Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Ρωμανός ο Μελωδός είναι ένας από τους σπουδαιότερους, αν όχι ο σπουδαιότερος, υμνογράφους της Εκκλησίας, γι’ αυτό και αποκαλείται Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποίησης. Έζησε τον 5ο μ. Χ. αιώνα, ήταν μάλλον εβραϊκής καταγωγής, ζούσε στη Συρία, από όπου μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας ήδη χειροτονηθεί διάκονος. Σύμφωνα με την παράδοση, το χάρισμα της ποίησης το απέκτησε με θαυματουργικό τρόπο τη νύχτα των Χριστουγέννων, ύστερα από όνειρο, στο οποίο η Παναγία τού έδωσε μια περγαμηνή και τον πρόσταξε να την φάει. Μόλις το έκανε, ξύπνησε. Έλαβε αμέσως την ευλογία από τον Πατριάρχη, ανέβηκε στον άμβωνα κι έψαλε χωρίς προετοιμασία το περίφημο Κοντάκιο της Γέννησης « Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν Ὑπερούσιον τίκτει». Ο Ρωμανός έχει ανακηρυχθεί άγιος της Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται την 1η Οκτωβρίου.
Η ποίηση του Ρωμανού διακρίνεται για το δραματικό στοιχείο, το βάθος του συναισθήματος, τον τέλειο χειρισμό της γλώσσας. Ο Ρωμανός είναι ο κατ’ εξοχήν ποιητής των Κοντακίων. «Κοντάκιο» ονομάζεται ένας μακροσκελής ύμνος, που αποτελείται από ένα προοίμιο και μια σειρά «οίκων», όμοιων στη δομή και το μέτρο προς το προοίμιο. Το κοντάκιο έχει κυρίως περιγραφικό και όχι δογματικό χαρακτήρα. Πολύ πιθανόν ο ύμνος αυτός να πήρε το όνομά του από το ξύλινο στέλεχος (κοντάρι) γύρω από το οποίο τυλισσόταν η μεμβράνη επί της οποίας ήταν γραμμένος ο ύμνος.
Ανάμεσα στα πολλά κοντάκια που έχει συνθέσει ο Ρωμανός (στον ίδιο αποδίδεται από κάποιους και ο Ακάθιστος Ύμνος) ξεχωρίζει αυτό με τον τίτλο: «Κοντάκιον τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως», προοίμιο του οποίου είναι το πασίγνωστο (το παραθέτω ολόκληρο):
Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
Καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει‧
Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι,
Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι‧
Δι’ ἡμᾶς γὰρ έγεννήθη
Παιδίον Νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Πρόκειται για έναν όντως εκπληκτικό από άποψη μετρική, ρυθμοτονική, θεολογική και μουσική ύμνο, ο οποίος συμπυκνώνει σε λίγους στίχους όλα τα γεγονότα της Γεννήσεως του Χριστού και συγχρόνως πετυχαίνει στον τελευταίο στίχο να δώσει όλη τη θεολογία της Εκκλησίας για το πρόσωπο του γεννηθέντος στη Βηθλεέμ Θεού. Τα μορφικά στοιχεία είναι εμφανή με την πρώτη ματιά: ομοιοτέλευτο (τίκτει-προσάγει, δοξολογοῦσι- ὁδοιποροῦσι), αντιθέσεις (Η Παρθένος vs τίκτει, γη, σπήλαιον vs απρόσιτος, Παιδίον Νέον vs ὁ προ αἰώνων Θεός), ισοσυλλαβία μεταξύ α΄και β΄και γ΄και δ΄στίχων. Πρόκειται για μια εξαίρετη σύνθεση αισθητικής και θεολογίας. Το κοντάκιο με αυτά τα σχήματα, κυρίως με αυτό της αντίθεσης, αποκαλύπτει όλο το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Υιού του Θεού. Ο υπερούσιος Θεός, αυτός δηλαδή που είναι πάνω και πέρα από την ανθρώπινη φύση και ουσία, γεννιέται ως άνθρωπος από την Παρθένα, λαμβάνει την ανθρώπινη φύση-ουσία, ενώνεται μαζί της και γεννιέται ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Πρόκειται για το θαύμα της εκ Παρθένου Γεννήσεως: η Θεοτόκος είναι παρθένα πριν τη Γέννα, μένει παρθένα κατά τη Γέννα και παραμένει παρθένα και μετά τη Γέννα, όπως διδάσκει η Εκκλησία.
Αλλά ο Θεός, ως υπερούσιος, είναι και απρόσιτος, δηλαδή απλησίαστος για τις ανθρώπινες δυνατότητες και άρα ακατάληπτος για τον άνθρωπο. Κι όμως, αυτός ο οντολογικά, δηλαδή κατά την ουσία Του, απρόσιτος Θεός δέχεται να γεννηθεί στη σπηλιά που η γη, δηλαδή ο κόσμος, Του προσφέρει. Οι δυο αυτοί πρώτοι στίχοι δηλώνουν την απόσταση που χωρίζει τον Θεό από τον άνθρωπο αλλά και τη συγκατάβαση του Θεού που αφήνει το απρόσιτο μεγαλείο Του, ταπεινώνεται και δέχεται να λάβει σάρκα, να γίνει άνθρωπος και να γεννηθεί σε μια σπηλιά, Αυτός που είναι ο Δημιουργός του κόσμου. Επομένως, στους δυο αυτούς στίχους έχουμε μια συμπλοκή του θεολογικού με το ιστορικό στοιχείο (ιστορικά στοιχεία είναι η Γέννηση από την Παρθένα σε μια σπηλιά, θεολογικά όσα λέγονται για τις ιδιότητες του Θεού).
Οι δυο επόμενοι στίχοι, εμπνευσμένοι από τις ευαγγελικές αφηγήσεις του Λουκά και του Ματθαίου, δίνουν συμπυκνωμένα τα γεγονότα: α) της εμφάνισης των αγγέλων, που κατά τη νύχτα της Γέννησης έψαλαν το «δόξα εν υψίστοις Θεῷ», και των ποιμένων που, ύστερα από προτροπή των αγγέλων, πήγαν και προσκύνησαν το Θείο Βρέφος και β) της προσκύνησης των εξ ανατολών Μάγων, που ήλθαν στη Βηθλεέμ οδηγούμενοι από ένα λαμπρό άστρο.
Οι δυο τελευταίοι στίχοι αποτελούν το εφύμνιο του κοντακίου. Πρόκειται για στίχους που επαναλαμβάνονται στο τέλος κάθε «οίκου», οι οποίοι θα λέγαμε ότι αποτελούν την κορύφωση του κοντακίου και δίνουν, μέσα από την αντίθεσή τους, όλο το νόημα της εορτής των Χριστουγέννων. Ο προαιώνιος Θεός (πρόκειται για τον τρίτο προσδιορισμό που αφορά τον Θεό: υπερούσιος, απρόσιτος, προαιώνιος), Αυτός δηλαδή που είναι πέρα και πάνω από τον χρόνο, εισέρχεται στον χωρόχρονο, καθώς γεννιέται ως ένα Νέο Παιδί. Ο Παλαιός των Ημερών, όπως αποκαλεί η Γραφή τον Θεό, γίνεται παιδί, ή, όπως λένε οι ύμνοι των Χριστουγέννων, «ὁ ἄσαρκος ἄρχεται καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται». Η Γέννηση του Χριστού είναι η είσοδος της αιωνιότητας στον χρόνο, το Νέον Παιδίον, που γεννιέται κάθε χρόνο «σήμερον», ανανεώνει διαρκώς τον χρόνο κι αυτή η ανανέωση του χρόνου συνιστά την υπόσχεση και την ελπίδα της αιωνιότητας, δηλαδή τη νίκη κατά του θανάτου. Η Γέννηση του Χριστού είναι η αρχή μιας νέας πραγματικότητας, όπου ο χρόνος μπορεί να γίνει αιωνιότητα, παύει να είναι Κρόνος που τρώει τα παιδιά του. Ο Ηράκλειτος λέει ότι «παιδὸς ἡ βασιλείη»: η βασιλεία ανήκει στο παιδί, αφού το παιδί κινείται στο χώρο της αμεριμνησίας και δεν ενδιαφέρεται για τον γεμάτο μέριμνες χρόνο των ενηλίκων. Όταν ο Ρωμανός μάς λέει ότι γεννήθηκε «Παιδίον Νέον», είναι σαν να μας λέει να αναγεννηθούμε κι εμείς, να γίνουμε «νέα παιδία», να βγούμε από τις μέριμνες της καθημερινότητας, για να συναντήσουμε στο πρόσωπο του Νέου Παιδίου της Βηθλεέμ τον υπερούσιο, απρόσιτο, προαιώνιο Θεό.
Η συνάντηση αυτή θα σημάνει μια υπέρβαση του χρόνου μέσα στον χρόνο, μια υπέρβαση των μεριμνών μέσα στην καθημερινότητα, μια υπέρβαση του χώρου μέσα στον χώρο. Παράδοξα όλα αυτά, θα πει κάποιος. Αλλά δεν είναι «μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον», «μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα» η Γέννηση του Θεού; Τα Χριστούγεννα είναι από μόνα τους ένα θαύμα, το θαύμα των θαυμάτων. Γι’ αυτό μπορεί και σε μας τους ανθρώπους να συντελεστεί το θαύμα της αναγέννησής μας. Πρόκειται για το θαύμα αλλαγής προτεραιοτήτων, στόχευσης και σκοπού, όπου η αγαθή ανθρώπινη προαίρεση αναζητά, ξαναβρίσκει και συναντά την παιδικότητα, εκείνη την παιδική ψυχή που αμέριμνη ψέλνει τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα και νιώθει τη χαρά της γιορτής κοντά στο Νέον Παιδίον, τον εκ Παρθένου γεννηθέντα προαιώνιο Θεό.