ΑΠΟΨΕΙΣ
Παναγιώτης Κανελλόπουλος: 35 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου Έλληνα
Ο Κανελλόπουλος με τη μετριοπάθειά του, την αυτοκριτική του διάθεση και το ήθος του που συνέτειναν στην απόδοση του χαρακτηρισμού του ως σοφού «Νέστορα», κατέστη μοναδικό φαινόμενο στον ελληνικό πολιτικό αλλά κυρίως στον πνευματικό βίο του 20ου αιώνα
Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη
Αν ο μελαγχολικός Σεπτέμβρης είναι ο μήνας του φευγιού μεγάλων μορφών του ελληνισμού όπως ο Μίκης, τότε αυτή η τυχαία διαπίστωση, ενισχύεται και από άλλες επετείους θανάτων. Σαν σήμερα πριν από 35 χρόνια έφυγε μια από τις μεγάλες μορφές της πολιτικής και του ελληνικού πνεύματος. Στη συνείδηση του γράφοντος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος -περί εκείνου πρόκειται- είχε από τα χρόνια της εφηβείας κιόλας, πάρει μια μυθική διάσταση, εξαιτίας του μνημειώδους έργου του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» που άρχισε να συγγράφει στην Κύθνο, τον τόπο εξορίας του από τη μεταξική δικτατορία. Ο Κανελλόπουλος έχοντας παίξει ένα σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας τον 20ο αι., (με κάποια αρνητικά που του χρέωναν αφού μέχρι το θάνατό του τον βάραινε η κουβέντα περί «Παρθενώνα» που ουδέποτε εκστόμισε για τη Μακρόνησο), παράλληλα αποτέλεσε ένα μοναδικό φαινόμενο του πνεύματος. «Το έργο του είναι πραγματικός ωκεανός. Η κοινωνιολογία του, η φιλοσοφία του, ο πολιτικός του στοχασμός, η γεωπολιτική του ανάλυση καλύπτουν ολόκληρους τόμους. Η δε «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» είναι ένας αληθινός κολοσσός. Ήταν μία εξαιρετικά σύνθετη, πολύπλοκη και αντιφατική προσωπικότητα. Η κατανόηση της ζωής και της δράσης του είναι δύσβατο εγχείρημα. Προϋποθέτει σχετική προπαίδεια, περίσκεψη και ενσυναίσθηση» λέει ο συγγραφέας της βιογραφίας του καθηγητής Μ. Μελετόπουλος.
Θυμάμαι ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όταν μαζί με άλλους ελάχιστους συμφοιτητές την «κοπανάγαμε» από το Πολυτεχνείο για να ακούσομε στις αγορεύσεις του, τον χειμαρρώδη πολιτικό άνδρα και πρώην πρωθυπουργό των ολίγων ημερών για δυο φορές. Παρά το ιδιόμορφο και κυρίαρχο κλίμα της μεταπολιτευτικής εποχής και του άρτι κυριευθέντος την κυβέρνηση «τριτοδρομικού σοσιαλισμού» (…αλήθεια τι έχει περάσει αυτή η χώρα!) υπήρχε κάποιος πολιτικός από τον καλούμενο αστικό χώρο που η γραφή του, ο λόγος του και η διάχυτη γύρω του ευγένεια με εντυπωσίαζαν, έχοντας και την προδιάθεση για το συγγραφικό του έργο. Ο εντυπωσιασμός, πέρασε γρήγορα στα όρια του ενθουσιασμού για έναν μεγάλο Έλληνα που θέλησε να «συνδυάσει το διάκονο του πνεύματος με τον αγωνιστή της πολιτικής, να δώσει στην πολιτική κάτι από την ευγένεια του πνεύματος και να εισφέρει στην υπηρεσία του πνεύματος κάτι από την πείρα του πολιτικού» όπως θα πει οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του ο πρόεδρος της Ακαδημίας Κων. Δεσποτόπουλος στο πρώτο ευρύ μνημόσυνο του πνευματικού κόσμου της χώρας για εκείνον.
Έτσι, η επιδίωξη της ακρόασης του ζωντανού λόγου του, μας οδηγούσε αρκετές φορές στα θεωρεία της Βουλής, απ’ όπου μπορούσαμε να θαυμάσουμε στα τελευταία χρόνια της πολιτικής και βιολογικής του ζωής έναν αληθινό πατριώτη πολιτικό, διανοούμενο, επιστήμονα, και μαχητή Έλληνα που υπήρξε τέκνο μιας μεγαλειώδους αλλά και τραγικής εποχής. Ενός πραγματικού «Νέστορα», τίτλο που δικαιωματικά είχε κερδίσει, και που έχαιρε του βαθύτατου σεβασμού από ολόκληρο τον Ελληνικό πολιτικό κόσμο. Ένα άνθρωπο που έζησε την εξόρμηση του Ελληνισμού προς την ολοκλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας» και την τραγική διάψευσή της που σήμανε το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου, ο οποίος ξεκίνησε με την απελευθέρωση του Γένους από τον οθωμανικό ζυγό.
Μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, παρά το διχαστικό κλίμα της εποχής (νομίζω το 1982), όταν ψηφιζόταν ν/σ για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης περιλαμβανομένων σε αυτή οργανώσεων όπως το ΕΑΜ–ΕΛΑΣ: Ο Κανελλόπουλος παρέμεινε στη αίθουσα του Κοινοβουλίου και ψήφισε υπέρ της κύρωσής του, αποδεικνύοντας έτσι τη διάθεσή του για εθνική συμφιλίωση και την οριστική επούλωση των διχαστικών τραυμάτων του παρελθόντος.
Δεν είχε μονάχα το πάθος της πολιτικής, είχε παράλληλα και το πάθος του στοχασμού και της πνευματικής δημιουργίας. Η σκέψη του, οι διαλογισμοί του, ο προβληματισμός του πάνω σε ποικίλα θέματα, πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά, μεταφυσικά και γενικά πνευματικά ήταν για τον Κανελλόπουλο μια εσώτατη ανάγκη. Αυτό ακριβώς ήταν που τον έκανε, ακόμη και σε δυσκολότατες ώρες, ακόμα και σε μέρες και σε νύχτες σκληρών κυβερνητικών καθηκόντων, να σηκώνεται νωρίς το πρωί για να γράψει. Ο Κανελλόπουλος, όπως ο ίδιος εξομολογείται στο βιβλίο του «Μεταφυσικής προλεγόμενα», δεν έλειψε ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα από το καθήκον του. Δεν έλειψε όμως, σχεδόν ούτε μια νύχτα από τα βιβλία του.
Αν η «κοινωνία των πνευμάτων» του αποκαλύφτηκε στο νησί της εξορίας του την Κύθνο, και σε ατέλειωτες ώρες ρέμβης και περισυλλογής, δεν έπαψε σε ολόκληρη τη ζωή του να αποζητά την αναστροφή του με το πνεύμα και με τους μεγάλους ή μικρότερους εργάτες που το εκφράζουν. Η ποίηση το δοκίμιο, η ιστοριογραφία, το θέατρο, ο διάλογος, το μυθιστόρημα, υπήρξαν μορφές πολυποίκιλης λογοτεχνικής δημιουργίας και τρόποι έκφρασης για την κοχλαστική πνευματική ιδιοσυγκρασία του ανδρός. Πόση αλήθεια τρομερή, αγεφύρωτη απόσταση και χάσμα τον χωρίζει από την πλειονότητα της σημερινής κοινοβουλευτικής εικόνας…
Ο Κανελλόπουλος, βίωσε το δράμα του εθνικού διχασμού και την εκτέλεση του αγαπημένου του πρωτοθείου, πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη. Όμως αυτό το γεγονός, δεν τον οδήγησε στο φανατισμό και το μίσος.
Με την αποστασιοποίηση του αληθινού πατριώτη και διανοούμενου, την ώρα της δικής του οικογενειακής τραγωδίας, καταδίκαζε την ακρότητα απ' όποια πλευρά κι αν προερχόταν. Είναι συγκλονιστικό το εκ βαθέων γράμμα του που έστειλε το 1972 στον Ηλία Βενέζη, όπου στοχάζεται επάνω στην ευθύνη των λαών και των ατόμων στην ώρα του ολέθρου. Εξίσου τον συνέτριβαν οι διαδοχικές απόπειρες δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και όπως ο ίδιος εξομολογούνταν, εκείνη ακριβώς την περίοδο που ο διχασμός βρισκόταν στην κορύφωσή του, αυτός εγκατέλειπε συνειδητά το αντιβενιζελικό στρατόπεδο και στη συνείδησή του διαμορφωνόταν η πεποίθηση πως η Ελλάδα είχε ανάγκη τη γρήγορη επούλωση των πληγών της περιόδου εκείνης και από ένα νέο ξεκίνημα.
Από τις αρχές της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Π. Κανελλόπουλος έθεσε ως υπέρτατο σκοπό του την υπηρέτηση της ενότητας του Ελληνικού λαού. Σχεδόν μέχρι το τέλος της, αναγκάστηκε να ζήσει τη διάψευση αυτού του σκοπού. Δεν είναι τυχαίο, -αποτελεί, αντιθέτως, επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος-, ότι οι δύο ολιγοήμερες περίοδοι κατά τις οποίες διετέλεσε πρωθυπουργός, αποτέλεσαν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα των προσπαθειών του για αποφυγή του εμφυλίου πολέμου (1945) και της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967.
Όμως, μέσα απ’ αυτές τις προσπάθειες, αναδείχθηκε το ηθικό μεγαλείο και η πολιτική γενναιότητα του μεγάλου ανδρός.
Είτε όταν αναζητούσε συνομιλώντας με τους ηγέτες του ΕΑΜ και τους εκπροσώπους του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου, διέξοδο από την επερχόμενη εμφύλια σύρραξη, είτε όταν συμφωνούσε με τον Γ. Παπανδρέου, ύστερα από την περίοδο του ανένδοτου αγώνα, στην ομαλή διεξαγωγή των εκλογών του Μαΐου του 1967, (οι οποίες βεβαίως δεν έγιναν ποτέ), ο Κανελλόπουλος, δεχόμενος συχνά με βιαιότητα πυρά και από την ίδια την παράταξή του, αναδεικνυόταν σε κήρυκα της εθνικής συμφιλίωσης και της ενότητας των Ελλήνων.
Ο Π. Κανελλόπουλος ως πολιτικός και ως πνευματικός άνθρωπος, παρά το γεγονός ότι ελάχιστα πρωθυπούργεψε, εντούτοις ασκώντας την εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και ως αντιπρόεδρος της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο αλλά και πολλές φορές και επανειλημμένα ως υπουργός και δεινός κοινοβουλευτικός άνδρας, αλλά ακόμα και ως διακεκριμένος πνευματικός άνθρωπος με ανώτατες ακαδημαϊκές διακρίσεις, ένιωσε τις «ώρες της ιστορίας να χτυπούν βαθειά μέσα του» όπως ο ίδιος γράφει. Αυτό όμως με την αγνότητα που τον χαρακτήριζε δεν είχε καμιάν ανάγκη να το δείχνει και γι’ αυτό το λόγο υπήρξε πάντοτε απλός, ταπεινός και καθόλου ξιπασμένος. Και τούτο οφειλόταν όχι μόνον στην έμφυτη λεπτότητα και καλλιέργειά του και στην ουσιαστική και βαθειά πνευματικότητά του, αλλά και στο γεγονός ότι η ανάμειξή του με την πολιτική δεν έγινε για να ικανοποιήσει προσωπικές του φιλοδοξίες, αλλά για να υπηρετήσει τον τόπο. «Αναμφισβήτητα ένιωθε τις ώρες της ιστορίας να χτυπάνε βαθειά μέσα του αλλά αυτό που ποτέ δεν το ‘δειξε και, φυσικά, ποτέ του δεν θέλησε να παραστήσει τον ωροδείχτη της ιστορίας» γράφει ο ιστορικός Ε. Μόσχος για την προσωπικότητά του.
Ο Π. Κανελλόπουλος είναι μια από τις πιο φωτεινές μορφές του πνεύματος που γέννησε η Ελλάδα τον 20ο αιώνα. Το έργο του αποτελεί διαχρονική παρακαταθήκη ανεκτίμητης αξίας για το νεότερο ελληνισμό και η καταφυγή σε αυτό είναι αδήριτη αναγκαιότητα. Ας είναι το παρόν σημείωμα ένα μικρό καντήλι στη μνήμη ενός πολιτικού, μεγάλου συγγραφέα και πνευματικού ανθρώπου που φιλοδόξησε σε ολόκληρη τη ζωή του, να συνδυάσει την πολιτική και το πνεύμα, και που τα υπηρέτησε και τα δυο με αποστολική συνέπεια και παραδειγματική αυταπάρνηση. Ο Π. Κανελλόπουλος με τη μετριοπάθειά του, την αυτοκριτική του διάθεση και το ήθος του που συνέτειναν στην απόδοση του χαρακτηρισμού του ως σοφού «Νέστορα», κατέστη μοναδικό φαινόμενο στον ελληνικό πολιτικό και κυρίως στον πνευματικό βίο. Φέτος συμπληρώνονται 35 χρόνια, όταν το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου 1986 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 84 ετών.