Χρησιμοποιούμε τη λέξη «ουτοπία» (ου+τόπος), για να σημάνουμε κάθε θεωρία ή επιδίωξη που βρίσκεται τελείως εκτός πραγματικότητας, που δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στη φαντασία (Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σ. 1302). Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο Τόμας Μορ (1478-1535), για να περιγράψει ένα ιδανικό τόπο και τρόπο κοινωνικής και πολιτικής συμβίωσης, ένα τέλειο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης. Το τέλος, βέβαια, του Τόμας Μουρ ήταν φρικτό, αφού, λόγω της αντίθεσής του προς τον βασιλιά Ερρίκο τον Η΄, αποκεφαλίστηκε και η κεφαλή του μπήχτηκε σε πάσσαλο και τοποθετήθηκε στη γέφυρα του Λονδίνου επί ένα μήνα, προφανώς για να θυμίζει στους υπόλοιπους πολίτες τι τους περιμένει, αν είναι αντίθετοι στον βασιλιά.
Στην Utopia ο Μορ παρουσιάζει μια κοινωνία ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και θρησκευτικής ανοχής, όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση, δηλαδή μια σοσιαλιστική κοινωνία στην οποία όλοι θα απολαμβάνουν εξίσου τα αγαθά. Βέβαια, ο ίδιος, διαβλέποντας ότι αυτή η μορφή κοινωνίας είναι μια ουτοπία, λόγω της ανυπαρξίας κινήτρων και της οκνηρίας των μη εργατικών, θεωρεί ότι μια τέτοια κοινωνία μπορεί να δημιουργηθεί, μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι γίνουν καλοί, κάτι που και αυτό φαντάζει αδύνατο.
Τέτοιας λογής απόψεις και επιθυμίες για τη δημιουργία τέλειων, δηλαδή ουτοπικών, κοινωνιών είχαν εμφανιστεί πολύ πριν από τον Μορ στην ελληνική αρχαιότητα. Αναφέρομαι στην «Νεφελοκοκκυγία» (κατοικία των κούκων στα σύννεφα, φανταστική πολιτεία των πουλιών), την ουτοπική Πολιτεία που πλάθει ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Όρνιθες». Στην Πολιτεία αυτή, όπου θεοί και άνθρωποι συνυπάρχουν, η δράση μεταφέρεται σε ένα φανταστικό κόσμο, στην Πολιτεία που χτίζουν τα πουλιά στα σύννεφα, μια Πολιτεία που βρίσκεται μεταξύ θεών και ανθρώπων, στην οποία δεν υπάρχουν συκοφάντες ούτε συνεχείς δίκες ούτε και εκμεταλλευτές. Ο Αριστοφάνης, κουρασμένος από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και αηδιασμένος από την δικομανία των Αθηναίων, πλάθει αυτή την παραμυθική Πολιτεία των πουλιών, διακωμωδώντας τις τρέχουσες καταστάσεις και δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη αλλαγής των πραγμάτων. Αυτή η ουτοπική Πολιτεία σαφώς και κινείται στα όρια της φαντασίας και της καυστικής σάτιρας, δείχνει όμως ταυτόχρονα και την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδα, να πλάσει ένα δικό του φανταστικό κόσμο, μια δική του ουτοπία, στην οποία να καταφύγει, για να απαλλαγεί από τη σκληρή και απάνθρωπη καθημερινότητα.
Αν, ωστόσο, η ουτοπία του Αριστοφάνη, μένει στο επίπεδο της φαντασίας, η ουτοπική Πολιτεία που δημιούργησε η μεγαλοφυία του Πλάτωνα έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί στην πράξη. Τι ήταν, όμως, αυτή η ουτοπική πλατωνική Πολιτεία, την οποία ο Πλάτων περιγράφει στις λεπτομέρειές της στο ομώνυμο έργο του; Πρόκειται για ένα πολίτευμα (αυτό σημαίνει η λ. πολιτεία) όπου τα πάντα είναι καθορισμένα με απόλυτο τρόπο: α) η τριμερής κοινωνική και πολιτική διαστρωμάτωση, β)η αγωγή της τάξης των κυβερνώντων (άρχοντες-βασιλείς)και όσων έχουν την ευθύνη της φύλαξης της πόλης (φύλακες-επίκουροι) και γ) η θέση της τρίτης τάξης των δημιουργών (έμποροι, τεχνίτες, χειρώνακτες). Επίσης καθορίζεται η θέση της γυναίκας και της οικογένειας και ο ρόλος της τέχνης. Η ιδανική αυτή Πολιτεία ενσαρκώνει, κατά τον Πλάτωνα, τις αρετές της σοφίας (οι άρχοντές της φιλόσοφοι-βασιλείς είναι σοφοί και την καθοδηγούν προς το Αγαθό), της ανδρείας (οι φύλακες-επίκουροι είναι ανδρείοι και μπορούν να της εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα), της σωφροσύνης (ανάμεσα στις τάξεις επικρατεί αρμονία, αφού ο καθένας γνωρίζει τον ρόλο του και η κατώτερη τάξη υποτάσσεται στις ανώτερες) και της δικαιοσύνης (ο καθένας πράττει το έργο που του αναλογεί, χωρίς να πολυπραγμονεί). Εκείνο που κάνει αυτή την Πολιτεία τέλεια είναι, κατά τον Πλάτωνα, το γεγονός ότι έχει προετοιμάσει με την κατάλληλη παιδεία τους ανθρώπους που θα την κυβερνήσουν, οι οποίοι συνταιριάζουν τη γνώση και το πολιτικό ήθος με την εξουσία. Να πούμε, βέβαια, ότι αυτή η ιδανική Πολιτεία ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Μάλιστα, όταν ο Πλάτων έκανε την προσπάθεια να εφαρμόσει τη θεωρία του στις Συρακούσες ο τύραννος Διονύσιος, η αποτυχία ήταν τεράστια.
Κάποια ουτοπικά στοιχεία μπορεί να βρει κανείς και στα συγκεντρωτικά σοσιαλιστικά-κομμουνιστικά καθεστώτα, όσον αφορά την επίτευξη της αταξικής, όπως λέγεται, κοινωνίας, ενώ πολύ περισσότερα στον αναρχισμό, που ονειρεύεται μια κοινωνία χωρίς εξουσιαστικές δομές.
Η ουτοπία, βέβαια, δεν είναι κάτι εξ ορισμού απορριπτέο. Πάντα η ανθρωπότητα κινείται με το όραμα και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή, μια καλύτερη, ανθρωπινότερη κοινωνία, μια κοινωνία ελευθερίας, χωρίς εκμετάλλευση και αδικία. Εξάλλου, το όραμα, το όνειρο, το φαντασιακό, που, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, είναι «ένα πλέγμα σημασιών που δημιουργεί κάθε κοινωνία, σημασιών που δίνουν στην κοινωνία και στον κόσμο ένα νόημα, είναι απαραίτητα για να προχωρήσει και να αλλάξει η κοινωνία. Το σύνθημα «η φαντασία στην εξουσία» που ακούστηκε στην εξέγερση των φοιτητών στο Παρίσι τον Μάη του 1968, έχει πάντα την αξία του, αρκεί να συνοδεύεται και από τον « λογισμό». «Με λογισμό και μ’ όνειρο», λέει ο εθνικός μας ποιητής, αυτή η γλώσσα που δεν ξέρει από ψέμα. Από τις πολιτικές και κοινωνικές ουτοπίες λείπει ο λογισμός και περισσεύει το συναίσθημα, το όνειρο και η φαντασία. Πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή που θα εναρμονίσει αυτά τα δυο, γιατί ο άνθρωπος δεν ονειρεύεται και φαντάζεται μόνο, αλλά και σκέπτεται και στοχάζεται και κρίνει και διακρίνει. Οπότε δίπλα στο συναίσθημα, το όνειρο και τη φαντασία πρέπει να μπει και ο ρεαλισμός και η ορθολογική σκέψη.
Αν παρατηρήσουμε τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα της πατρίδας μας, θα συμπεράνουμε ότι δεν είναι λίγα εκείνα που ποντάρουν στο συναίσθημα, εκείνα που απλώς ξεδιπλώνουν ένα ουτοπικό όραμα, εκείνα από τα οποία λείπει η ορθολογική σκέψη και ο ρεαλισμός. Μπορεί να καταλάβει κανείς τις επιλογές αυτές (κάποιες από τις οποίες είναι και προγραμματικές), επειδή σκοπός των κομμάτων είναι η κατάκτηση της εξουσίας. Και τα κόμματα γνωρίζουν πως ο κόσμος πιο εύκολα ακολουθεί τα οράματα και τις ουτοπίες από τον ορθολογισμό. Όμως, όσο γοητευτικές είναι αυτές οι ουτοπίες, άλλο τόσο είναι και επικίνδυνες, ακριβώς επειδή βρίσκονται στο χώρο της φαντασίας. Μπορούμε με τη φαντασία μας να πλάθουμε κόσμους ωραίους, να δημιουργούμε τις διαφορετικές πραγματικότητες που θα θέλαμε και που επιθυμούμε, αλλά οφείλουμε να δούμε και αν όλα αυτά μπορούν να υπάρξουν και να «περπατήσουν» στην ίδια τη ζωή. Γιατί η ζωή, η πραγματική πραγματικότητα, είναι ο κριτής της δυνατότητας ο φανταστικός κόσμος που έχουμε στο νου να πραγματοποιηθεί. Μπορεί π.χ. ένας καθηγητής των Οικονομικών να έχει μια θεωρία στη φαντασία του, την οποία παρουσιάζει στο πρόγραμμα ενός κόμματος, θέλοντας να την εφαρμόσει. Αν η θεωρία αυτή βρίσκεται μόνο στη φαντασία του και η ίδια η ζωή, η ίδια η πραγματικότητα την απορρίπτει, τότε ο καθηγητής αυτός κινείται στη σφαίρα της ουτοπίας, όσο κι αν η θεωρία του ακούγεται γοητευτική. Εξάλλου, οι ουτοπίες, για να εφαρμοστούν στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, απαιτούν ρήξεις, ανατροπές, επαναστάσεις. Κι όλα αυτά έχουν τεράστιο κόστος. Αν σκεφτούμε τις ανθρώπινες ζωές που θυσιάστηκαν στο όραμα του σταλινισμού για μια αταξική κοινωνία ή του Χίτλερ για την επικράτηση της «αρείας φυλής», θα καταλάβουμε τι σημαίνουν αυτές οι φανταστικές και ουτοπικές «πολιτείες».
Ναι, λοιπόν, στη φαντασία, ναι στην ουτοπία, να στο όνειρο. Υπάρχει, όμως, ένα μεγάλο «αλλά», ένα «αλλά» που βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Καθετί που γίνεται στην κοινωνία για την κοινωνία, πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του την πραγματικότητα, την ιστορική στιγμή, τις ρεαλιστικές ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο όπου η ίδια ανήκει. Η ουτοπία που κατασκευάζεται από έναν άνθρωπο, ακόμη και από τον πλέον σοφό ( π.χ. Πλάτων), και που στην ουσία υπάρχει για τον εαυτό της, μπορεί να είναι ωραία ως θεωρία, έρχεται όμως συνήθως η πράξη να την ακυρώσει. Η ουτοπία που έρχεται από ψηλά (από ένα πρόσωπο, ένα κόμμα, μια οργάνωση), για να επιβληθεί ως η τέλεια πρόταση την κοινωνία και την πολιτική, είναι επικίνδυνη. Οι κοινωνίες προχωρούν με συνθέσεις, με σκέψη, με λογισμό, με φαντασία, με όνειρο. Ποτέ μόνο με όνειρο και ποτέ μόνο με λογισμό. Το όνειρο μόνο του σημαίνει νεφελώδη ουτοπία, ο λογισμός μόνος του σημαίνει ψυχρότητα. Χρειαζόμαστε τη θέρμη του ονείρου και την ψυχρότητα της λογικής. Εξάλλου, για να θυμηθούμε και τον Ηράκλειτο, η καλλίστη αρμονία παράγεται από τη συνάντηση των αντιθέτων.
Φωτογραφία από Vista.Create.