ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο πολιτικός Παπαδιαμάντης
Για να προσεγγίσουμε κάπως τον λόγο του Παπαδιαμάντη πρέπει να σκιαγραφήσουμε την εποχή που αυτός έζησε (1851 - 1911)
Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης1 είναι ευρέως γνωστός από τα «εορταστικά» του διηγήματα (πασχαλινά, χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα) και για την «δύσκολη» γραφή του. Είναι άγνωστος ο μεταφραστής, ο πολιτικός και καταγγελτικός Παπαδιαμάντης.
Για να προσεγγίσουμε κάπως τον λόγο του Παπαδιαμάντη πρέπει να σκιαγραφήσουμε την εποχή που αυτός έζησε (1851 - 1911).
Τον Μάιο του 1854 Άγγλοι και Γάλλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια στον Πειραιά και τον κατέλαβαν. Η παραμονή ξένων στρατευμάτων στον Πειραιά δεν έφερε μόνο πολιτική ταπείνωση και πίεση, αλλά και χολέρα που εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Αθήνα.
Το 1874 με την ονομασία «στηλιτικά» δημιουργήθηκαν διάφορα πολιτικά επεισόδια στην Αθήνα με προπηλακισμούς βουλευτών, λόγω παρατεινόμενων συνταγματικών παραβάσεων κατά τη λήψη αποφάσεων στη Βουλή, χωρίς δηλαδή την απαιτούμενη απαρτία.
Το 1879 η νομισματική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων του πληθυσμού και την κοινωνική αναταραχή με το ξέσπασμα απεργιών, κάτι που επέφερε και πολιτική αστάθεια.
Το 1882 η Μεγάλη Βρετανία κατακτά το Κάιρο και προσαρτά την Αίγυπτο στην Βρετανική Αυτοκρατορία
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1893 ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης αναγκάστηκε να αναφωνήσει στη βουλή το περίφημο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Το 1896 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η πρώτη διεθνής αθλητική διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων.
Το 1897 μετά την ήττα των ελληνικών όπλων στο Ελληνοτουρκικό Πόλεμος η χώρα μπήκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (6 Σεπτεμβρίου 1897) και το 1909 εκδηλώθηκε το κίνημα στο Γουδί.
Ο Παπαδιαμάντης δεν βρισκόταν στο πλευρό κάποιων πολιτικών αρχηγών ή κομμάτων ούτε υπήρξε μεταπράτης κάποιας κατασκευασμένης ελληνικότητας. Με την ευαισθησία της σύνθετης προσωπικότητάς2 του και το οξυδερκές βλέμα του συλλάμβανε και κατέγραφε στα διηγήματά του την σκληρή πραγματικότητα της εποχής - και έγραφε την αλήθεια. Με το διήγημα «Οι Χαλασοχώρηδες»3 (1892) ο συγγραφέας παρατηρεί και ανατέμνει το πολιτικό σύστημα και τις αξίες του και περιγράφει με γλαφυρότητα την ευτέλεια του πολιτικού προσωπικού και των πολιτικών ηθών και του (εμμονικά έως και σήμερα δυστυχώς) πελατειακού κόμματος-κράτους. Ένα χρόνο μετά (1893) ο Τρικούπης αναφωνεί το περίφημο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Η λέξη «Χαλασοχώρηδες» δηλώνει αυτούς που χαλάνε το χωριό και είναι το παρατσούκλι του ενός από τα δύο κόμματα. Χαρακτηριστή η περιγραφή του Παπαδιαμάντη:
«Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθεί…. Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής, θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας το ολιγώτερον. Α! ήτο πολύ «κουλοπετσωμένος». Εν πρώτοις, όταν επρόκειτο να διορίσει υπάλληλον, θα του έλεγε «μ’ δίνεις τα μισά;», πριν αποφασίσει να δώσει μπιλιέτο. Νέτα σκέτα, «σίγουρες δουλειές». Και αν κανείς κακομοίρης ετύγχανε να του χρεωστεί από παλαιόν καιρόν τίποτε ψωροδραχμές, θα τον διώριζεν, εξαναγκάζων αυτόν να υπογράψει εκ προκαταβολής πολλών μηνών αποδείξεις διά τους μισθούς του, με χρονολογίας ημερών μήπω ανατειλασών μέχρις υπερεξοφλήσεως…. Ό,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος, υφ’ ου εφλέγετο, να φανεί χρήσιμος εις την εκτέλεσιν δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθεί παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν. Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε την μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα:«θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσεις από την ξύλευσιν του δάσους». Έπειτα ήτο ο λιμήν, ο λιμήν της βορειοανατολικής πόλεως…Εις κάθε νέας εκλογάς επροκηρύσσετο η εργολαβία· εις κάθε διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογών η εργολαβία εγκατελείπετο. Ερρίπτοντο ακριβώς τόσαι πέτραι προς μόλωσιν της θαλάσσης κατά τας παραμονάς εκάστης εκλογής, όσαι, αν υπελογίζετο ότι θα είχομεν βουλευτικάς εκλογάς κατά παν έτος, θα ήρκουν όπως, μετά τρεις αιώνας, μετά πέντε αιώνας το πολύ, συντελεσθεί το έργον. Αλλά την φοράν ταύτην ο Αλικιάδης είχεν απόφασιν «αμέτ Μουαμέτ», να βάλει τη δουλειά εμπρός. Α! δεν τον εγελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελεν εκ παντός τρόπου να φανεί χρήσιμος εις την επαρχίαν του.»
Στο διήγημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν»4(1882-1883) (το 1882 η Μεγάλη Βρετανία προσαρτά την Αίγυπτο στην Βρετανική Αυτοκρατορία) ο Παπαδιαμάντης κατηγορώντας την πολιτική της πανίσχυρης Βενετίας και με πολύ σκληρούς χαρακτηρισμούς γράφει τα ακόλουθα:
«Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχής και γνησία κατά τούς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε την πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τήν πεῖναν. Ἡ πεῖνα παρήγαγε τήν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τήν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τήν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησε τήν πολιτικήν.
Ἰδού ἡ αὐθεντική καταγωγή τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καί τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διά τῆς βίας, τώρα διά τοῦ δόλου… καί διά τῆς βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβάται οὗτοι, οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοί οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δέ οὕτω τούς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμά διά τούς λαούς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των».
Στην αριστουργηματική «Φόνισσα»5 (1903) αναλύει τη ψυχολογία και τη θέση της γυναίκας6 εκείνα τα χρόνια και το αβάσταχτο βάρος των κοριτσιών.
«Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.»
Το έργο αυτό του Παπαδιαμάντη είναι μια τραγωδία. Η Φραγκογιαννού αν είχε δύναμη, αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα έδινε ίσως στη γυναίκα τη θέση που της άξιζε. Είναι μια τραγική ηρωίδα που με τον επιλεκτικό φόνο παιδιών προσπαθεί να εξαλείψει την «κατάρα» των κοριτσιών - «προσπαθεί να σκοτώσει την ίδια τη δυστυχία»7. Δεν την μισούμε για τους φόνους, δεν ταυτιζόμαστε μαζί της αλλά παρακολουθούμε με αγωνία το μαρτύριο της και τη πορεία της προς το θάνατό.
Ο Παπαδιαμάντης σε όλα του τα διηγήματα μιλάει για την αγωνία των ανθρώπων χωρίς υπερβολές, ζωγραφίζει με αγιογραφική λιτότητα τους ταπεινούς, τους «πτωχούς και παραγκωνισμένους»8, τους φτωχοδιάβολους και τους «ὀλίγον λαθρέμπορους πλέον μικρᾶς δόσεως ναυταπάτης»9 που ζουν μέσα στο καμίνι της καθημερινής βιοπάλης. Υπηρετεί τον βυζαντινισμό10 με θρησκευτικότητα και κοσμικότητα. Ήταν ό ίδιος ένας φτωχός βιοπαλαιστής αλλά και ένας άνθρωπος με δυο μεγάλα πάθη: το κρασί και το τσιγάρο. Τα πάθη όμως είναι ανθρώπινα και δεν πρέπει να τα φοβόμαστε- αυτούς που χαμογελούν συνεχώς και δεν κοιτάνε στα μάτια όταν μιλούν πρέπει να φοβόμαστε (Δ. Μαρωνίτης11).
«Ο κ. Παπαδιαμάντης, γράφει ο Δ. Χατζόπουλος12, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος13, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα και την χείρα αιωνίου επί του ώμους…».
Ο «με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον» Παπαδιαμάντης, δεν διστάζει να καταγγείλει την ελίτ της εποχής του, «τους εξουσιούχους που μετρούν το χρόνο κομματιασμένο σε τετραετίες κάλπης14», το πολιτικό προσωπικό των ευτελέστατων επιδιώξεων, της εγωλαγνείας και της διαπλοκής. Γράφει στην εφημερίδα «Ἀκρόπολις» την Πρωτοχρονιά του 1896, χρονιά της τελέσεως των Α´ Ολυμπιακών αγώνων τα ακόλουθα:
«Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ῾στειρεύοντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον;
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος».
Στο διήγημα «Βαρδιάνος στα σπόρκα» (1893) που αναφέρεται στην επιδημία χολέρας είναι εξαιρετικά καυστικός για «τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως» (που παραμένει ανίκανη έως σήμερα).
«Δὲν λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀληθεύει ὅτι, εἰς τὴν ἐρημόνησον, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς αὐτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, τὸ κρέας ἐπωλεῖτο ὑπὸ ἐλαστικῆς συνειδήσεως κερδοσκόπων ἀντὶ τριῶν δραχμῶν κατ᾽ ὀκάν, ὁ ἄρτος ἀντὶ ὀγδοήκοντα λεπτῶν καὶ ὁ οἶνος ἀντὶ δραχμῆς. Ὅσον διὰ τὸ νερόν, ἐπειδὴ τὸ μόνον πηγάδιον τὸ ὑπάρχον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου ταχέως ἐστείρευσε, κατήντησε νὰ πωληθῇ πρὸς δύο δραχμὰς ἡ στάμνα.»
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε στη Σκιάθο τα μεσάνυκτα στις 2 προς 3 Ιανουαρίου 1911. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν «σεληνοφεγγής νυξ», όπως την περιγράφει στα διηγήματά του «Η νοσταλγός», «Όνειρο στο κύμα» και στη «Φαρμακολύτρα».
***
1 Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:«Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτῆρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδας.»
2 Βλπ «Ένα γεύμα την παραμονή των Χριστουγέννων», αφήγημα του Μιλτιάδη Μαλακάση, δημοσιευμένο στο Μπουκέτο τα Χριστούγεννα του 1930 και Α. Καρκαβίτσα «Ο κυρ Αλέξανδρος», Περιοδικό Καλιτέχνης, 1911.
3 Εφημερίδα «Ακρόπολις»
4 Περιοδικό «Μὴ χάνεσαι» του Γαβριηλίδη
5 Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια»
6 Βλπ για τη θέση της γυναίκας και στο διήγημα «Ο γάμος του Καραχμέτη»
7 Από την εισαγωγή των Απάντων του Παπαδιαμάντη (έκδοση Φυτράκης- Κουτσούμπος, 1965)
8 Βλπ διήγημα Παπαδιαμάντη «Άλλος τύπος» (1903)
9 «Οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦ μικροῦ τσερνικίου τρεῖς ἄνδρες δὲν ἦσαν βεβαίως οὔτε ἅγιοι οὔτε φύσει κακοῦργοι. Ἦσαν ἁμαρτωλοί, ὑποπεσόντες κατὰ κόρον εἰς τὰ συνήθη καὶ κοινὰ παρὰ πᾶσι πταίσματα, ἴσως καὶ εἰς ὀλίγην λαθρεμπορίαν πλέον μικρᾶς δόσεως ναυταπάτης» (Από το διήγημα του Παπαδιαμάντη Ναυαγίων ναυάγια).
10 Καβάφη Άπαντα, «Στην Εκκλησία», Ίκαρος
11 Δ. Ν. Μαρωνίτης ( 1929 - 2016), κλασικός φιλόλογος, κριτικός της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, μεταφραστής αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και δοκιμιογράφος.
12 Δημήτρης Χατζόπουλος, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος (1872-1936)
13 O Μένιππος (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν κυνικός φιλόσοφος και σατιρικός συγγραφέας που γεννήθηκε στα Γάδαρα, αρχαία Ελληνική πόλη της Συρίας (Μένιππος εκ Γαδάρων). Τα έργα του, τα οποία δεν σώζονται σήμερα, επηρέασαν σημαντικά τα έργα του Βάρρωνα και του Λουκιανού. Η Μενίππεια σάτιρα πήρε το όνομα της από αυτόν.
14 Παντελής Μπουκάλας, Η δομική αντιπολίτευση της «Θάλειας», εφ. Καθημερινή