ΑΠΟΨΕΙΣ
"Ο κ. Μητσοτάκης αντιμετωπίζει τις «παθογένειες» των Πανεπιστημίων με αποκλεισμό χιλιάδων φοιτητών και αστυνομοκρατία στα Ιδρύματα"
Η αντίληψη της κυβέρνησης αποτυπώνεται γλαφυρά και στον περιορισμό του χρόνου φοίτησης σε 2 επιπλέον έτη για τις σχολές τετραετούς φοίτησης και σε 3 για τις σχολές άνω των τεσσάρων χρόνων φοίτησης, αντίστοιχα.
Του Σωκράτη Βαρδάκη*
Τίποτα δεν προκαλεί έκπληξη πια. Το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη επιδίδονται σε έναν θερμό εναγκαλισμό, για τη δημιουργία ενός επαίσχυντου Νομοσχεδίου που παραπέμπει σε άλλες εποχές, εν μέσω πανδημίας.
Τη στιγμή που οι φοιτητές βρίσκονται στα σπίτια τους, μακριά από τις σχολές τους, χωρίς συγγράμματα, πληρώνοντας ενοίκια για σπίτια ακατοίκητα, αγωνιώντας για το μέλλον των σπουδών τους, η κυβέρνηση αντί να σκύψει πάνω από τα προβλήματα και να δώσει ουσιαστικές λύσεις για την ομαλή επιστροφή τους στα πανεπιστήμια, συνεχίζει την πάγια τακτική της: με πρόσχημα την πανδημία περνάει ισοπεδωτικά νομοσχέδια, υπηρετώντας πιστά νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ιδιωτικά συμφέροντα.
Στην παρουσίαση του νομοσχεδίου η κα. Κεραμέως μας ενημέρωσε με καμάρι, ότι οι αλλαγές που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο στοχεύουν να αντιμετωπίσουν χρόνιες παθογένειες του προβλήματος.
Αλήθεια, κα. Κεραμέως ποια ακριβώς παθογένεια αντιμετωπίζει η καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια; Μήπως τη δυσκολία των ιδιωτικών κολλεγίων να μαζέψουν πελατεία, στα οποία, παρεμπιπτόντως, παρότι εξισώσατε τα πτυχία τους με αυτά των πανεπιστημίων, δε βλέπετε την αντίστοιχη ανάγκη για ελάχιστη βάση εισαγωγής; Ποιες εναλλακτικές επιλογές αφήνετε στους νέους, όταν μάλιστα πριν λίγο καιρό καταργήσατε και τα 2ετή Προγράμματα Σπουδών των Πανεπιστημίων για αποφοίτους ΕΠΑΛ και διαλύσατε την επαγγελματική εκπαίδευση;
Η λογική της πλασματικής «αριστείας» για την οποία τα στελέχη της κυβέρνησης επιστρατεύουν μέχρι και ψεύτικους τίτλους σπουδών, δεν μπορεί να χωρέσει την πιθανότητα ένας αδύναμος μαθητής στον οποίο δίνεται μία ευκαιρία να σπουδάσει, να εξελιχθεί σε ένα συνεπή φοιτητή και στη συνέχεια σε έναν αξιόλογο επαγγελματία ή επιστήμονα.
Η αντίληψη της κυβέρνησης αποτυπώνεται γλαφυρά και στον περιορισμό του χρόνου φοίτησης σε 2 επιπλέον έτη για τις σχολές τετραετούς φοίτησης και σε 3 για τις σχολές άνω των τεσσάρων χρόνων φοίτησης, αντίστοιχα.
Η δύσκολη καθημερινότητα την οποία αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές οικογένειες και η οποία γίνεται ακόμα πιο δύσκολη με τις επιλογές της κυβέρνησης, αναγκάζοντας πολλούς φοιτητές να εργάζονται προκειμένου να ενισχύσουν το οικογενειακό εισόδημα και να ανταπεξέλθουν στα έξοδα των σπουδών τους, αλλά και πιθανά σοβαρά θέματα υγείας και περιπτώσεις φοιτητών ΑΜΕΑ, αφήνουν παγερά αδιάφορη την Υπουργό. Οι εν λόγω φοιτητές θα πρέπει να αποδείξουν τους λόγους για τους οποίους δικαιούνται επιπλέον παράταση στις σπουδές τους, υποβαλλόμενοι σε μία αχρείαστη ταλαιπωρία.
Ένα μέτρο όχι απλά αχρείαστο αλλά και παράλογο, καθώς οι φοιτητές που καθυστερούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους δεν επιβαρύνουν με κανέναν τρόπο τα πανεπιστήμια. Μάλιστα, το Υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να προβληματιστεί από το ποσοστό των φοιτητών οι οποίοι εγκαταλείπουν τελικώς τις σπουδές τους, το οποίο επικαλείται ως επιχείρημα για το μέτρο αυτό και να αναζητήσει ουσιαστικούς τρόπους να βελτιώσει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και το σύστημα εισαγωγής στις σχολές κι όχι να λειτουργεί πειθαρχικά και τιμωρητικά.
Πιο ανατριχιαστικές, ωστόσο είναι οι διατάξεις που αφορούν τις αλλαγές στους χώρους των πανεπιστημίων. Ελεγχόμενη είσοδος στα ΑΕΙ, σύσταση δομών ασφαλείας, ειδική Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος (κοινώς αστυνομία πανεπιστημίου), Πειθαρχικά Συμβούλια για τους φοιτητές και η σκοτεινή λίστα συνεχίζεται.
Ειδικά Κέντρα Ελέγχου που θα καταγράφουν κάθε κίνηση των φοιτητών, πρυτάνεις και κοσμήτορες σε ρόλο ανακριτή, ποινές απαγόρευσης συμμετοχής σε εξεταστικές, σε χρήση εξοπλισμού ή εγκαταστάσεων του ιδρύματος, έως και οριστικής διαγραφής του φοιτητή.
Όποιος έχει περάσει την πύλη ενός ελληνικού πανεπιστημίου, όποιος έχει ζήσει την ακαδημαϊκή καθημερινότητα, τις κοινωνικές αναμοχλεύσεις, τα πολιτιστικά δρώμενα, αντιλαμβάνεται το πανεπιστήμιο ως χώρο ελεύθερης έκφρασης, ανταλλαγής ιδεών και αφετηρία κοινωνικών αλλαγών κι όχι ως χώρο φίμωσης, ποινικοποίησης και καταστολής.
Η φύλαξη των Πανεπιστημίων σαφώς και είναι επιτακτική ανάγκη. Γι’ αυτό και αναρωτιέται κανείς, αφού η κυβέρνηση κόπτεται τόσο πολύ για την ασφάλεια των ιδρυμάτων, γιατί δεν αυξάνει τα κονδύλια, ώστε να ενισχυθεί το προσωπικό φύλαξης των Πανεπιστημίων, ένα αίτημα που έχουν επανειλημμένα εκφράσει οι Πρυτάνεις;
Είναι προφανές ότι η Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν ενδιαφέρεται για τη φύλαξη των πανεπιστημίων. Μετά την κατάργηση του ασύλου, τις περικοπές των δαπανών για την παιδεία, την κατάργηση νέων τμημάτων αλλά και την υποστελέχωση των υπολοίπων, διαφαίνεται πως το “‘όραμά” του για τα Πανεπιστήμια είναι η μετατροπή τους σε ένα αστυνομοκρατούμενο, ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου θα διασφαλιστεί ότι δε θα αποτελεί εφαλτήριο κοινωνικών διεκδικήσεων.
Το νομοσχέδιο τέθηκε σε “διαβούλευση” τη στιγμή που οι φοιτητές τρώνε ξύλο στους δρόμους από τα ΜΑΤ του κ. Χρυσοχοΐδη και η κα. Κεραμέως κλείνει τα αυτιά της στις φωνές των Ακαδημαϊκών, που με ομόφωνη απόφασή τους στη Σύνοδο των Πρυτάνεων δήλωσαν αντίθετοι στην παρουσία της αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Για ποια διαβούλευση, λοιπόν, μιλάμε;
Ο κ. Μητσοτάκης προσθέτει μια ακόμη μαύρη σελίδα στο χρονικό της διακυβέρνησής του και στέκεται απέναντι από τη νέα γενιά, την οποία για άλλη μια φορά προκαλεί και απαξιώνει. Οι φοιτητές, οι ακαδημαϊκοί και οι άνθρωποι του πνεύματος θα κρατήσουν τα πανεπιστήμια ζωντανά, ενάντια σε κάθε σκοτεινή κυβερνητική επιταγή.
*Σωκράτης Βαρδάκης Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία Ηρακλείου