ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο ποιητής του μείζονος ελληνισμού
Το διαβατήριο του έγραφε «επάγγελμα ποιητής» και αυτό ζήτησε να γραφεί και στο τάφο του.
Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη
Ο Κ.Π.Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1933 στην ίδια πόλη. Το διαβατήριο του έγραφε «επάγγελμα ποιητής» και αυτό ζήτησε να γραφεί και στο τάφο του.
Είναι ο ποιητής που μας έθεσε το ερώτημα «τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους». Που μίλησε για τη ζωή που «ρήμαξε εδώ στη κόχη ετούτη τη μικρή», για τον «κρότο κτιστών ή ήχον» που δεν ακούστηκε και για την αξιοπρέπεια του Αντωνίου καθώς αποχαιρετάει την «Αλεξάνδρεια που φεύγει».
Ο ίδιος ο Καβάφης διέκρινε τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες. Τα φιλοσοφικά, τα ιστορικά και τα αισθησιακά.
Στα φιλοσοφικά συγκαταλέγονται τα «Τείχη» (η έννοια του αναπότρεπτου), οι «Θερμοπύλες» (η έννοια του χρέους) και το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (η ματαιότητα και η αξιοπρέπεια).Στα ιστορικά τα πρόσωπα των ποιημάτων του είναι, είτε πραγματικά είτε φανταστικά. Τα ερωτικά ποιήματα είναι γραμμένα (πλην ενός) μετά το 1916 και δημοσιευμένα μετά το 1917 δηλαδή τα χρόνια της πλήρους ποιητικής ωριμότητας (Κ.Λ. Καράογλου).
Στα ποιήματά του προσπάθησε να σώσει και να ταιριάξει «με ποιητική ακρίβεια όλα τα ζωντανά στοιχεία της γλώσσας μας: αρχαία, μεσαιωνικά νεώτερα-εκκλησιαστικά, λογοτεχνικά, ιδιωματικά και αγοραία» (Γ.Π. Σαββίδης). Το έκανε χωρίς λεκτικά στολίδια και θέλοντας να έχει «την βαρύτητα της ρεαλιστικής διαπίστωσης» (Λ. Πολίτης).
Στις αρχές του 1927 ο Νίκος Καζαντζάκης ταξιδεύει στην Αίγυπτο και το Σινά. Επισκέπτεται τον Καβάφη στο σπίτι της οδού Λέψιους, στην Αλεξάνδρεια και στις 15 Απριλίου 1927, δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» ένα κείμενο για τον ποιητή, ο οποίος θα γινόταν η διεθνής ποιητική μας φωνή:
«Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης, κι υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής…»
Δυο χρόνια αργότερα το 1930, σε αντιπρόσωπο κάποιου γαλλόφωνου περιοδικού (το κείμενο μετέφρασε στα ελληνικά ο Μιχάλης Πιερίδης δίνοντάς του τον τίτλο «Αυτοεγκώμιο»), ο Καβάφης μιλάει για τον εαυτό του:
«Ο Καβάφης, κατά την γνώμην μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς την διανοητική συγκίνηση, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητος, η ελαφρά ειρωνεία του αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού. Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέση σ’ έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα. Με αυτά τα δεδομένα, υποστηρίζω ότι το έργο του δεν θα μείνη απλώς κείμενο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως».
Ο Καβάφης από ποιητής του απόδημου ελληνισμού, έγινε από τους πλέον σημαντικούς ποιητές του μείζονος ελληνισμού και πήρε κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση, την οποία επηρέασε αποφασιστικά. Το ύφος του Καβάφη, το οποίο υπηρετεί άψογα την τέρψη και τη γνώση «είναι ένα από τα στολίδια της ελληνικής ποίησης που κανένα θάμπωμα δεν τα απειλεί» (Π. Μπουκάλας). Μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες και «συνέβαλλε στην ανανέωση της ποίησης στη σύγχρονη Ευρώπη» (Γ.Δάλλας). Ο Γ.Π. Σαββίδης στο εισαγωγικό του σημείωμα των «Απάντων» του ποιητή (εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ) γράφει: «Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, ένα από τα γνωστότερα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου θα διαφήμιζε ότι: έχουμε όλα τα καλύτερα βιβλία, από τον Τσώρτσιλ ως τον Καβάφη».
Ο Κ.Π. Καβάφης είναι αυτός που μας «δίδαξε» να μην εξευτελίζουμε τη ζωή μας «μες τη πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες» αλλά και για τη μέρα που «πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούμε».