Του Δημήτρη Καρατζάνη
Σαββατόβραδο, ζέστη πολλή , που, παρά το ζωηρό μελτέμι που αγωνίζεται φιλότιμα να την μετριάσει, τα αποτελέσματα του είναι μέτρια.
Και δε φτάνει η ζέστη, αλλά είναι και οι πολιτικές ειδήσεις που την κάνουν πιο νοσηρή, καθώς αποπνέουν μόνο απαισιοδοξία, είτε πρόκειται για τις δηλώσεις Λαγκάρντ και ΔΝΤ που μιλούνε γι ανάγκη κι άλλης μείωσης των μισθών που είναι. βλέπεις, πολύ.. .υψηλοί ,είτε για τους ''αριστοτεχνικούς'' χειρισμούς της ''αριστερής'' μας κυβέρνησης που μεσ το κατακαλόκαιρο τα δίνει όλα για την ...καταπολέμηση της διαπλοκής στα τηλεοπτικά και την αποκατάσταση της ...ισότητας στην ψήφο.
Εν πάση περιπτώσει, παρά τους μεγάλους πειρασμούς που έχει κανείς να επιλέξει πολιτικό θέμα σήμερα, θα το αποφύγουμε και θα καταπιαστούμε με ένα παλιό φίλο τον ''Κιτσο''.Ένα καναρίνι τόσο δα, που το είχα αναφέρει ακροθιγώς πριν μέρες ,όταν σε κείμενο της στήλης υποστήριζα με ...πειραματική απόδειξη ,πως και τα πουλιά... ερωτεύονται.
Ο''Κίτσος'' λοιπόν, που τον θυμήθηκα καθώς άκουγα το τραγούδι ενός κιτρινομύτη κότσυφα που ...φλέρταρε μια φαινομενικά αδιάφορη θηλυκιά , ήταν δώρο ενός μπάρμπα μου. Ενός ηλικιωμένου πρωτοθειού μου, που, αφού πέρασε όλη του τη ζωή πίσω από ένα τιμόνι, ανακάλυψε στο δείλι της, πόσο περίσσευμα αγάπης και τρυφεράδας βρισκόταν κρυμμένο στην ψυχή του και αποφάσισε να το προσφέρει απλόχερα στους μικροσκοπικούς, φτερωτούς του φίλους, γεμίζοντας το σπίτι του με αυτούς
Ο ΄΄Κιτσος'' λοιπόν ,μικροσκοπικός αλλά αεικίνητος και προπαντός λαλίστατος ,αφίχθηκε μια μέρα μέσα σ ένα καλαίσθητο χρωματιστό κλουβί στο σπίτι ,κι από κει κατ ευθεία στη Σύλαμο, στο παλιό πατρικό μετόχι .
Για όσους δεν τη ξέρουν, η Σύλαμος είναι ένας παράδεισος στη νοτική αυλή του Ηρακλείου. Σ ενός μόνο...τσιγάρου δρόμο απ την πόλη. Είναι ένα ήρεμο, ειρηνικό τοπίο, από χωμάτινους καλλιεργημένους λόφους στη ποδαρά του Γιούχτα κι ένα καταπράσινο ρέμα, το Συλαμιανό. Και-πράγμα περίεργο- παρά τη γειτνίαση του με την πόλη, έχει διατηρήσει ανέπαφο τον αγροτικό του χαρακτήρα.
Εκεί λοιπόν, στο ανακαινισμένο μετόχι, μεταφέρθηκε ο ''Κίτσος'' μεσ' το κλουβί του, και κρεμάστηκε αμέσως στο πιο ρωμαλέο κλωνί της εκατόχρονης καρυδιάς, μια ανάσα απ το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας .
Φαίνεται πως ενθουσιάστηκε από το περιβάλλον και την ασφάλεια που ένοιωθε με την παρουσία του κάτασπρου Ρωσικού λύκου μου στον πόδα της καρυδιάς, κι από την πρώτη κιόλας μέρα άρχισε το τραγούδι . Τι άρχισε δηλαδή, δεν έλεγε να ''βάλει τη γλώσσα του μέσα'' όπως έλεγε η Μικρασιάτισα γιαγιά μου, όταν μικρός την πιλάτευα με ατέλειωτα ''γιατί''.
Ξεκίναγε το τραγούδι απ το ξημέρωμα και δεν έλεγε να σταματήσει, αν δε χανόταν ο ήλιος πίσω από τις Βασιλιές . Μια θάλασσα ανεπανάληπτοι ήχοι ξεπετάγονταν από κεινο το εύθραυστο σωματάκι, που, είχε δεν είχε, το μέγεθος ενός μεγάλου καρυδιού. ,Από ένα λαρύγγι όχι φαρδύτερο από το κεφάλι μιας καρφίτσας.
Μας έτυχε σίγουρα η ...Μαρία Κάλας των πουλιών συνήθιζε να λέει η γυναίκα μου ,που, πρωί -βραδυ, συνήθιζε να παίρνει τον καφέ της με συντροφιά το κελάιδημα του ''Κίτσου'', ο οποίος, σύντομα έγινε το πιο αγαπημένο μέλος της Συλαμιανής παρέας.
Περνούσαν έτσι οι μέρες, με τον ''Κίτσο'' να βελτιώνει συνεχώς τις φωνητικές του επιδόσεις του και να μας αφήνει απορημένους από τα μουσικά θαύματα που μπορεί να κάνει η φύση, χωρίς μάλιστα μακρόχρονες σπουδές ,δάσκαλους και ωδεία.
Ήταν, αν θυμάμαι καλά, το τελευταίο Σάββατο του Απρίλη που ξυπνήσαμε με ένα φοβερό Νοτιά, την ''κατάρα'' της Συλάμου, όπως έλεγαν οι παλιοί, καθώς ο αέρας, που κατεβαίνει σφυρίζοντας απ τις πλαγιες του Γιούχτα ,κατά μήκος του Συλαμιανού ρέματος, ''ξεμαλλιάζει'' -στην κυριολεξία- ,ότι συναντήσει στο πέρασμα του.
Τα βρήκε όλα πάνω στο ανθό ,και δε θ αφήσει τίποτα όρθιο η ''τρελή',' σκέφτηκα. Δε θα στεργιώσομε φέτος φρούτο, ούτε για δείγμα...Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, όταν ένας δυνατός θόρυβος ,σαν σύρσιμο μετάλλου πάνω στις πλάκες ακούστηκε απ΄΄εξω και, σχεδόν ταυτόχρονα ,άγρια γαυγίσματα και απελπισμένα νιαουρίσματα γάτας .
Πετάχτηκα έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. .Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ,ήταν το στραπατσαρισμένο κλουβί του ''Κίτσου'', πεταμένο στις πλάκες της αυλής, μ ορθάνοιχτη την πόρτα και λίγο πιο πέρα, το ρωσικό λύκο μου να χει αρπάξει απ το σβέρκο μια τεράστια γκρίζα γάτα και να την ταρακουνά πέρα -δώθε, με απίστευτο μένος και αγριάδα'
Είδα κι έπαθα να του πάρω από το στόμα του τον ''εχθρό'' ,που ήταν όμως πια ένα ματωμένο κουρέλι χωρίς πνοή. .Κι εκείνος όμως δεν ήταν χωρίς απώλειες, καθώς ήταν γεμάτος από άιματα ,που έτρεχαν από τη βαθιά γρατζουνισμένη του μουσούδα..
Ο ''Κίτσος',' εν τω μεταξύ, είχε γίνει άφαντος, χωρίς να γνωρίζει κανείς αν είχε δραπετεύσει προς την ελευθερία του ή βρισκόταν στο στομάχι της γάτας.
Δε θέλω άλλο πουλί , είπε κατηγορηματικά η γυναίκα μου - ήταν σα να χε χάσει δικό της άνθρωπο- στην πρόταση μου να βρούμε άλλο...''Κίτσο''. Και συμφώνησα τελικά μαζί της , γιατί είναι πράγματι απίστευτο, πόσο ''δέσιμο'' μπορει να υπάρξει μ ένα τόσο δα πλασματάκι.
Είχαμε σχεδόν αρχίσει να ξεχνάμε τη θλιβερή αυτή ιστορία,όταν, ένα πρωί, ,κάνα μήνα μετά,,ξυπνήσαμε μ ένα υπέροχο κελάιδησμα , που ερχόταν , απ τη μεριά της καρυδιάς. Ο ''Κίτσος'',είπε κατασυγκινημένη η γυναίκα μου και έτρεξε προς την πόρτα. Κι ήταν πράγματι εκείνος, που, καθισμένος στο πιο ψηλό κλαδί της καρυδιάς ,,ήταν ''δοσμένος.. σε μια από τις κορυφαίες του εκτελέσεις .
Ν ανοίξομε την πορτα του κλουβιού, να του βάλομε φαί μέσα, μήπως και μπει, είπε η γυναίκα μου
Άδικος κόπος. Ο ''Κιτσος'' αφού έμεινε για λίγο , τραγουδώντας ,πιο ζωηρά και χαρούμενα από ποτέ, πέταξε μακριά ,ίσως να ψάξει για κάποιο ταίρι..
Τουλάχιστον ζει, είπα με ανακούφιση Και .δε ζει μόνο ,μα είναι και λεύτερος κι ίσως αύριο ερωτευμένος, σκέφτηκα, χωρίς να νοιώθω πια καθόλου λύπη ,για το χαμένο φίλο.
Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE
Στείλε την είδησηTEST PLACEMENT