ΑΠΟΨΕΙΣ
Παιδικές Μνήμες
Οι στιγμές της παιδικής μας ηλικίας, οι έντονες, οι ανεξίτηλα τυπωμένες, οι καλά φυλαγμένες, που είναι για τον καθένα μας ξεχωριστές, άλλοτε ζυμωμένες με τη ζάχαρη αγνής και ξέγνοιαστης ζωής
Της Μαρίας Λιονάκη
Από την παιδική μου ηλικία δε θυμάμαι και πολλά πράγματα. Θυμάμαι λίγα και χαρακτηριστικά. Λίγα, που για μένα όμως είναι πολλά και σημαντικά. Θυμάμαι στιγμές, με πρωτοφανέρωτες εντυπώσεις, δυνατές συγκινήσεις, στιγμές ονειροπόλησης, στιγμές έντονης ντροπής, φόβου και στιγμές που με πάθος έκανα πράγματα που αγαπούσα να κάνω, σημάδια της αλλοτινής ενήλικης ζωής μου.
Έτσι θυμάμαι το φόβο μου, κάθε φορά που περνούσα, δήθεν γενναία, στο σχόλασμα, μαθήτρια του δημοτικού, μαζί με τη συμμορία των συμμαθητών μου απ’ το σπίτι το εγκαταλελειμμένο, με τα γκρεμισμένα πορτοπαράθυρα και τους ξεφτισμένους τοίχους. Το σπίτι που έλεγαν πως το κατοικούσε… κάποιος που στοίχειωσε, μετά από κάποιο κακό. Κάποιος που γυρνάει εκεί τα βράδια και δίνει σημάδια.
Θυμάμαι την ονειροπόλησή μου για το τι μεγάλο και σπουδαίο θα γινόμουν και πόσο όμορφα θα ζούσα, σαν ενηλικιωνόμουνα κι έφευγα απ’ τη γειτονιά μου να ταξιδέψω, να κατακτήσω τον κόσμο. Λίγο πριν αφεθώ αταξίδευτη, στην κοντινή αγκαλιά του Μορφέα. Γλυκά νανουρισμένη απ’ το ρυθμικό, αγαπημένο, σιγανό ήχο της ραπτομηχανής στο διπλανό δωμάτιο, καθώς η μαμά κάτεχε κι εξασκούσε, τέτοια βολική ώρα, τη μοδιστρική.
Έτσι θυμάμαι πόσο γευστικό ήταν το ψωμί, το αλειμμένο με λάδι, το ξεροψημένο στη μικρή σόμπα πετρελαίου, όταν παιδί το έπαιρνα αργά, ιεροτελεστικά, απ’ τα χέρια της γνοιαστικής μάνας, ενώ ο παγωμένος αγέρας έξω λυσσομανούσε, τα ξύλινα πατζούρια του σπιτιού μας έτριζαν τρομαγμένα, τα φυτά αφάγωτα είχαν λουφάξει και τα πετούμενα του ουρανού έψαχναν αλλοπαρμένα τη δική τους μάνα να τους δώσει ζεστό ψωμί. Αλειμμένο με λάδι.
Οι γευστικές εξάλλου ηδονές είχαν πιστεύω εκείνη την εποχή, σε εκείνη την μικρή ηλικία, την πρωτοκαθεδρία στα δικά μου στάνταρ ευτυχισμένης ζωής. Τίποτα πιο γευστικό από τα σοκολατάκια, τα τυλιγμένα σε γυαλιστερά χρυσόχαρτα που έκρυβε η μαμά, για τον απροειδοποίητο επισκέπτη, στα πιο αδιανόητα συρτάρια, στα πιο απίθανα μέρη. Αυτά που η πολλή εξάσκηση κι η αιώνια αναζήτηση με είχαν φέρει σε καλό επίπεδο χρόνου να ανακαλύπτω, ώστε να νιώθω κάθε φορά την ίδια γιγάντια χαρά και περηφάνια. Αυτή που ένιωσε ο Χριστόφορος Κολόμβος, όταν ανακάλυψε την Αμερική.
Τίποτα πιο γευστικό απ’ τα παγωτά το καλοκαίρι, αυτά με το ξυλάκι, που αν είναι δυνατόν, έβγαιναν και σε ανάμεικτη γεύση μισή κρέμα, μισή σοκολάτα. ‘Η τίποτα πιο γευστικό από το λιωμένο τυρί, τη ζεστή μυζήθρα την ανακατεμένη με ζάχαρη και τραγανό, ροδοκόκκινο φύλλο που με έστελνε ο πατέρας απ’ το τσαγκαράδικο του , κοντά στο χανιώτικο Λιμάνι να πάρω. Τα καλοκαίρια, σε διάλειμμα κοπιαστικής δουλειάς, στα πλαίσια καλοκαιρινής σύμβασης εργασίας με την κόρη, που… να δεις Γιώργη μου πως τα μιλάει τα εγγλέζικα! Η οδηγία τότε ήταν να περάσω πρώτα απ’ τον καφετζή και να του πω: « Με έστειλε ο πατέρας μου και σε παρακαλεί να του γεμίσεις το παγούρι με παγωμένο νερό.» Αμέσως μετά να περάσω απ’ το γνωστό μπουγατσατζίδικο της γωνίας, να πάρω δύο μερίδες μπουγάτσα και να γυρίσω γρήγορα γιατί έχουμε και δουλειά! Οι τουρίστες είχαν κι εκείνη τη χρονιά καταλάβει τα θέρετρα του νησιού, στο θέρετρο του χρόνου, το καλοκαίρι, κι ήταν αυτή, αργά το πρωί, η συνηθισμένη ώρα που βόλταραν. Με τα πρωτοφανέρωτα σορτς, τα κελαριστά αγγλικά τους και τη μακαριστή, παραδεισένια ευδαιμονία. Την ίδια που ένιωθα κι εγώ εξαφανίζοντας λαίμαργα κάθε ψίχουλο του εκλεκτού παραδοσιακού εδέσματος.
Υπήρχαν όμως και ευτράπελα που συνδέονταν με τη λαχτάρα της ηλικίας μου αυτής, της μικρής, για την καραμέλα, το γλυκό. Όπως στη σκηνή σε πανηγυρική εκδήλωση προς τιμή των Βενιζέλων στο Ακρωτήρι Χανίων, πρωινή ώρα Κυριακής θυμάμαι. Με μπάντες, επισήμους, σημαίες, κόσμο καλοντυμένο κι όλα τα σχετικά. Όταν στριμωγμένη ώρα πολύ, ανάμεσα στον κόσμο και ζαλισμένη απ’ την ανούσια για μένα φασαρία και τον ήλιο, δυσανασχετώντας για το ατελέσφορο γευστικά μου πρωινό, είχα τη φαεινή ιδέα να ψάξω στην τσέπη του πατέρα για τυχούσα, ξεχασμένη καραμέλα. Μόνο που η τσέπη του σακακιού που έψαξα … δεν ήταν του πατέρα! Αλλά του διπλανού κυρίου. Που ακόμα θυμάμαι πως με κοίταξε.
Από την τσέπη της μνήμης όμως ξεπηδούν κι εκείνες οι στιγμές, οι πιο σοβαρές, οι πιο ένδοξες, τότε που με συνέπαιρνε το πάθος να κάνω πράγματα που αγαπώ , σημάδια της αλλοτινής ενήλικης ζωής μου. Προεκλογική ήταν κι η περίοδος εκείνη θυμάμαι… Που το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να μετατρέπω τα ψηφοδέλτια που αφθονούσαν εκείνη την εποχή στο σπίτι μας σε γραπτά, να κλείνομαι σε ένα δωμάτιο και να παριστάνω τη δασκάλα. Που διορθώνει με μεγάλα ολοκόκκινα σημάδια πάνω στις μαύρες τυπωμένες λέξεις, τα ονόματα των υποψηφίων, δήθεν τα ορθογραφικά λάθη αδιάβαστων μαθητών. Που άκουγαν τον εξάψαλμο γιατί δε διάβασαν, γιατί έπαιζαν όλο το απόγευμα χθες, γιατί τα ρήματα δε θέλουν στο τέλος όμικρον. Που έπρεπε να έρθουν με τον κηδεμόνα τους την επομένη , αν δεν αλλάξουν τακτική. Λίγο πριν η μικρή φανατισμένη και φαντασμένη δασκάλα αρχίσει με δυνατή, σεβάσμια, βαρυσήμαντη φωνή να παραδίδει το επόμενο μάθημα. Απευθυνόμενη στους μαθητές με αγέρωχη κορμοστασιά, σαν ιεραπόστολος στο ποίμνιο του. Με το βιβλίο στο χέρι σαν ευαγγέλιο σε αναλόγιο. Την ίδια ώρα που στο γραφείο ήταν αφημένα βιβλία ανοιχτά, αγέρωχα και μολύβια έτοιμα για δράση. Ενώ η πόρτα του δωματίου ήταν ερμητικά κλειστή.
Οι στιγμές της παιδικής μας ηλικίας, οι έντονες, οι ανεξίτηλα τυπωμένες, οι καλά φυλαγμένες, που είναι για τον καθένα μας ξεχωριστές, άλλοτε ζυμωμένες με τη ζάχαρη αγνής και ξέγνοιαστης ζωής κι άλλοτε με τη στυφή γεύση άσχημων καταστάσεων κι εμπειριών έχουν σίγουρα να λογοδοτήσουν γι’ αυτό που είμαστε σήμερα. Είναι προάγγελοι που μαρτυρούν την μετέπειτα πορεία μας, την αλλοτινή ενήλικη ζωή μας. Έχουν εξηγήσεις, ερμηνείες για όσα γίναμε και δεν γίναμε, για τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές μας. Από το συρτάρι της μνήμης θέλουν ένα απλό έναυσμα, ένα συνειρμό για να ξεπηδήσουν, χαρίζοντας μας ένα βλέμμα ρομαντικό, τρυφερό κι ένα γέλιο γλυκό.
Το έναυσμα για μένα ήταν μια συζήτηση στο ραδιόφωνο, για εκλογές, ψηφοδέλτια, εκλογικά παρασκήνια. Που μου έφερε πρώτα την κριτική σκέψη για το αγαπημένο, διαχρονικό σπορ των Ελλήνων, τις πολιτικές διαφωνίες , αντιπαραθέσεις. Κι αμέσως μετά με ταξίδεψε στην παιδική μου ηλικία. Τότε που τα ψηφοδέλτια είχαν άλλο προορισμό.