Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Στις 12 Μαΐου ολοκληρώθηκαν τριάντα χρόνια (1992-2022) χωρίς την αναπνοή του Νίκου Γκάτσου ανάμεσα στις δικές μας αναπνοές. Μια αναπνοή που μετέδωσε την δημιουργική του πνοή στη ζωή μας: «Τ’ αστέρι του Βοριά θα φέρει ξαστεριά, μα πριν φανεί μεσ’ απ’ το πέλαγο πανί, θα γίνω κύμα και φωτιά, να σ’ αγκαλιάσω, ξενιτιά. Κι εσύ, χαμένη μου πατρίδα μακρινή, θα μείνεις χάδι και πληγή, σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη».
Ένα γιγαντόσωμο παιδί από το χωριό Ασέα σε μια Αρκαδική πλαγιά, κατηφόρισε μια φορά κι έναν καιρό να πάει στην κοντινή Τρίπολη για να μάθει ανώτερα γράμματα. Από τότε, όλοι οι δρόμοι του ανηφόρισαν. Έξω του. Και, το κυριότερο, μέσα του. Στη διάρκεια των δύσκολων γυμνασιακών του χρόνων, έμαθε - χρησιμοποιώντας τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών - αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, αλλά τότε ήταν που γνώρισε και τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο, καθώς και τα πρώτα βήματα της μαγείας του κινηματογράφου. Έτσι, όταν στα δεκαεννιά του χρόνια το 1930, άφησε την πρωτεύουσα της πατρογονικής του Αρκαδίας για να ανηφορίσει πάλι, αυτή τη φορά προς την πρωτεύουσα της Ελλάδας και να γραφτεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (που την παράτησε τον επόμενο κιόλας χρόνο), είχε ήδη μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, και - μαζί τους - το Δημοτικό Τραγούδι.
Ο Νίκος Γκάτσος - πρέπει να κάνουμε εδώ μια βασική του παρένθεση - ήταν γεννημένος από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Στη μικρή ηλικία των πέντε χρονών έμεινε ορφανός από τον πατέρα του, που, από τους πρώτους μετανάστες προς την Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό Ωκεανό. Σίγουρα τον πατέρα του σκεφτότανε, όταν, μεγάλος πιά σε ηλικία και καταξιωμένος, θα έγραφε «Σε πελαγίσιο μνήμα | χαράζω τον σταυρό, | θα τραγουδάει το κύμα | κι εγώ θα καρτερώ» ή το άλλο του τραγούδι σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη «Φέρτε μου την θάλασσα να την προσκυνήσω, | φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ. | Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο, | με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό». Ακόμα και οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε στη ζωή του το 1991, λίγο πριν πεθάνει ο ίδιος, ήταν για τον πατέρα του και για το μοιραίο του εκείνο ταξίδι: «Θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω | μ’ ένα ζεστό φιλί | κι από τη δύση μου να φτάσω | ως την ανατολή. | Μα είναι φίδι το ταξίδι, | είναι χολή μαζί και ξίδι | σ’ ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό. | Όμως εγώ δεν κάνω πίσω, | ούτε τον δρόμο μου θ’ αφήσω, | ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω».
Στην Αθήνα τώρα, ανηφόριζε μέσα στο πνεύμα του, αλλά κυρίως στην αντίληψή του, παρακολουθώντας τις νεωτεριστικές τάσεις στην Ποίηση της Ευρώπης. Στη δικιά του περίπτωση, το σωστότερο είναι να λέμε ότι έφερε την ποίηση στο στιχούργημα και τελικά κατάφερε να δώσει τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Όμως τότε - που δεν τον ήξεραν ακόμη - δεν τον πρωτομάθανε ούτε σαν ποιητή ούτε σαν στιχουργό. Αλλά σαν μεταφραστή. Και μάλιστα μεταφραστή όχι ξένων ποιημάτων, όπως ίσως να νομίζουμε, αλλά θεατρικών έργων - που είχαν όμως ποίηση μέσα τους.
Το ξεκίνημα έγινε το 1943 με το θεατρικό «Ματωμένος Γάμος» του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που τον είχαν εκτελέσει πριν επτά χρόνια οι φασίστες του στρατηγού Φράνκο στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας. Το έργο του αυτό ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν το 1948 στο Θέατρο Τέχνης. Στην επόμενη δεκαετία ο Νίκος Γκάτσος μετέφρασε άλλα δυο θεατρικά έργα του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα»(1959). Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1959, μετέφρασε την «Φουέντε Οβεχούνα» του κορυφαίου του Ισπανικού Θεάτρου Λόπε ντε Βέγα. Όλα αυτά μαζί - και κυρίως η γνωστή μεταφορά του ποιήματος του Λόρκα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» σε απόδοση Νίκου Γκάτσου - οδήγησαν το 1991 (δηλαδή ένα χρόνο πριν τον θάνατό του) στην απονομή του τίτλου του αντεπιστέλλοντος μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης «για τη συμβολή του στη διάδοση της Ισπανικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα».
Έτσι, με τις μεταφράσεις διαφόρων θεατρικών έργων για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, αλλά και με την Ελληνική Ραδιοφωνία σαν μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης, κύλησε βιοποριστικά η μισή ζωή του Γκάτσου. Δεν ξεχνούσε όμως, απ’ όποια γλώσσα κι αν μετέφραζε, τον ποιητή που έκρυβε μέσα του. Απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι τα τραγούδια του «Ματωμένου Γάμου» ή το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» (που βρισκόταν σε κάποιο θεατρικό του Αμερικανού Τέννεση Ουίλλιαμς) και που τα έχει μελοποιήσει ο κατοπινός συνεργάτης του και δια βίου φίλος του Μάνος Χατζιδάκις. Την γνωριμία τους ο Χατζιδάκις την προσδιόρισε ως εξής: «Το τραγούδι είναι μια σύνδεση άριστη της μουσικής με τον στίχο. Το τραγούδι βασίζεται στη λέξη, όχι στην φθαρμένη, αλλά στην ανανεωμένη με την αρχική της δύναμη. Καταλαβαίνετε βέβαια πως δεν θα επιτυγχανόταν ένα αξιόλογο αποτέλεσμα στο τραγούδι, αν δεν είχα την τύχη από νέος να διδαχτώ και να συνεργαστώ με αληθινούς ποιητές και όχι με διεκδικητές του τίτλου του ποιητή». Πάμπολλα ήταν και γνωστότατα τα δείγματα της αγαστής συνεργασίας τους, από το «Κουρασμένο παλικάρι, | τώρα που δεν μ’ αγαπάς, | ασ’ την νύχτα να σε πάρει, | στον Παράδεισο να πας» και την «Αθήνα» (Μ’ άσπρα πουλιά και σύννεφα τον ουρανό θα ντύσω | και τ’ όνομά σου αθάνατο στην πέτρα θα κεντήσω) μέχρι το «Θαλασσοπούλια μου», το «Αερικό, λένε την κόρη π’ αγαπώ», ακόμα και το «Τραγούδι του Τζάμπορι» των προσκόπων του 1963.
(Από την άκρη της Γης ξεκινήσαμε | σαν μαγεμένα της Άνοιξης πουλιά | και μιαν αυγή την φωλιά μας εκτίσαμε | στου Μαραθώνα την έρμη ακρογιαλιά»). Με τη χάρη της φιλίας τους, έφτασε ο Γκάτσος να σκαρώσει (για καλαμπούρι) τη «Χατζιδακιάδα» του - που άρχιζε κάπως έτσι: «Με του Μαγιού τις ευωδιές, του φθινοπώρου τ’ άνθη, | γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ξάνθη. | Η μάνα του Πολίτισσα, ο κύρης του απ’ την Κρήτη, | τον Καζαμία διάβαζε και τον Ονειροκρίτη. | Από μικρός τα γράμματα τού φέρναν αηδία, | τη μουσική αγάπησε, μα όχι τα ωδεία. | Κι αντί να φύγει σ’ άλλη γη, να πάει σ’ άλλα κράτη, | την Αττική προτίμησε και τ’ όμορφο Παγκράτι. | Με τα χειρόγραφα σωρό, τις μελωδίες μάτσο, | βρήκε έναν τύπο βλοσυρό που τονε λέγαν Γκάτσο. | Κάτσανε κάτω και μαζί πολλά τραγούδια γράψαν, | που τα πουλιά σωπάσανε κι όλα τα’ αηδόνια πάψαν». Το Παγκράτι, που προτίμησε να μένει ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος το απαθανάτισε στο τραγούδι τους «Φιλντισένιο καραβάκι» με το ρεφραίν «Καραβάκι μου ξεκίνα, | πάμε πάλι στην Αθήνα, | τραγουδάνε τα πουλιά στην Αττική. | Πάμε πάλι στο Παγκράτι, | που ’ν’ οι δρόμοι του γεμάτοι | με χαρούμενες φωνές την Κυριακή».
«Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» όπως το λέει ο τίτλος ενός έργου του Ευγένιου Ο’Νηλ, που το έχει μεταφράσει ο Γκάτσος, ήταν παρόμοια η ζωή του γίγαντα της Αρκαδίας. Κι αυτό το τονίζει ένας σημαντικός φίλος του, ο Ελύτης: « Έζησε βίον ασκητικόν. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Εσιώπησε πολύ. Έλεγε τα απαραίτητα. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό».
Πολύ πριν τις μεταφράσεις του, είχε δοκιμάσει να ανηφορίσει στην Ποίηση και να έρθει σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους εκείνου του καιρού. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και σε παραδοσιακό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Και τότε καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του το 1936 με τον Οδυσσέα Ελύτη, που ήταν από πλούσια οικογένεια και πολυδιαβασμένος. Ο Ελύτης τον επηρέασε να συνδεθεί με το ρεύμα του ελληνικού σουρεαλισμού. Η επιρροή αυτή γέννησε
το μοναδικό ποιητικό βιβλίο που έβγαλε ο Νίκος Γκάτσος στη ζωή του. Η δημιουργία του έγινε μέσα στην Κατοχή στα χρόνια 1941-42 και η χρονιά της έκδοσής του ήταν το 1943: Η περίφημη «Αμοργός» του, μια σύνθεση που έμελλε να θεωρηθεί κορυφαία στιγμή της σουρεαλιστικής δημιουργίας στην Ελλάδα, με επίδραση στους νεότερους ποιητές. Σαν σουρεαλιστικό ακούγεται και το σχόλιο του Ελύτη «Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό»! Όμως έκτοτε, ο Γκάτσος δεν ξανάγραψε ποίηση - αν εξαιρέσουμε μονάχα τρεις ακόμη ποιητικές παρουσίες του: Το «Ελεγείο» το 1946, το «Ο Ιππότης κι ο Θάνατος» το 1947, το «Τραγούδι του Παλιού Καιρού» το 1963 (αφιερωμένο στον Σεφέρη).
Και κάποια στιγμή, μετά από όλα αυτά, ήρθε ο καιρός του στιχουργήματος, ο καιρός των τραγουδιών όπως τα λέμε εμείς, απ’ όπου θα ερχότανε η μεγάλη του φήμη. Πράγματι, το 1987, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, πιο πολύ την προσφορά του ξεχωριστού στίχου του στο τραγούδι είχαν όλοι υπ’ όψη τους. «Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τί πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής» σχολιάζει την στιχουργική παρουσία του Νίκου Γκάτσου ο Ελύτης. Είχε μια χαρακτηριστική άνεση και επιδεξιότητα στο να συνθέτει ομοιοκαταληξίες - κι αυτό φαινότανε: «Γειά σου χαρά σου, Βενετιά, | βγήκα σε θάλασσα πλατιά | και τραγουδώ στην κουπαστή | σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί. | Φύσα, αεράκι, φύσα με, | μη χαμηλώνεις, ίσαμε | να δω στην Κρήτη μια κορφή, | που ’χω μανούλα κι αδελφή». Πολλά γνωστά επιτυχημένα τραγούδια, χάρη στην ποιότητα των λέξεών του και στη διαφορετικότητα των ποιητικών εικόνων του.
Και τί δεν είναι Νίκος Γκάτσος στα ελληνικά τραγούδια!
. Λέω ανάκατα, όσα μου έρχονται στο μυαλό: «Χάρτινο το φεγγαράκι, | ψεύτικη ακρογιαλιά, | αν με πίστευες λιγάκι | θα ’ταν όλα αληθινά» - «Έλα πάρε μου τη λύπη, | έλα δωσ’ μου τη χαρά» - «Πες μου, Μυρτιά, να σε χαρώ, | πού θα ’βρω χώμα και νερό» - «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου, | σε περιμένω ναρθείς» - «Στράτα τη στράτα,| σου το ’χω πει, | φεύγουν τα νιάτα | σαν αστραπή» - «Σε πότισα ροδόσταμο, | με πότισες φαρμάκι» - «Είχα φυτέψει μια καρδιά | στου χωρισμού την αμμουδιά» - «Αν μ’ αγαπάς, αγάπη μου, | θα βγω ψηλά στα κάστρα | με της καρδιάς το σύννεφο | να χαιρετίσω τ’ άστρα» - «Πάει έφυγε το τραίνο, | έφυγες κι εσύ» - «Με τ’ άσπρο μου μαντήλι θα σ’ αποχαιρετήσω | και για να μου ’ρθεις πίσω στην εκκλησιά θα μπω, | θ’ ανάψω το καντήλι και το κερί θα σβήσω, | τα μάτια μου θα κλείσω και θα σ’ ονειρευτώ» - «Κάνε το δάκρυ σου χαρά» - «Μια Παναγιά, μιαν αγάπη μου έχω κλείσει | σ’ ερημοκκλήσι αλαργινό» - «Θαλασσοπούλια μου, | στην άκρη του γιαλού» - «Ποιός είναι απόψε ο τυχερός; Στο Λαύριο γίνεται χορός» - «Ένα μεσημέρι | στης Ακρόπολης τα μέρη» - «Στου Κόσμου την ανηφοριά | μου στήσανε καρτέρι» - «Κύλησαν τα νιάτα σαν ποτάμι, | έγινε ο καιρός ανηφοριά. | Ήμουνα στον άνεμο καλάμι, | ήσουνα στη μπόρα λυγαριά. | Στης νύχτας το μπαλκόνι | παγώνει ο ουρανός, | ειν’ η αγάπη σκόνη | και τ’ όνειρο καπνός» - «Καίγομαι καίγομαι | ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. | Πνίγομαι πνίγομαι | πέτα με σε θάλασσα βαθιά» - «Είσαι ένα καρδιοχτύπι, | μου ’χεις κόψει τα φτερά, | έλα, πάρε μου τη λύπη, | έλα, δωσ’ μου τη χαρά» - «Με βασιλικό, γιαρέμ γιαρέμ, και δυόσμο | στόλισε ο Θεός, γιαρέμ γιαρέμ, τον Κόσμο» - «Σ’ έβλεπα στα μάτια κι ήσουνα δικός μου, ταίρι μου παντοτινό» - «Άπονη καρδιά, παρακαλώ παρακαλώ» - «Βρήκα στο δρόμο κάτι παιδιά και τα ρώτησα» - «Μια βραδιά στη Λάρισα» - «Αύριο πάλι θάρθω να σε βρω» - «Η πίκρα σήμερα | δεν έχει σύνορα» - «Μίλησέ μου μίλησέ μου» - «Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού | επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού» - «Έβαλε ο Θεός σημάδι» - «Σημαδεμένη και προδομένη έμεινε πάντα η δική μας η γενιά» - «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου» - «Σιγά σιγά κι αυτό το βράδυ (Βρέχει ο Θεός) » - «Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά» - «Ο Γιάννης ο φονιάς» - «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω» - «Άγιε Νικόλα, παρακαλώ σε, στα πέλαγα όλα λουλούδια στρώσε» - «Τι ζητάς, Αθανασία, στο μπαλκόνι μου μπροστά» - «Θα ρίξω πέτρα στη ζωή, θα βρω καινούργιο στόχο. | Κι αν πάλι τ’ όνειρο καεί, παράπονο θα το ’χω» - «Μάτια βουρκωμένα (Κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο)» - «Έκλεισαν όλες του κόσμου οι στράτες, | χάθηκε η μέρα, βασίλεψε το φως, | ρωτώ τη νύχτα και τους διαβάτες | πού να’ν’ ο φίλος, πού να’ν’ ο αδελφός» - «Ο Λευτέρης» - «Μην κλαις, δεν πειράζει, θάρθει άσπρη μέρα και για μας» - και πολλά άλλα, το ίδιο γνωστά.
Πέρα όμως από τα διάφορα τραγούδια του, που τα περισσότερα - με τα λόγια τους και μόνο - γινόντουσαν διαχρονικές επιτυχίες, ο Νίκος Γκάτσος μετέφερε στα γραφόμενά του και Ιστορία ή άλλοτε αντιδρούσε πολιτικά σε ιστορικά τεκταινόμενα του καιρού του. Για παράδειγμα, κάποιοι στίχοι του αναφέρονταν στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης το 1916 και στην κυβερνητική τριανδρία που είχε σχηματίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή μετά τη γερμανοβουλγαρική εισβολή στην Ανατολική Μακεδονία και την αιχμαλωσία του Δ΄ Σώματος Στρατού. Ο Νίκος Γκάτσος σχολιάζει τη στάση τότε του Κωνσταντίνου Α΄ υπέρ των Γερμανών του κάιζερ Γουλιέλμου, με συνέπεια ο βασιλιάς να οδηγηθεί στην εξορία - με τα εξής λόγια: «Της Αμύνης τα παιδιά | διώξανε τον βασιλιά | και του δώσαν τα πανιά του | για να πάει στη δουλειά του | τον περίδρομο να τρώει | με το ξένο του το σόι». Αλλά και για τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, τον εγγονό του, που τον είχαμε εμείς στις μέρες μας μέχρι τη δικιά του αυτοεξορία επί της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Νίκος Γκάτσος - χρησιμοποιώντας την σατιρική φωνή του Καραγκιόζη - αφήνει αιχμές για τον πρωθυπουργό εκείνον που επέτρεψε να μεταφερθεί η υποτιθέμενη βασιλική περιουσία στο Εξωτερικό: «Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, | είμαι κλεφτοφουκαράς, | μα δεν έχω νταραβέρια | με της τράκας τα ξεφτέρια | που έχουν υπουργούς μαζί τους | και το κράτος μαγαζί τους. | Μένω πάντα τελευταίος | και δεν μοιάζω με τον Τέως | που του είπαν τα χρυσά μου: | «Ό,τι θες εσύ, πασά μου». | Ούτε μοιάζω με τον μάγκα | που, όταν έμεινε από φράγκα, | σήκωσε όλο το Τατόι | να πουλάει και να τρώει». Χτυπάει και την γεροντοκρατία στα πολιτικά δρώμενα: «Μ’ ένα μάτι, μ’ ένα δόντι, | με βαμμένα τα μαλλιά, | σκαρφαλώσαν οι γερόντοι | στης πατρίδας τα σκαλιά. | Μας φλομώσαν οι παππούδες | με ψευτιές και φούμαρα, | λες και είμαστε αλεπούδες | που μασάνε κούμαρα. | Μα θα ’ρθούνε άλλα χρόνια | μ’ όνειρα κι οράματα, | δίχως λόγους στα μπαλκόνια | κι άχρηστα προγράμματα. | Αχ, για να σωθεί η Ελλάδα |στους καιρούς τους ύστατους, | βρείτε κάπου έναν Καιάδα | και γκρεμοτσακίστε τους». Αντίθετα με τους ξένους βασιλιάδες και τους δικούς τους, ο Γκάτσος μιλάει με συγκίνηση για την Ελλάδα του λαού του. Βάζει κάποιους αστρολόγους να λένε: «Στην παλιά μας την φυλλάδα | που διαβάσαμε ξανά | τέτοιο όνομα Ελλάδα | δεν υπάρχει πουθενά. | Μόνο σ’ έναν καζαμία | με περγαμηνό χαρτί | αίμα στάζαν τα σημεία | σαν κομμένη αορτή. | Κι όπως ρίχναμε τη σκόνη | να στεγνώσει την πληγή, | φάνηκαν του Ομήρου οι χρόνοι | και των Αχαιών η γη». Ή τελειώνει με αυτούς τους στίχους στο τραγούδι του «Τσάμικος»: «Από την Ήπειρο στο Μοριά | κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά | το πανηγύρι κρατάει χρόνια | στα μαρμαρένια του Χάρου αλώνια - | Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός | και δραγουμάνος του ο λαός».
Και τώρα ήρθε η ώρα να πάω στον τίτλο που έχω βάλει «Ο ύστατος Νίκος Γκάτσος» για την αναφορά μου σ’ αυτόν. «Ο ύστατος» μπορεί να εξηγείται χρονικά ή δημιουργικά «ο τελευταίος», εδώ όμως επέχει και την έννοια του «κορυφαίος» - αυτός που δίνει την άποψή του, σφραγίζοντάς την με το όνομά του. Η δικιά μου επισήμανση είναι ότι, προς το τέλος της ζωής του, άφησε παράμερα τους γνώριμους τρόπους που στιχουργούσε και στράφηκε σε νεότερους συνθέτες, όπως στον Δήμο Μούτση ή στον Γιώργο Χατζηνάσιο, δίνοντάς τους να μελοποιήσουν καταγγελίες, σε μηνύματά του προς στον απλό κόσμο.
Βέβαια, μηνύματα είχε αφήσει και νωρίτερα, με μουσική επένδυση Μάνου Χατζιδάκι, όπως ήταν ο γνωστότατος «Κεμάλ» ή «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» - αλλά δεν οδηγούσαν κάπου, πέρα από απαισιόδοξες διαπιστώσεις: «Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ, ενός νεαρού πρίγκιπα της Ανατολής, απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον Κόσμο. Αλλά, πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων…Καληνύχτα, Κεμάλ. Αυτός ο Κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ» ή «Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες | ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο, | τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες | και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο. | Κοιμήσου, Περσεφόνη, στην αγκαλιά της γης, | στου Κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς». Καλεί την Περσεφόνη να παραμείνει στον Άδη και να μην κάνει ποτέ πιά την επιστροφή που έκανε παλιά στον Απάνω Κόσμο, όχι μόνο γιατί έπαψαν να υπάρχουν τα Ελευσίνια Μυστήρια, αλλά και γιατί η σημερινή αντίληψη έχει αντικαταστήσει την αρχαία αντίληψη, που έκανε την Περσεφόνη να υπάρχει.
Εδώ όμως τώρα θ’ αναλύσουμε τρία τραγούδια αυτής της ύστατης στροφής του, που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το κύριο θέμα της αναφοράς μου σ’ αυτόν τον έξοχο δημιουργό των λέξεων και των νοημάτων.
«Πού πήγαν οι ώρες, πού πήγαν οι μέρες, πού πήγαν τα χρόνια; | Φωτιά στα Χαυτεία, καπνιά στην Αιόλου, βρωμιά στην Ομόνοια. | Ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ, Ρενώ και Τογιότα. | Σε λίγο νυχτώνει, στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουν τα φώτα | κι ανθρώποι μονάχοι στην Κόλαση ετούτη θα γίνουν λαμπάδα. | Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου, Ελλάδα, Ελλάδα! | Πού πήγες, Αφρούλα του ονείρου λουλούδι, πού πήγες, Ελένη; | Κρυφές αμαρτίες της άχαρης μέρας το φως δεν ξεπλένει. | Μονάχα πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες, | στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σαν στρείδια, σαν βδέλλες, | για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα, για μια φασολάδα. | Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου, Ελλάδα, Ελλάδα! | Πού πήγες, αγάπη, παράδεισε πρώτε, πού πήγες, ελπίδα; | Περάσαν οι μέρες, περάσαν τα χρόνια κι ακόμα δεν είδα | ατρόμητους άνδρες, σοφούς κυβερνήτες, μεγάλους αντάρτες, | να σπάζουν τις πύλες, να ρίχνουν τα τείχη, ν’ αλλάζουν τις στράτες | κι η νύχτα να γίνει χρυσό μεσημέρι κι η χώρα λιακάδα. | Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου, Ελλάδα, Ελλάδα!»
Στο τραγούδι «Ελλάδα Ελλάδα» ο Νίκος Γκάτσος καταθέτει την πίκρα του και την απαξίωσή του για την κατάντια της σημερινής Ελλάδας, λέγοντας στο στιχουργικό μήνυμά του ότι τα «μαύρα παιδιά» της που ήταν άλλοτε με μαύρη μοίρα, πεινασμένα, ξυπόλητα, αγράμματα, σήμερα φοράνε γραβάτα, πατάνε γκάζι στα αυτοκίνητά τους, τρέχουν με το μυαλό μόνο στις δουλειές τους - και έχουνε γίνει χειρότερα απ’ όσο ήταν πριν. «Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου, Ελλάδα, Ελλάδα!»
Και τη δεύτερη παρόμοια αναφορά του-καταγγελία για την αλλαγή και για την κατάντια των σημερινών «προοδευμένων» Ελλήνων την βρίσκουμε στο τραγούδι του (σε μουσική πάλι του Δήμου Μούτση) «Μακρινή της αγάπης ώρα». Ποιά εννοεί ότι είναι η μακρινή ώρα της αγάπης; Η γιαγιά μας, ο παππούς μας, η μαμά μας, ο παλιός μας φίλος, οποιοσδήποτε έχει ξεχαστεί τώρα, που - παντρεμένοι με παιδιά και με καινούργιες έγνοιες της σημερινής καθημερινότητας - πάμε για άλλα. Ας δούμε πώς ξετυλίγει ο Γκάτσος το μήνυμά του: «Στη ζωή μας βρήκαμε | ήλιους και φεγγάρια». Ήλιους δηλαδή μέρες ανεμελιάς και φεγγάρια δηλαδή ότι ερωτευτήκαμε. Και λέει αμέσως μετά: «Μόνοι μας τα σβήσαμε | κι ήρθανε σκοτάδια. | Μακρινή της αγάπης ώρα, | σε ξεχάσαμε. | Μες στη λάσπη και μες στη μπόρα | τις ψυχές μας τις χάσαμε». Ποιά είναι η λάσπη; Οι συμβιβασμοί που κάνουμε στη ζωή μας. Και η μπόρα, είναι η μπόρα του μυαλού μας τώρα που τρέχουμε με άλλες έγνοιες, να πάρουμε τα παιδιά μας από το σχολείο, να ψωνίσουμε στο σουπερμάρκετ εν όψει της Κυριακής που θα είναι κλειστό. Τι λέει παρακάτω; «Όλα γκρεμιστήκανε, | δεν υπάρχει νόμος. | Στην καρδιά παράπονο | και στα μάτια ο τρόμος». Με στίχους του, η εικόνα μας και η σύγχυσή μας σήμερα. Και αμέσως μετά, κάνει τη διαπίστωση της αλλαγής μας: «Το σκυλί στην πόρτα μας» δηλαδή το καλωσόρισμα στο παλιό μας σπίτι με τη γιαγιά μας να μας έχει τηγανίσει πατάτες «έγινε τσακάλι». Δηλαδή διπλομανταλώνουμε πιά την καινούργια μας πόρτα και δεν μιλάμε κι ούτε ξέρουμε τι γίνεται ο διπλανός μας. Και εξηγεί ο Νίκος Γκάτσος γιατί πήραν τέτοια αλλιώτικη τροπή τα πράγματα και τί έφταιξε: «Πέφτουν οι καλύτεροι, | προχωρούν οι άλλοι».
Ένα άλλο τραγούδι με μήνυμα που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος σε ξεκάθαρο καταγγελτικό τόνο είναι και η «Ενδεκάτη Εντολή». Ποιά είναι όμως αυτή η επιπλέον εντολή, πέρα από τις γνωστές βιβλικές Δέκα Εντολές; Μεταφέρω τα επεξηγηματικά λόγια του Γιάννη Παναγιώτου:
«Περιλαμβάνεται στον ομώνυμο δίσκο του 1984 και μάλλον έφτασε για πρώτη φορά στα αυτιά μου όταν ήμουν εφτά ή οκτώ χρονών. Μου είχε κάνει εντύπωση η φωνή της Μούσχουρη και η μελωδία του Χατζηνάσιου, όμως περισσότερη εντύπωση μου έκαναν οι στίχοι του Γκάτσου: Μιλούσαν για τις Δέκα Εντολές και για τον Μωυσή, μιλούσαν για μια επιπρόσθετη και απροσδιόριστη Ενδέκατη Εντολή, μιλούσαν για τρελούς, για σκλάβους, για καθαρά γυαλιά και για κοφτερά μαχαίρια. Είμαι σίγουρος ότι έφερνα σε δύσκολη θέση τους γονείς μου όταν τους ρωτούσα “Ποιά είναι η Ενδεκάτη Εντολή;” και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, δεν κατάφερνα να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε να πει ο ποιητής... Αρκετά χρόνια μετά από τότε, επιχειρώ να αποκωδικοποιήσω τους στίχους και να εξηγήσω ποιά είναι η Ενδεκάτη Εντολή. Το τραγούδι ξεκινάει ως εξής: «Ρίξ’ ένα βλέμμα σιωπηλό στον κόσμο τον αμαρτωλό και δες η Γη πως καίει. Και με το χέρι στην καρδιά αν δε σ’ αγγίξει η πυρκαγιά, ψάξε να βρεις ποιος φταίει». Ο ποιητής καλεί τον ακροατή να στρέψει το βλέμμα του προς την πραγματικότητα και προς την κοινωνία, για να εντοπίσει την αδικία που καίει τη Γη, και αν δεν παρασυρθεί από την επικρατούσα κατάσταση, τότε να ψάξει να βρει ποιός είναι ο φταίχτης που δημιουργεί την αδικία. Και συνεχίζει: «Σα χαμοπούλι ταπεινό που δεν εγνώρισ’ ουρανό και περπατάει στο χώμα, την Ενδεκάτη Εντολή δεν την σεβάστηκες πολύ, γι’ αυτό πονάς ακόμα." Εάν ο ακροατής παραμείνει παθητικός, σαν ένα πουλί που δεν μπορεί να πετάξει, τότε δεν θα γνωρίσει την ελευθερία και θα πονά για πάντα, αφού θα έχει παραβεί την Ενδεκάτη Εντολή. «Τράβα να βρεις τον Μωυσή και ξαναρώτα τον κι εσύ μήπως αυτός την ξέρει, την Ενδεκάτη Εντολή που `ν’ ολοκάθαρο γυαλί και κοφτερό μαχαίρι». Ο ποιητής εισηγείται ειρωνικά στον αδιάφορο ακροατή, που βρέθηκε σε αδιέξοδο, να απευθυνθεί στον ίδιο τον Μωυσή για να του εξηγήσει το νόημα της Ενδεκάτης Εντολής, για την οποία του δίνει δύο κλειδιά: Είναι καθαρή (σε αντίθεση με τον αμαρτωλό κόσμο και τη Γη που καίγεται) και είναι κοφτερή (όπως κοφτερά είναι τα μαχαίρια που κόβουν τα σχοινιά των σκλάβων). «Στην παγωμένη σου ερημιά το γέλιο γίνεται ζημιά κι η ομορφιά σκοτάδι. Έτσι είναι, φίλε μου, η ζωή, φέρνει τον ήλιο το πρωί, την καταχνιά το βράδυ». Και εάν ο ακροατής επιμείνει να μην τηρήσει την Ενδεκάτη Εντολή περιοριζόμενος στην ερημιά της ιδιωτικότητας, τότε θα βιώσει και ο ίδιος την αδικία, με αποτέλεσμα το γέλιο του να γίνει ζημιά και η ομορφιά να γίνει σκοτάδι, έτσι όπως το σκοτάδι της νύχτας αντικαθιστά το φως της ημέρας. «Κάνε λοιπόν υπομονή τώρα που φως δεν θα φανεί κι ούτε θα `ρθει καράβι.
Την ενδεκάτη εντολή την ξέρουν μόνο οι τρελοί κι όλοι της γης οι σκλάβοι». Στην περίπτωση που ο ακροατής δεν αντιμετωπίσει την αδικία και δεν εντοπίσει για να τιμωρήσει τους υπαίτιους, δεν θα έχει άλλη επιλογή εκτός από τη (μάταιη) υπομονή, ενώ οι μόνοι που μπορούν πραγματικά να τολμήσουν και να τηρήσουν την Ενδεκάτη Εντολή είναι οι τρελοί (που θα αψηφήσουν τους κινδύνους) και οι σκλάβοι (που δεν έχουν τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους). Εν ολίγοις, η Ενδεκάτη Εντολή λέει ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να είναι αδιάφορος στην αδικία, δεν δικαιούται να παρακολουθεί παθητικά την εκμετάλλευση, δεν δικαιούται να μην αναζητά τους ενόχους και δεν δικαιούται να μην επιζητά την τιμωρία τους. Μάλιστα, εάν ο άνθρωπος επιμείνει να μην ανταποκριθεί στην Ενδεκάτη Εντολή, τότε θα πληρώσει το τίμημα και θα υπομείνει ο ίδιος σε υπερπολλαπλάσιο βαθμό εκείνα που προηγουμένως τον άφηναν αδιάφορο - επειδή νόμιζε εσφαλμένα ότι δεν τον αφορούν και δεν τον επηρεάζουν. Και, δυστυχώς, στη χώρα μας, η Ενδεκάτη Εντολή παραβιάστηκε σφόδρα, τόσο από τους ηγέτες όσο και από την κοινωνία, τόσο από το Λαό όσο και από την Πολιτεία».