Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Περίεργο Θεό έχουμε, μα την αλήθεια! Και μιλάμε για έναν Θεό που γυρεύει κι εφέτος να γεννηθεί σε κοινωνίες-σουπερμάρκετ πόνου και αδικίας και σε καρδιές-πρακτορεία μοναξιάς και απελπισίας.
«Καλά Χριστούγεννα» ήτανε πάντα μια ευχή ξεγνοιασιάς και παιδικής έξαρσης. Όμως μέσα στη σφοδρή εποχή του Κορωνοϊού ποιά ξεγνοιασιά να έχουμε και ποιά παιδική έξαρση; Και όχι σαν «Χριστούγεννα», αλλά ούτε και σαν «Χριστού Γέννα» - που έρχεται σαν δεύτερο νόημα στο μυαλό μας όπως το θέλει η Χριστιανική Θρησκεία, που το απευθύνει αυτές τις μέρες σε έναν σημερινό κόσμο φτιαγμένο για καταναλωτισμό.
«Όχι, ο Χριστός δεν ήρθε για πνευματικό τουρισμό» λέει ένας θεολόγος, ο Θανάσης Παπαθανασίου. Και η φράση του αυτή βρίσκει τον τρόπο να καρφωθεί, σαν άυλο καρφί, στην ψυχή μας. Δεν ήρθε, λέει, για να ευλογήσει τη σήψη, τον θάνατο, την εκμετάλλευση.
«Με τη γέννησή του, οι άνθρωποι που κατοικούν στο σκοτάδι είδαν φως δυνατό - και για όσους μένουν στη χώρα που τη σκιάζει ο θάνατος, ανέτειλε ένα φως για χάρη τους» έγραψε κάποτε στο ευαγγέλιό του ο Ματθαίος. Ποιό ήταν εκείνο το φως που ανέτειλε τότε, θα το μεταφέρει πολύ αργότερα με τη γραφίδα του ένας άλλος ευαγγελιστής, ο Λουκάς, καταγράφοντας τα λόγια του ίδιου του Χριστού: «Στάλθηκα να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς. Να θεραπεύσω τους ψυχικά τσακισμένους. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά. Στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους». Πάλι το φως. Το φως της παρηγοριάς που σημαίνει πίστη, γιατί έχουν περάσει από τότε δυό χιλιάδες χρόνια και δεν έχει γίνει τίποτα από αυτές τις υποσχέσεις. Γιατί ο Χριστός δεν γεννιέται μέσα μας. Παραμένει ξένος.
Απόδειξη οι πρόσφυγες, που τους ξεχάσαμε μέσα στη δίνη του φόβου του Κορωνοϊού, αυτοί όμως συνεχίζουν να παλεύουν με τα κύματα της ζωής τους μέσα στις χειμωνιάτικες θάλασσες. «Ο αριθμός των θανάτων που καταγράφηκαν στις μεταναστευτικές διαδρομές μειώθηκε εφέτος, αν και οι δυσκολίες λόγω του Κορωνοϊού και τα λεγόμενα «αθέατα ναυάγια» δείχνουν πως ο αληθινός αριθμός είναι πιθανόν πολύ μεγαλύτερος, δήλωσαν πριν λίγες μέρες αξιωματούχοι του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με την έκθεσή τους για τους αγνοούμενους μετανάστες, εφέτος καταγράφηκαν 3.174 θάνατοι - σε σύγκριση με 5.327 το 2019.
Κορωνοϊός λοιπόν και «αθέατα ναυάγια» κρύβουν τον πραγματικό αριθμό θανάτων μεταναστών. «Η μείωση δεν είναι απαραίτητα ένδειξη πως ο αριθμός των ζωών που χάθηκαν χαμήλωσε το 2020, καθώς ο Κορωνοϊός δοκιμάζει την ικανότητά μας να αντιπαραβάλλουμε στοιχεία και να παρακολουθούμε ειδικές διαδρομές» λέει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Πράγματι, οι πληροφορίες είναι ελλιπείς. Αν μαθευτεί κάτι για την ύπαρξή τους, αυτό γίνεται συνήθως μέσω μελών των οικογενειών των ναυαγών.
Οδυνηρή ένδειξη του προβλήματος, τα πτώματα τεσσάρων παιδιών που ξεβράστηκαν στις ακτές της Λιβύης αυτήν την εβδομάδα, από ένα πλοιάριο που φέρεται να μετέφερε μετανάστες από τη βόρεια Αφρική.
Και επανέρχομαι στα Χριστούγεννά μας και στη Γέννηση του Χριστού, αυτού του ξένου μέχρι τις τωρινές μέρες. Και μου δίνεται η ευκαιρία να θυμίσω ότι και ο Χριστός - από την αρχή της ζωής του - μετανάστης ήταν. Αντί να γεννηθεί στη Ναζαρέτ γεννήθηκε στη Μπετ Λε Χεμ (Βηθλεέμ), και αμέσως μετά φυγαδεύτηκε στη γη της Αιγύπτου για να γλυτώσει από τη Σφαγή του Ηρώδη. Η μικρή σε διάρκεια αλλά μεγάλη σε σπουδαιότητα ιστορία των Χριστουγέννων μάς λέει ότι ο Θεός μπόρεσε να επιβιώσει σε ένα οποιοδήποτε άλλο μέρος. Όπως σε μια φάτνη στάβλου, όταν τα πανδοχεία ήταν γεμάτα και όλα τα σπίτια ήταν με κλειστές τις πόρτες τους. Και όπως σε μια μακρινή γη, όπως η Αίγυπτος.
Κι εμείς στον Έβρο τι κάναμε; Υψώσαμε ψηλούς φράχτες, πιο ψηλούς από όλη την υπόλοιπη Χριστιανική Ευρώπη, για να μην κάνει η Τουρκία τα παιχνίδια της και για μη γεμίσει η φτωχιά στη τσέπη, αλλά και στο μυαλό και στην καρδιά Ελλάδα με μουσουλμανισμό, με άδεια στόματα και με επικίνδυνες καταστάσεις. Δεν ξεχάσαμε βέβαια ότι η μισή Ελλάδα είναι πρώην πρόσφυγες και γι’ αυτό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που σκύψανε με βιωματική συγκίνηση και όχι με χριστιανική συμπόνια πάνω απ’ αυτές τις βασανισμένες ψυχές.
Όμως όλα αυτά ξεχάστηκαν όταν βρεθήκαμε κι εμείς μπροστά σε τείχη. Τείχη αόρατα, αλλόκοτα, που αυτά μας κλείσανε ολόγυρα. Τα «Τείχη» του Καβάφη: «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ, | μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. | Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. | Άλλο δεν σκέπτομαι: Τον νου μου τρώγει αυτή η τύχη. | Διότι πράγματα πολλά να κάμω είχον. | Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω! | Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότο κτιστών ή ήχον. | Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Περιγραφή (από το 1897 που γράφτηκε αυτό το ποίημα) της κατάστασης του εγκλεισμού που βιώνουμε όλοι εμείς τώρα.
Όμως, αφού έρχονται Χριστούγεννα, θυμηθείτε μια χάρτινη Φάτνη: Βράχοι πελεκημένοι, δένδρα σκυμμένα, ζώα προσηλωμένα, ουρανοί κεκλιμένοι, αλλά και άνθρωποι οδοιπόροι. Βοσκοί ή Μάγοι, δεν έχει σημασία. Έχουν φύγει από τα μέρη τους. Κι εμείς φτωχοί σαν τους Βοσκούς ή πλούσιοι σαν τους Μάγους, θα πρέπει να είμαστε μαζί τους. Να έχουμε στραμμένο το μέτωπο προς αυτό που συμβαίνει. Μήνυμα της εικόνας της Χριστουγεννιάτικης Φάτνης είναι ότι - αυτό που φιλοδοξεί η Καρδιά για τον Άνθρωπο, είναι ρόλος συμμετόχου και όχι θέση θεατή.
Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα δεν γεννιέται ο Χριστός εκεί μέσα στην καρδιά του άλλου, αλλά μέσα σε μια εθιμοτυπική φάτνη. Μόλις σβήσουνε τα φώτα της γιορτής, που στις μέρες του Κορωνοϊού θα περιοριστεί μόνο σε κατανάλωση και σε τηλεφωνήματα, τότε θα φανεί καθαρά ότι προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τους άλλους στα δικά μας δεδομένα, ακόμα κι αυτόν που λεκτικά αναγνωρίζουμε ως Θεό μας. Έτσι, ο Θεός που φτιάχνουμε πάνω στα μεγέθη της αντίληψής μας είναι ένας Θεός αφιλάνθρωπος, πρόθυμος να κάψει αυτούς που μας έβλαψαν ή τουλάχιστον αυτούς που θεωρούμε εχθρούς μας, ένας Θεός άσαρκος, ένας Θεός απρόσιτος, ένας Θεός που ποτέ δεν βρέθηκε στη Βηθλεέμ, ένας ά-χριστος. Και μια που ξαναθυμηθήκαμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ας θυμηθούμε και τούτο: Ο Χριστός μάς πρότεινε να λέμε «Πάτερ ημών», «Πατέρα μας» και όχι «Πατέρα μου».
Μέχρι τις εμπειρίες των παλαιότερων με τους πολέμους και των τωρινών με τους φόβους από την πανδημία, εννοούσαμε τον θάνατο σαν κάτι που βρίσκεται στο τέρμα της ζωής. Όμως αυτό το αυτονόητο μας δυσκολεύει πάντα να αναρωτηθούμε: Πόσο όλο αυτό που υπάρχει πριν τον θάνατο είναι ζωή; Πόσο ζωή είναι να βιώνεις τον «άλλο» σαν ανταγωνιστή ή σαν απειλή; Τί όραμα ζωής φανερώνει να γεννηθείς σε φάτνη και μετά να βρεθείς σε μακρινούς άξενους τόπους;
Αν ανασηκωθούμε στις μύτες των ποδιών μας και κοιτάξουμε πίσω από τον φράχτη που τον υψώνουν γύρω μας η εμπορευματοποίηση, το φολκλόρ, και το βόλεμα, ίσως να δούμε λίγο από εκείνο το παλιό φως, ίσως να διακρίνουμε το μήνυμα που φέρνουν τα Χριστούγεννα. Αυτό θα ήταν κέρδος. Ακόμη, ακόμη κι αν πονέσουν οι μύτες των ποδιών μας.