ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο δάσκαλος που λαογραφούσε
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Σε άλλες ζωές, αν υπάρχουν, μπορεί να γίνουμε μυρμήγκια ή μέλισσες. Στη ζωή ετούτη που ζούμε, και όχι σε άλλες υποτιθέμενες ζωές, ένας δάσκαλος ο Γιώργος Περάκης, δούλεψε και σαν μυρμήγκι και σαν μέλισσα. Όχι στην καθημερινή δουλειά του, αλλά στη μυστική δημιουργική ζωή του. Πέρασε ο καιρός αυτής της διπλής ζωής και κάποια στιγμή, προς το τέλος, αποκαλύφθηκε. Ξεπρόβαλε σαν βιβλίο. Το είχε ονομάσει, όπως ακριβώς τα είχε κάνει να φανούν στο φως: «Ραντολόγια». Μάζευε τόσα χρόνια, λόγια - από δω κι από κει, σκόρπια.
Λόγια περιφρονημένα, παραπεταμένα, αγνοημένα, ξεχασμένα λόγια του λαού, και τα λαογράφησε. Γιατί αυτό σήμαινε ραντολόι στους παλιούς: Να μαζεύεις ό,τι έχουν αφήσει, ό,τι έχουν παρατήσει, οι άλλοι. Ραντολογούσε - όταν δεν βρισκόταν στο σχολείο ο δάσκαλος αυτός - σαν μυρμήγκι. Και πήγαινε από θέμα σε θέμα σαν μέλισσα. Θέματα ιστορικά, καθημερινά, χιουμοριστικά, θυμοσοφικά, κι ό,τι γεννούσε το κοίταγμα της ματιάς και η βαρύτητα του μυαλού των απλών ανθρώπων. Αμελητέα τα περισσότερα. Αφημένα στο σάρωμα του αδηφάγου χρόνου. Τα έσωζε όμως η κρυφή πένα (που δεν είχε μελάνι, αλλά είχε μεράκι) του Γιώργου Περάκη. Και ένα διπλό μπράβο τού πρέπει , γιατί το έκανε σε μια εποχή που ο Τουρισμός σάρωνε τις σκέψεις των ανθρώπων στον τόπο του. Αλλοτρίωση, αποξένωση, περιφρόνηση του παλιού και λατρεία του νέου, νεοπλουτισμός, επενδύσεις, συνεχείς αγορές, ήταν τα άνθη του. Οι άνθρωποι χτίζαν έξω τους. Δεν χτίζανε πια μέσα τους. Και ιδίως βιβλία. Δεν ενδιέφεραν κανένα. Και μάλιστα βιβλία που είχαν μέσα τους τα παλιά. Όμως αυτοί οι παλιοί, που τους διέσωζε ο δάσκαλος Περάκης με τα πέντε κολλυβογράμματά τους, είχανε γνωρίσει πριν λίγα μόλις χρόνια, και τη σκλαβιά και την ελευθερία.
Σε αυτό λοιπόν το λίγο «χώμα», πέρα από τα «νέα εδάφη», φυτεύτηκαν και μεγάλωσαν τα πρώτα «Ραντολόγια». Ήταν ο καιρός που γνώρισα κι εγώ αυτόν τον λαογράφο, που δεν ήτανε Νικόλαος Πολίτης αλλά ένας απλός πολίτης του τόπου του. Όπως αποδείχθηκε όμως, εκ των υστέρων, δεν κατοικούσε τότε στην Κριτσά και στον Άγιο Νικόλαο, όπως νόμιζαν οι πολλοί. Ήτανε κάτοικος της εποχής των αφηγημάτων που είχε ήδη «ραντολογήσει», φρόντιζε ξανά και ξανά μια φράση όπως σκάβουμε εμείς ένα αυλάκι, καταχωρούσε σκόρπιες λέξεις που είχε ακούσει ή είχε μάθει. Οι ώρες που ξέκλεβε από τη διδασκαλία του, από την οικογένειά του, από τους γνωστούς του στο καφενείο, τον έβρισκαν απομονωμένο στον εαυτό του και στον παλιό καιρό των άλλων, που, με τον τρόπο του, τους έβγαζε από τα περασμένα. Τον φαντάζομαι να λέει τάχα μου - με μια δικιά μου κουβέντα που μου ’ρθε τώρα: «Λήθη, λήθη, λήθη, λήθη, θα σας πω ένα παραμύθι». Τον γνώρισα λίγο και τον κατάλαβα πολύ. Με τίμησε με την φιλία του, παρά τη διαφορά ηλικίας που είχαμε και ήταν η χρονική περίοδος που, τότε απόμαχος δάσκαλος, είχε βρει την ευκαιρία. Την ευκαιρία να δείξει επιτέλους τι καλλιεργούσε τόσα χρόνια μέσα στο θερμοκήπιο της καρδιάς του. Ξεπρόβαλαν με τη σειρά τα δεύτερα, τα τρίτα, τα τέταρτα, τα πέμπτα «Ραντολόγια». Όλα τους- όπως και τα πρώτα - σε αυτοέκδοση.
Ο Δήμος Αγίου Νικολάου καταλαβαίνοντας, έστω αργά, με ποιόν σημαντικό άνθρωπο είχε να κάνει, τον τίμησε μετά θάνατον, εκδίδοντάς του τιμητικά, με δημοτικά έξοδα, τα έκτα του «Ραντολόγια» και δίνοντας το όνομά του σε μιαν οδό, με νεραντζιές κατά μήκος της, παράλληλη της Επιμενίδου, δηλαδή του παλιού Ιταλικού Δρόμου. Ο δάσκαλος είχε φύγει ήδη από τη ζωή, μες στο καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων που θα γινόντουσαν στην Αθήνα, στις 17 Ιουνίου του 2004.
Ένα δείγμα όχι γραφής, αλλά καταγραφής, ας παραθέσουμε εδώ για να φανεί η ζωντάνια αυτού του ανθρώπου, δεκαέξι χρόνια μετά τη σημερινή μέρα της απουσίας του. Είναι ένα δείγμα παρμένο από τα τρίτα «Ραντολόγια» του, που είχαν εκδοθεί το 1993. Διαβάζετε, για να δείτε τι είναι λαογραφία:
«…Εκειά που θερίζανε, θωρεί μια από τσι θερίστρες μέσα στο σπαρμένο, μια φωλιά φιδιού, που ’χενε μικρά-μικρά φιδάκια που μόλις κι ήτανε βγαρμένα από τ’ αυγά τους. Δεν εφοβήθηκε η αθεόφοβη και πιάνει τη φωλιά με τα χέρια της για να τηνε δείξει στους άλλους. Ύστερα τη μετατοπίζει κι έχει την περιέργεια να δει αν έρθει και την ανεζητήξει η μάνα τους, και με ποιο τρόπο θα αντιδράσει στην εξαφάνιση της φωλιάς. Η φιδομάνα έλειπε, ποιος ξέρει που. Πήγαινε για να βρει τροφή στα μικρά της; Ή έμενε κάπου εκεί κρυμμένη σε κάποια σχίστρα, από τις πολλές που γίνονται στην εποχή της ξηρασίας στο χώμα του λιβαδιού και φοβισμένη παρακολουθούσε αυτά που συμβαίνανε στο χωράφι ανήσυχη.
Πέρασε κάμποση ώρα και οι θεριστάδες συνεχίζανε τη δουλειά τους. Ξάφνου όμως, σε κάποια στιγμή, θωρούνε ένα μεγάλο φίδι, την φιδομάνα φυσικά, να σέρνεται βιαστικά προς το μέρος που ήταν τοποθετημένη η φωλιά. Του κάκου όμως! Γυρεύει-ξαναγυρεύγει, κοιτάζει-ξανακοιτάζει, την ψάχνει ερευνητικά, μα δεν τη βλέπει πουθενά! Διαισθάνεται πως, ποιοι άλλοι από τους νεοφερμένους επισκέπτες τηνε πειράξανε. Και ορμά εξαγριωμένο προς το μέρος τους. Τους πλησιάζει από πολύ κοντά και σταματά. Το βλέπουνε να φυσομανά. Σκώνει το κεφάλι του από τη γη και το περιστρέφει απειλητικά. Μπαινοβγάνει τη διχαλωτή γλώσσα τουκαι τους κοιτάζει θυμωμένα με τα γυαλιστερά κατακόκκινα μάθια του. Είναι έτοιμο να χυμήξει καταπάνω τους.
Μπροστά στον κίνδυνο, ένας θεριστής για ν’ αμυνθεί, σκώνει το δραπάνι του και ετοιμάζεται να το χτυπήσει. Η φιδομάνα δειλιάζει και οπισθοχωρεί. Φεύγει και πηγαίνει προς τη στάμνα με το νερό. Τι άραγε να γυρεύγει; Οι θεριστάδες την παρακολουθούν επίμονα. Τη βλέπουν να φτάνει στη στάμνα, να σηκώνει το κεφάλι της επάνω από το στόμιό της, που ήτανε φραμένο με το σταμναγκάθι, και να ξερνά, ναι, ναι, να ξερνά μέσα στο νερό της στάμνας ένα ασπροκίτρινο υγρό. Προφανώς το δηλητήριό της. Έβαλε σκοπό να τους δηλητηριάσει, να τους φαρμακώσει πίνοντας το νερό, εκδικούμενη τους ανθρώπους που τόσο άσπλαχνα πειράξανε την φωλιά με τα μικρά της. Ύστερα σύρθηκε πάλι προς το λιβάδι και εξαφανίστηκε.
Οι θεριστάδες, σαν είδανε το φίδι να απομακρύνεται και να χάνεται, κάμανε τη σκέψη πως έπρεπε να επιστρέψουνε απείραχτη την φωλιά με τα φιδάκια στην αρχική της θέση. Μάνα είναι κι αυτή, συλλογιστήκανε, και με το δίκιο της αντέδρασε μ’ αυτόν τον τρόπο στο φέρσιμό τους.
Πέρασε κάμποση ώρα, και νά! Ξαναγυρίζει το φίδι. Πηγαίνει ξανά στο μέρος που είχε τοποθετημένη την φωλιά, ψάχνει προσεχτικά και την ανακαλύπτει. Κοιτάζει επισταμένα και βεβαιώνεται πως όλα τα φιδάκια βρίσκονται στη θέση τους απείραχτα. Κάνει δυο-τρεις βόλτες γύρω από την φωλιά ευχαριστημένο και ύστερα το βλέπουν πάλι να ξαναγυρίζει στη στάμνα με το νερό. Τι άραγε να ξαναζητούσε στη στάμνα; Το παρακολουθούν με αγωνία. Και η αγωνία τους κορυφώνεται καθώς το βλέπουν να κουλουριάζεται πολλές φορές γύρω-γύρω από τη στάμνα. Ύστερα τη σφίγγει δυνατά, τόσο δυνατά που την έσπασε και χύθηκε το νερό της στο χώμα.
Οι θεριστάδες, που παρακολουθούσαν τη σκηνή, τα χάσανε. Τους έκανε φοβερή εντύπωση η ενέργεια και η συμεριφορά του ζώου. Ήθελε να τους στερήσει το νερό; Ασφαλώς όχι. Το φίδι προφανώς ικανοποιημένο που σεβάστηκαν και δεν έκαμαν κακό στα μικρά του, θέλησε να ανακαλέσει την τιμωρία τους (δηλητηριάζοντάς τους, πίνοντας το φαρμακωμένο νερό)! Δεν ήθελε να βλάψει και να κάμει κακό σ[ αυτούς που δεν έκαμαν κακό στα φιδάκια του.
Δεν σας φαίνονται αξιοθαύμαστες η στάση και η συμπεριφορά του ζώου; Πήγε αρχικά να τιμωρήσει σκληρά εκείνους που εξαφάνισαν την φωλιά του, μα σαν διαπίστωσε πως μεταμελήθηκαν και έδειξαν κατανόηση στον πόνο και στην απελπισία μιας μάνας για τα μικρά της, φρόντισε με σκέψη και επιμέλεια να ενεργήσει έτσι, ώστε να τους απαλλάξει από την φοβερή τιμωρία που τους περίμενε».
Ένα συγκινητικό παραδειγματικό ραντολόι, ανάμεσα σ’ εκείνα που είχε μαζέψει από τον παλιό καιρό ο Γιώργος Περάκης, ο δάσκαλος που έγινε - συμβολικά και πραγματικά - δρόμος.