ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο λοιμός στην Αθήνα του 430 π.Χ.
Η πανδημία του κορονοϊού που μαστίζει τούτο τον καιρό την ανθρωπότητα έφερε στο νου μου όσα συνέβησαν στην Αθήνα το 430 π. Χ., όταν, διαρκούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου, ξέσπασε ο μεγάλος λοιμός, που αποδεκάτισε χιλιάδες Αθηναίων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μεγαλύτερος αρχαίος Έλληνας (και όχι μόνο) πολιτικός, ο Περικλής.
Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Για να κατανοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να πούμε ότι, λόγω των επιδρομών των Λακεδαιμονίων στην Αττική, οι γεωργοί Αθηναίοι που ζούσαν στην ύπαιθρο αναγκάστηκαν να μετοικήσουν εντός των Μακρών τειχών της Αθήνας, με αποτέλεσμα να ζουν σε άθλιες συνθήκες, πράγμα που ευνόησε την εμφάνιση και εξάπλωση του λοιμού.
Την εξέλιξη της ασθένειας περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ο σπουδαιότερος ιστορικός του αρχαίου κόσμου, ο Θουκυδίδης, ο οποίος όχι μόνο μας δίνει με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματά της αλλά και δείχνει τις ηθικοκοινωνικές συνέπειες της: μια αληθινή λοιμική όχι μόνο των σωμάτων αλλά και των ψυχών. Βέβαια, δεν θα πρέπει καθόλου να συγκρίνουμε την πανδημία του κορονοϊού με τον αθηναϊκό λοιμό, επειδή: α) ήταν μια ασθένεια παντελώς διαφορετική από τον κορονοϊό, β) αντίθετα με τα σημερινά ιατρικά δεδομένα, οι άνθρωποι τότε, αφενός, δεν είχαν τις ιατρικές και επιστημονικές γνώσεις ούτε και τα μέσα και τους χώρους για να αντιμετωπίσουν την ασθένεια, και γ) ζούσαν σε συνθήκες πολύ ευνοϊκές για την εξάπλωσή της. Πάντως, πρέπει να πούμε ότι, όπως και στον κορονοϊό, η επαφή των ανθρώπων μεταξύ τους μετέδιδε ταχύτατα την ασθένεια και ότι ο φόβος και ο πανικός επέφερε τεράστιες ηθικοκοινωνικές συνέπειες. Αυτές τις συνέπειες του λοιμού, όπως μας τις εκθέτει ο Θουκυδίδης, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, σε μετάφραση του Άγγελου Βλάχου:
«Όσο διαρκούσε η επιδημία αυτή, δεν παρουσιάστηκε καμιά απ’ τις συνηθισμένες αρρώστιες, κι αν παρουσιαζόταν κατέληγε στη λοιμική. Πέθαιναν οι άνθρωποι, και όσοι δεν είχαν καμιά περιποίηση και οι άλλοι, παρ’ όλες τις περιποιήσεις. Μπορεί κανείς να πει ότι κανένα αποτελεσματικό φάρμακο δεν βρέθηκε, γιατί εκείνο που ωφελούσε τον ένα έβλαπτε τον άλλο. Καμιά κράση, ισχυρή ή αδύνατη, δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην αρρώστια που τους σάρωνε όλους, ακόμα κι εκείνους που τους νοσήλευαν με κάθε φροντίδα. Το χειρότερο απ’ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν και απελπίζονταν αμέσως, αφήνοντας τον εαυτό τους χωρίς ν’ αντιδράσουν, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα. Αυτό προκάλεσε τη μεγαλύτερη καταστροφή και τούτο επειδή ή απόφεύγαν, από φόβο, να περιποιηθούν τους αρρώστους και αυτοί πέθαιναν έρημοι-και έτσι άδειασαν πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει-ή επικοινωνούσαν με τους αρρώστους, κολλούσαν τη λοιμική και πέθαιναν. Τούτο συνέβαινε κυρίως με όσους, από καλοσύνη και φιλότιμο, πήγαιναν, αψηφώντας τον εαυτό τους, σε αρρώστους φίλους τους. Αλλού πάλι, και αυτοί οι συγγενείς, τσακισμένοι από τη συμφορά, παρατούσαν και τα μοιρολόγια ακόμα. Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους και τους ετοιμοθάνατους ένοιωθαν όσοι είχαν πάθει την αρρώστια και είχαν σωθεί. Ήξεραν τι σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πιά φόβο. Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, κι οι ίδιοι από τη μεγάλη τους χαρά, είχαν τη μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια από άλλη αρρώστια.
Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνονταν μεσ’ στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς, που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ’ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ’ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Πολλοί, που, απ’ τους πολλούς θανάτους στην οικογένειά τους, τους είχαν λείψει τα χρειαζούμενα, μεταχειρίζονταν άπρεπους τρόπους. Άλλοι απόθεταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά και έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν το νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός και έφευγαν γρήγορα.
Αλλά η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνει πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, κληρονομούσαν και έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθεί σ’ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει προτού τελειώσει εκείνο για το οποίο κοπίαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση του τι ήταν ευσέβεια και τι δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει απ’ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ’ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή.» (Ιστοριών, Βιβλ. Β΄ κεφ.51-53).