλά μάλλον. Μπροστά στο ανοιχτό πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου που χάσκει σα στόμα θαλάσσιου κήτους, να την καταπιεί. Στο παραθαλάσσιο, παρασκονισμένο παρκινγκ της Πλάκας, στην Ελούντα…
Η λουλουδάτη εκνευρισμένη κυρία έχει κρεμασμένη στον αριστερό της ώμο τσάντα θαλάσσης, διαφημιστική, που μάλλον φιλοξενεί πετσέτες και αντηλιακά. Ήσυχα. Ακουμπά με το αριστερό της χέρι τεντωμένο , σε άκαμπτη στάση, το διάπλατα ανοιγμένο πορτ μπαγκάζ , είναι μισογυρισμένη στο πλάι, με το πόδι προτεταμένο σαν αρχαίο άγαλμα και κοιτάζει, πότε τον Παναγιώτη που προπορεύεται βιαστικός, στον κόσμο του, πότε το φορτίο του αυτοκινήτου, της μέρας της. Χτυπά ρυθμικά, με τέμπο, εμφανώς εκνευρισμένη, το πόδι με τη χρωματιστή πλαστική σαγιονάρα στο χώμα. Όπως η πιανίστας το πεντάλ ποδιού του πιάνου, κατά τη διάρκεια κοντσέρτου. Που περιλαμβάνει ακόμα πνευστά και έγχορδα.
Θεατής εγώ της σκηνής ψάχνω κάδο να πετάξω το άδειο κυπελλάκι του καφέ. Ελαφρύς και χαλαρός, χαριτωμένος, με βήμα αεράτο, πηδηχτό, αμέριμνος σαν παιδάκι, παρορμητικός σαν έφηβος, χαρούμενος, τραβάει μπροστά ο Παναγιώτης. Κουνάει τα άδεια του χέρια, δεξιά, αριστερά, με τέμπο. Σαν μαθητής, στρατιώτης στην παρέλαση. Με την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού σημαία. Ανυποψίαστος για τις διαταγές του λοχία του, το φταίξιμο. Φοράει τη βερμουδίτσα του την πορτοκαλί με τις στρατιωτικές τσέπες, με τα αυτοκόλλητα κλιπ, τα έντονα γαζιά. Τη μπλε μπλουζίτσα του, τη δροσερή , την ασορτί με τον τόπο προορισμού του κι ένα καπέλο λευκό σαν το γλάρο που διέσχιζε εκείνη την ώρα τον ουρανό πάνω από την ακτή, μάρτυρας, όπως κι εγώ, της σκηνής…
Στο βάθος η θάλασσα δροσερή, από τον ήλιο αστραφτερή, σε καλεί να χαθείς στα νερά της, στον ήρεμο, ξέγνοιαστο κόρφο της, για να σε απαλλάξει από τη ζέστη, τις έγνοιες, να ταξιδέψει το δικό σου καράβι. Παναγιώτη σε παρακαλώ γύρνα πίσω! σκέφτομαι, ακίνητη, προσηλωμένη να παρατηρώ εγώ.
Το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ του σταθμευμένου αυτοκινήτου, το ξεχειλισμένο. Που περιελάμβανε ένα ψυγείο παραλίας , που λίγο υπολειπόταν σε μέγεθος αυτό του σπιτιού, μια ομπρέλα θαλάσσης, καρέκλες, φουσκωτά μαξιλάρια, τραπέζι παραλίας κι ένα σωρό άλλα πλακωμένα είδη. Τι σου φταίει κυρία μου - σκέφτομαι σκωπτικά διασκεδάζοντας εγώ- ο Παναγιώτης που κουβάλησες το σύμπαν, τη γη και τους άλλους πλανήτες, τον ήλιο, το φεγγάρι και τα άστρα για να κάνεις ένα μπάνιο; Τι σου φταίει ο ανέμελος Παναγιώτης που δεν το έχει με την πρόβλεψη, με την οργάνωση τόσο, αλλά έτσι είναι; Που ενδεχομένως τον έφερες άθελα του σήμερα, κακήν κακώς, που ίσως αλλιώς, αλλού, ήθελε να περάσει τη μέρα του; Ρωτάς, αν ήθελε σήμερα θάλασσα ο άνθρωπος και μάλιστα τύπου μετακόμιση, τύπου survivor; Με τέτοια κάψα ο καψερός;
-Ναι, ναι! πες Παναγιώτη, για το καλό σου… Απαντώ με τη σκέψη μου εγώ, στην ερώτηση της κυρίας, καθώς νοερά τον υποστηρίζω, φοβούμενη παράλληλα τον επαπειλούμενο πόλεμο, τη σύρραξη, που αν ξεσπούσε, υπήρχε πιθανότητα να εξαπλωθεί στην ευρύτερη περιοχή του Λασιθίου και να γενικευτεί σε ολόκληρη την Κρήτη.
–Ναι έρχομαιιι! Απαντά δυνατά, παρατεταμένα, μετά από κάποια καθυστέρηση, αναμενόμενη από την όλη στάση του, ο Παναγιώτης, με το σώμα και τη διάθεση σε μεταστροφή. Σα να ξύπνησε ξαφνικά, να θυμήθηκε! Να αναλογίστηκε τις ευθύνες του, τις συνέπειες. Ευτυχώς! Για να συνεχίσω κι εγώ το δρόμο μου ήσυχη και να πεταχτεί το αδειανό κύπελλο του καφέ, το έρμο, που απορούσε πού πήγαινε, αγωνιούσε τόση ώρα για την τύχη του στο χέρι μου.
Στο απόγειο του καλοκαιριού, στην Πλάκα της Ελούντας λοιπόν! Η ζέστη πολύ, ο κόσμος πολύς , μα τα αλμυρίκια λίγα. Έτσι τα μοιραζόμασταν. Από λίγο ο καθένας, πότε ό ένας, πότε ο άλλος. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι λουόμενοι μοιράζονται πράγματα, κοινωνικοποιούνται, έρχονται πιο κοντά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, γυρίζουν και μαθαίνουν οικογενειακές ιστορίες, χούγια, χαρακτήρες, συμπεριφορές, ο ένας του αλλουνού, γνωρίζονται, ανέχονται.
Δυο παιδιά συνοδευόμενα από μια κυρία, μόλις αφίχθησαν στον ελάχιστο άδειο χώρο μπροστά μου, κάτω από το κοινόχρηστο αλμυρίκι. Δε σταματάνε στιγμή να μαλώνουν.
–Δώσε μου τη μάσκαα! λέει το αγόρι.
- Όχι δε στη δίνω, είναι δική μου! απαντά άγρια το κορίτσι…
-Για λίγο μόνο, δώσε μου την! επιμένει το αγόρι…
- Όχι, ας μην ξόδευες τα λεφτά σου αλλού, να αγόραζες κι εσύ μίαα!» ξαναλέει ανυποχώρητο το κορίτσι.
Αφήνω το βιβλίο μου στο πλάι απογοητευμένη. Δεν είναι γραφτό μου να ησυχάσω σήμερα, να διαβάσω . Κάποια στιγμή αργότερα, αφού κολύμπησαν, στέγνωσαν, κολάτσισαν, μάλωσαν, συμφιλιώθηκαν και ξαναμάλωσαν λέει το κορίτσι με ενθουσιασμό, με τη θηλυκή του ροπή προς τη γυμναστική στην κυρία που το συνόδευε: -Θεία να κάνουμε λίγες ασκήσεις yoga; «Ναι, yoga!» σκέφτομαι εγώ και γελώ, ενώ ξαναπιάνω το βιβλίο με ελπίδα.
Ο Ιούλιος ξέγνοιαστος, αμέριμνος, ανύπαντρος μήνας, χωρίς παιδιά, ήδη ταξιδεύει με το καράβι του στη θάλασσα του χρόνου. Κι εμείς έχουμε διάθεση να ξεκουραστούμε, να χαλαρώσουμε, να γελάσουμε, αλλά και να ρεμβάσουμε, να θυμηθούμε…
Η Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών απέναντι μας. Κιτρινισμένο καρτ ποστάλ αλλοτινής, μακρινής εποχής, αρχαίας σχεδόν. Σημάδι στη θάλασσα, στο χρόνο, στην ιστορία. Ανάγλυφο, αιώνιο, ακατάλυτο, με σκέψη τώρα ανεξιχνίαστη. Γαλήνιο και μεγαλόπρεπο, σα σεβάσμια, πολύπαθη κυρά κι αρχόντισσα . Πίνακας με προοπτική, φωτοσκιάσεις, συλλεκτικός, ταλαντούχου ζωγράφου. Παρατηρητής της ζωής, του κόσμου, όλων εμάς απέναντι. Μοιάζει με σεντούκι, με κειμήλιο, με πολύτιμη πέτρα. Με εκκλησία. Τυλιγμένο με την αχλύ μυστηρίου, πολυθρύλητο, πολυβασανισμένο, κυκλωμένο από τη ρυτιδιασμένη θάλασσα, προστατευμένο απ' το φύλακα, τον πατέρα ουρανό.
Άλλοτε βογκά, χαμηλώνει το βλέμμα, χαϊδεύει απαλά με τα ακροδάχτυλα τα άσβηστα , βαθιά σκαλίσματα του προσώπου του, τα εντελώς δικά του, κυρτώνει το σώμα να συρρικνώσει τον πόνο, να βρει ο νους κι η ψυχή αποκούμπι, λησμονιά κι άλλοτε δε μιλά, δε βογκά, κρατά την ιδιωτικότητά του, επτασφράγιστα κλεισμένα τα μυστικά του, τον πόνο του, ενός λεπτού σιγή για να τιμήσει τους νεκρούς του. Τις νύχτες, όταν δεν το βλέπει κανείς, ανάβει τη λάμπα, το καντήλι και γράφει την αυτοβιογραφία του, τις σελίδες της ζωής του. Για να μην ξεχάσει κανείς, μην ξεχαστεί .Αναθυμάται περήφανα παλιές ιστορίες που δικαιώνουν την τεράστια, ηρωική δύναμη που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος.
Ξερή η γη του, το χώμα του, όπως φαίνεται από μακριά, όπως το παρατηρώ. Με πέτρες, λιγοστά δέντρα, στερημένα το νερό, απότιστα. Όπως έζησε κάθε ζωή εκεί. Απότιστη. Λιγοστά και τα σπίτια. Στέκουν καρτερικά, όπως έμαθαν από τους ανθρώπους τους. Με ξεφλουδισμένους τοίχους, μόνα, χωρίς πόρτες, παράθυρα. Χωρίς μέλλον, ζωή, προοπτική. Απ’ τα αδειανά κουφώματά τους μπαινοβγαίνουν οι μνήμες, ο αέρας. Ελεύθερα. Σαν τις ψυχές των πονεμένων, αγέλαστων ανθρώπων που έζησαν κάποτε εκεί, που υπέφεραν, μαρτύρησαν. Απόκληροι, αποδιοπομπαίοι, διωγμένοι του κόσμου, της ζωής, της χαράς. Ζωντανοί κι όμως νεκροί, θαμμένοι. Ψυχές που πάντα επιστρέφουν εκεί. Για να προσκυνήσουν το χώρο.
Η θάλασσα ενώνει τους δυο τόπους, που χώριζε παλιά, η σκέψη μου ενώνει το παρόν με το παρελθόν, κάνει το ταξίδι στο χρόνο με τιμή, όπως πρέπει σε άγιο τόπο, αυτή την ιδιαίτερα ζεστή μέρα του Ιουλίου, που το αστείο συνταίριαξε ιδιότυπα με το σοβαρό.