ΑΠΟΨΕΙΣ
Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών: Ένα αφιέρωμα στον Μανώλη Λυδάκη
Ο κ. Μανώλης Λυδάκης ήταν φυσικός στο 2ο Γενικό Λύκειο Ηρακλείου- Πώς ένας καθηγητής μου έκανε κάποτε το καλύτερο δώρο με το να με κάνει να πιστέψω σε μένα …
Του Αστρινού Τσουτσουδάκη*
Τα χρόνια περνάνε σαν αέρας και συχνά μοναδική παρέα μας κάνουν οι αναμνήσεις μας με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορούν τη σχολική μας ζωή που υπήρξε καταλύτης για ό,τι είμαστε σήμερα, για ό,τι πετύχαμε και μπορούμε να υπερηφανευόμαστε. Θα ταξιδέψω με τη σκέψη μου πίσω στο μακρινό 1983, πρώτη χρονιά εφαρμογής των πανελλαδικών εξετάσεων με το σύστημα των δεσμών να με βρίσκει πολύ προβληματισμένο και συχνά μετέωρο ανάμεσα στις 4 δυνατές επιλογές.
Οι περισσότεροι θα θυμούνται ότι η 4η δέσμη οδηγούσε σε οικονομικές σχολές που μου φαίνονταν τότε αρκετά εκτός των ενδιαφερόντων μου, η 3η σε φιλολογικές με τους φιλολόγους του σχολείου να ετοιμάζουν τα υπογλώσσια και μόνο στην ιδέα να τις επιλέξω, η 2η σε Ιατρικές που όσο ελκυστικές κι αν ήταν είχα περίσσευμα αυτογνωσίας για το έλλειμμα ικανού ζήλου και πειθαρχίας για να φτάσω ως εκεί κι ας είχε πει ο Καζαντζάκης «Φτάσε όπου δεν μπορείς», αυτό ήταν ακόμα πιο μακριά από αυτό που δεν μπορούσα.
Έτσι η επιλογή της 1ης δέσμης ήταν μονόδρομος. Φυσικομαθηματικές σχολές και πολυτεχνεία ακούγονταν μια χαρά για τον πολύ κόσμο αλλά οι δικές μου ενστάσεις ήταν πολλές. Τι θα γύρευα άραγε σε μια δέσμη, όπου αναγνώριζα τα ονόματα των μαθημάτων αλλά όχι το περιεχόμενο τους μια και κάποια στιγμή, ελέω καινούριων ενδιαφερόντων λόγω εφηβείας, απογαλακτίστηκα συνειδητά από τη σχέση μου με την επιστήμη που συν τοις άλλοις την εύρισκα απελπιστικά δυσνόητη;
Τα διαγωνίσματα που ξεκίνησαν σύντομα τόσο στο σχολείο όσο και στο φροντιστήριο, που ο πατέρας μου με έγραψε σχεδόν με το ζόρι παρά τη ζοφερή οικονομική του κατάσταση, αποδείκνυαν σε καθημερινή βάση τη γνωστική γύμνια του βασιλιά, εμένα δηλαδή. Δεν τολμούσα ούτε να κοιτάξω κατάματα τους βαθμούς που ήταν σημειωμένοι πάνω στα γραπτά μου, όταν μας τα επέστρεφαν. Αθροιστικά και μόνο μπορούσαν να βγάλουν κανένα αξιοπρεπή βαθμό αφού ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους κάτω από τη βάση.
Δεν ξέρω πόσο απελπισμένος φαινόμουν περπατώντας στο μισοσκόταδο στην αυλή του σχολείου, ναι είχαμε βάρδιες τότε πρωί-απόγευμα, όταν με πλησίασε ο κ. Μανώλης παρέα με το πλατύ του χαμόγελο και την διάθεση του για πείραγμα. Τόσο αυτός όσο και η σύζυγος του, η μαθηματικός κ. Αθανασάκη σπάνια έμεναν στο γραφείο κατά την ώρα του διαλείμματος ακόμα κι αν δεν είχαν εφημερία αλλά έβγαιναν από την αίθουσα και γίνονταν μια αγκαλιά με μας, τα παιδιά τους. Και με ένα μαγικό τρόπο ήταν πρόσχαροι και ταυτόχρονα μετρημένοι, αυστηροί αλλά πάντα δίκαιοι.
Στην ερώτηση του σχετικά με τον λόγο που ήμουν κατσούφης, του απάντησα πως η επιλογή μου να βρεθώ στην 1η δέσμη ήταν λανθασμένη αφού δεν φαινόταν να τα καταφέρνω. Ευτυχώς αυτός είχε αντίθετη άποψη μια και στα προφορικά διαπίστωνε πως ήμουν μια χαρά οπότε πρότεινε να παλέψουμε με τα γραπτά που δεν το είχα με τίποτα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν διαγνώσεις για μαθησιακές δυσκολίες, φάσματα και άλλα τινά ή τουλάχιστον εγώ δεν είχα ακούσει τίποτα σχετικό και φυσικά καμία δυνατότητα για προφορικές εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς.
Η πρώτη συμβουλή του κ. Μανώλη ήταν να αγοράσω ένα ξυπνητήρι από αυτά με την κουδούνα, τα πολύ ενοχλητικά και να το βάζω δίπλα μου όποτε έλυνα ασκήσεις σε οποιοδήποτε μάθημα της δέσμης. Αλλά οι ασκήσεις που θα μου έδινε ο ίδιος ή θα ζητούσα από τους άλλους καθηγητές θα έπρεπε να χρειάζονται τουλάχιστον μισή ώρα για να λυθούν χαλαρά κι εγώ θα έβαζα το ξυπνητήρι να χτυπήσει έπειτα από 20 λεπτά το πολύ και θα προσπαθούσα να το μειώνω κάθε φορά έστω και κατά 1 λεπτό. Ο αγώνας μου ενάντια στον χρόνο ήταν άνισος και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ ακόμα και για να ισοφαρίσω.
Κι επειδή εκείνη την εποχή η βαθμολογία στις 3 τάξεις του Λυκείου μετρούσε και για την εισαγωγή μας στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, κάτι που ήταν επίσης εξαιρετικά αγχωτικό, ο κ. Μανώλης συνόδευσε τις συμβουλές και τις ασκήσεις του με μια ιδιόμορφη συμφωνία. Αυτός θα μου έβαζε τον βαθμό που πίστευε πως μου άξιζε κι εγώ θα πήγαινα και θα τον έγραφα, μια συμφωνία που τελικά τηρήθηκε και από τους δύο μας.
Τον έχω ευχαριστήσει έκτοτε, δημόσια, πάμπολλες φορές όποτε οι ομάδες των μαθητών μου διακρίνονταν σε Εθνικούς, Ευρωπαϊκούς ή και Παγκόσμιους Διαγωνισμούς. Δυστυχώς αυτό γινόταν πάντοτε ερήμην του μια και δεν μπορούσα να τον εντοπίσω, δικό μου το φταίξιμο που δεν είχα προσπαθήσει περισσότερο. Ευτυχώς μια πρόσφατη θεατρική παράσταση έγινε η αφορμή για να τον ξανασυναντήσω με πολλή χαρά και συγκίνηση να με διακατέχει.
Και ο διάλογος πήγε κάπως έτσι:
-κ. Μανώλη, δεν ξέρω αν με θυμάστε, εξάλλου έχουν περάσει μόλις 40 χρόνια, αλλά εξαιτίας σας έγινα φυσικός. Είμαι ο …
Το βλέμμα του λαμπερό και σπινθηροβόλο όπως τον θυμόμουν, έδειχνε να ανασύρει στην μνήμη του εικόνες με συμμαθητές μου και συναδέλφους του από εκείνη τη χρονιά για να θαμπώσει προς στιγμή όταν έφτασε κατά πως φαίνεται στις αρχές του 2024.
-Αστρινέ, έχασα φέτος τη Μάρω μου.
Πάγωσα χωρίς να ξέρω τι να πω, θυμήθηκα ξανά πόσο αγαπημένο και δεμένο ζευγάρι ήταν.
-Να βρεθούμε κάποια στιγμή να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε, είπα προσπαθώντας να βγω από την αμηχανία.
-Εγώ δεν πίνω καφέδες, μόνο όποτε θέλεις να έρθεις να πιούμε κανένα ρακάκι.
-Θα έρθω να πιούμε τα ρακάκια μας και να μιλήσουμε για φυσική.
Και όπως τότε που μας έβγαζε στον πίνακα αφού μας είχε προηγουμένως χαλαρώσει με το ανεκδοτάκι της ημέρας κι εμείς ανταποδίδαμε βρίσκοντας κάποιο πονηρό τρόπο για να του λύσουμε την άσκηση, τα μάτια του άστραψαν και έκλεισε τη συζήτηση με μια και μόνο λέξη, την αγαπημένη του.
-Γουστάρω!!
**Στην κεντρική φωτογραφία είναι ο κ. Μανώλης Λυδάκης με τη σύζυγό του, Μάρω Αθανασάκη
*Φυσικού, Υπεύθυνου του 1ου ΕΚΦΕ Ηρακλείου