ΑΠΟΨΕΙΣ
Περί Εκκλησίας και Θαυμάτων
Τα θαύματα είναι επεμβάσεις του Θεού στη ζωή των ανθρώπων που δεν γίνονται «κατ’ εντολήν» ούτε και εκβιαστικά
Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Όσα είδαμε στους τηλεοπτικούς δέκτες και διαβάσαμε στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο σχετικά με τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη από τη λεγόμενη «Εκκλησία των εθνών» (θαύματα, θεραπείες, εξορκισμοί) συνιστούν μια ευκαιρία να μιλήσουμε για το θέμα των «εκκλησιών» και των θαυμάτων. Διότι όσα είδαμε δεν είναι απλώς μια γραφικότητα ή ο παραλογισμός κάποιων επιτηδείων που θέλουν να εμφανίζονται σαν νέοι Μεσσίες. Είναι ένα φαινόμενο στο οποίο εμπλέκονται και παρασύρονται και απλοί άνθρωποι, που κινδυνεύουν ηθικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και, ίσως, οικονομικά (αυτό θα το μάθουμε, όταν γίνει γνωστό από πού αντλούν τα έσοδά τους οι ιδρυτές της εν λόγω «εκκλησίας». Για το λόγο αυτό, δεν είναι άνευ σημασίας ένας σχολιασμός του φαινομένου.
«Εκκλησία των εθνών» αποκαλούν την οργάνωσή τους οι οπαδοί της. Όμως, σύμφωνα με το ανακοινωνθέν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «πρόκειται περί αυτονόμου νεοπεντηκοστιανής οργανώσεως, η οποία πραγματοποιεί τελετές σε κεντρικά σημεία μεγάλων πόλεων προς εντυπωσιασμό και προσέλκυση ανθρώπων». Επομένως, δεν πρόκειται για «εκκλησία», η χρήση δηλαδή του όρου γίνεται καταχρηστικώς. Είναι γνωστό ότι ο προτεσταντικός χώρος είναι διαιρεμένος σε πολλές μικρές οργανώσεις, κυρίως στην Αμερική, όπου ο καθένας έχει τη δυνατότητα, υπό κάποιους όρους, να ιδρύει την «εκκλησία» του. Επίσης, είναι γνωστό πόσες φορές οι ηγέτες των «εκκλησιών» αυτών παρέσυραν τους οπαδούς τους σε πράξεις εξωφρενικές, ακόμη και σε ομαδικές αυτοκτονίες ή και σε απώλεια των περιουσιών των. Εδώ απαιτείται να πούμε δυο λέξεις για την έννοια της Εκκλησίας. Ο όρος είναι αρχαιοελληνικός (από το ρ. εκκαλώ= προσκαλώ) και σήμαινε τη συνέλευση των πολιτών για τη λήψη σημαντικών για την πόλη τους αποφάσεων. Μετά τη διάλυση των πόλεων- κρατών, τον όρο υιοθέτησε ο χριστιανισμός. Στις επιστολές του ο απόστολος των εθνών Παύλος χρησιμοποιεί συχνά τον όρο για τις συνάξεις των χριστιανών σε κάθε πόλη. Έτσι π.χ. συναντούμε την εκκλησία του Θεού «τῇ οὔσῃ έν Κορίνθῳ» (Α΄Κορ. 1,2) ή την εκκλησία των Θεσσαλονικέων (Α΄ Θεσ. 1,1), ενώ και στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται λόγος για τον μέγα διωγμό που έγινε «ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ἱεροσολύμοις» (8,1). Οι πιστοί που απήρτιζαν τις εκκλησίες αυτές είχαν την κοινή πίστη και την κοινή πράξη της Θείας Ευχαριστίας, που στηριζόταν στη διδασκαλία του Παύλου και των λοιπών αποστόλων, αλλά και τους επισκόπους που χειροτόνησαν οι απόστολοι, γύρω από το πρόσωπο των οποίων ενοποιήθηκαν οι τοπικές εκκλησίες. Έτσι διασφαλιζόταν η ενότητα της Εκκλησίας (η Εκκλησία είναι μία) και η αποστολικότητά της, επειδή στη βάση της έχει τους αποστόλους του Χριστού, που είναι οι αυθεντικοί και αυτήκοοι μάρτυρες της διδασκαλίας Του. Επιπλέον, σύμφωνα και με το Σύμβολο της Πίστεως, η Εκκλησία είναι Αγία, επειδή αρχηγός της είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και επειδή εντός της ενοικεί το Άγιο Πνεύμα που αγιάζει τα πάντα. Είναι ακόμη καθολική, επειδή επεκτείνεται σε όλο τον κόσμο χωρίς διακρίσεις, προπάντων όμως επειδή αποτελεί ένα ενιαίο όλο που εδράζεται πάνω στην αυθεντικότητα της χριστιανικής διδασκαλίας, σε αντίθεση με τις αιρέσεις και τα σχίσματα που διασπούν και κατακερματίζουν την ενότητα αυτή. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κοινός δεσμός που ενοποιεί και ενώνει αδιάσπαστα τις τοπικές εκκλησίες είναι η κοινή πίστη, η κοινή παράδοση, η κοινή λατρεία, η κοινή διοίκηση. Όλα αυτά διαφυλάσσουν την καθολικότητα και αναδεικνύουν την ενότητα της Εκκλησίας.
Αν δούμε τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά της δισχιλιετούς παράδοσης και πίστης της Εκκλησίας, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι επιμέρους οργανώσεις που εμφανίζονται τάχα ως «εκκλησίες», δεν είναι τίποτε από αιρετικές και σχισματικές ομάδες που διασπούν την ενότητα και την καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει βιώσει κι έχει ερμηνεύσει την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος εδώ και είκοσι αιώνες και την έχει ποτίσει με το αίμα εκατομμυρίων μαρτύρων σε όλες τις εποχές. Γύρω από αυτή τη βιωμένη αλήθεια έχει χτιστεί κι έχει πορευτεί στους αιώνες. Αυτής της αλήθειας κοινωνοί είμαστε και σήμερα και θα είναι οι χριστιανοί όλων των αιώνων. Το να εμφανίζονται τώρα κάποιοι από το πουθενά και να λένε ότι ξαφνικά βρήκαν μια άλλη «χριστιανική» αλήθεια, για την οποία μάλιστα θέλουν να μας πείσουν με «θαύματα» και τσαρλατανισμούς, αυτό από μόνο του αποδεικνύει πόσο ευήθεις είναι. Εκείνο που πρέπει να μας λυπεί είναι ότι υπάρχουν συνάνθρωποί μας που παρασύρονται χωρίς σκέψη, χωρίς καν να υποψιάζονται τι τυχόν κρύβεται πίσω από τέτοιες καταστάσεις. Από την άλλη, είναι επίσης λυπηρό πόσο λίγο γνωρίζουμε την πίστη μας, πόσο λίγο γνωρίζουμε την παράδοσή μας. Εδώ θα ήθελα να πω και κάτι άλλο. Ο όρος «εκκλησία», όπως είδαμε, υιοθετήθηκε από τον χριστιανισμό και σχετίζεται με τη σύναξη των πιστών που αποδέχονται τη δογματική και ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας, την παράδοση και τη λατρευτική της πράξη. Επομένως, η Εκκλησία και μόνον αυτή πρέπει να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του όρου και να μην μπορεί ο καθένας να αποκαλεί αυθαίρετα μια αιρετική οργάνωση ως «εκκλησία». Το copyright δηλαδή του όρου πρέπει να το έχει η Εκκλησία και μόνον αυτή. Παράδοξο και υπερβολικό, θα πει κάποιος. Όμως, εδώ μαλώνουμε για την ονομασία της φέτας. Γιατί να μην υπερασπιστούμε κάτι που αφορά την ταυτότητα και τον πολιτισμό μας;
Έρχομαι τώρα στο θέμα των θεραπειών, των εξορκισμών και άλλων θαυμάτων, που λένε ότι επιτελούν στο όνομα του Χριστού οι «αρχηγοί» της οργάνωσης. Για να απαντήσω στο θέμα αυτό θα προσφύγω στην Κ. Διαθήκη και στα θαύματα του Χριστού. Από τα Ευαγγέλια πληροφορούμαστε ότι πράγματι ο Χριστός έκανε θαύματα, ανασταίνοντας ή θεραπεύοντας ανθρώπους. Εκείνο που παρατηρούμε είναι: α) Ο Χριστός ζητεί από τους θεραπευθέντες να κρατήσουν κρυφό το γεγονός ότι Εκείνος τους θεράπευσε (Ματθ. 8,4. Ματθ. 9,30. Μαρκ. 8,22 κ.ά). β) Η θεραπεία συνδέεται πάντα με την πίστη των θεραπευομένων και συνοδεύεται από την άφεση των αμαρτιών και την προτροπή οι θεραπευθέντες να μην αμαρτάνουν πλέον ((Λουκ. 5,20. Ιωάν. 5,14 κ.ά. )και γ) ο Χριστός θεράπευε όχι μόνο «πᾶσαν νόσον» αλλά και «πᾶσαν μαλακίαν», που σημαίνει ότι θεράπευε όχι απλώς τις ασθένειες του σώματος αλλά και τις πνευματικές αδυναμίες (εδώ περιλαμβάνονται και η ανοησία και η βλακεία. Εξάλλου οι λέξεις «μαλακία» και «βλακεία» από ετυμολογική άποψη έχουν την ίδια ρίζα)
Τι κάνουν τώρα οι οπαδοί της νεοπεντηκοστιανής οργάνωσης που θέλουν να την αποκαλούν «εκκλησία των εθνών»; Ακριβώς τα αντίθετα από όσα έπραττε ο Χριστός: διατυμπανίζουν τα «θαύματά» τους στους δρόμους και στις πλατείες, τα οποία προβάλλουν με κάθε τρόπο, πράγμα που είναι προφανές ότι αποσκοπεί στον προσηλυτισμό και όχι στη σωτηρία που ζητούσε ο Χριστός με το «μηκέτι αμάρτανε», με το οποίο παρότρυνε τους θεραπευομένους. Όσον αφορά στο τρίτο σημείο, δυστυχώς δεν το πρόσεξαν οι αρχηγοί της εν λόγω «εκκλησίας», ώστε να θεραπεύσουν πρώτα τη δική τους ανοησία, προτού προβούν σε αυτές τις πράξεις, που θυμίζουν Μεσαίωνα, όταν ο κόσμος ήταν γεμάτος δεισιδαιμονίες και όταν οι τσαρλατάνοι ζούσαν σε βάρος των ανθρώπων.
Τα θαύματα είναι επεμβάσεις του Θεού στη ζωή των ανθρώπων που δεν γίνονται «κατ’ εντολήν» ούτε και εκβιαστικά (δίνω στο Θεό για να μου ανταποδώσει). Χρειάζεται πίστη, δηλαδή εμπιστοσύνη, στο Θεό: αφήνω τα πράγματα σ’ Εκείνον, όχι περιμένοντας παθητικά την εξ ουρανού βοήθεια, αλλά εργαζόμενος και αγωνιζόμενος στην εργασία και σε ό, τι είμαι ταγμένος, με την επίγνωση ότι δεν εξαρτώνται όλα από εμένα. Το θαύμα, όταν γίνει, γίνεται με σκοπό την αλλαγή και μεταμόρφωση του ανθρώπου και όχι για να επιδεικνύεται η δύναμη του «θαυματοποιού» ή ακόμα και η δύναμη του ίδιου του Θεού. Ο χριστιανικός Θεός είναι ο Θεός του Πάθους και του Σταυρού, είναι Εκείνος που, όπως λέει ο Παύλος, η δύναμή Του «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄Κορ. 12,9). Δεν πιστεύω στο Θεό επειδή κάνει θαύματα, αλλά επειδή τον αγαπώ, όπως Εκείνος αγαπά εμένα. Αυτή είναι η αλήθεια. Όποιος θέλει να επιδεικνύει κραυγαλέα την πίστη του στους δρόμους και στις πλατείες και να διατυμπανίζει τη δύναμη του Θεού, λες και ο Θεός είναι ένας παντοδύναμος βασιλιάς και αυτοκράτορας, ξεχνώντας το Πάθος και το σταυρό Του, αυτός δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει, βρίσκεται εκτός των ορίων της αλήθειας, δηλαδή στην αίρεση.
Φωτογραφία από typosthes.gr