ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Άρειος Πάγος και το πνεύμα των νόμων

Ο Πλάτων είχε χαρακτηρίσει τη διαλεκτική ως γνήσια και καθαρή ενασχόληση, η οποία δίκαια στέκεται στην κορυφή της φιλοσοφίας.

No profile pic

Του Γεωργίου Χ. Κουμάκη


Το έτος 1748 ο Γάλλος Πολιτικός φιλόσοφος του Διαφωτισμού Montesqieu κυκλοφόρησε το αριστούργημά του Για το πνεύμα των νόμων (De l’ esprit des Lois), το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία αλλά και αποδοκιμασία, ώστε αναγκάσθηκε το 1750 να γράψει δεύτερο βιβλίο με τίτλο : Υπεράσπιση του πνεύματος των νόμων. Προς την κατεύθυνση αυτήν φιλοδοξεί να κινηθεί το παρόν άρθρο σχετικά με την αναίρεση από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου του απορριπτικού βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου για χορήγηση τακτικής άδειας στον πολυισοβίτη Δ. Κουφοντίνα μετά από άσκηση αναίρεσης από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Πρέπει βέβαια να λεχθεί εκ των προτέρων ότι είμαι αναρμόδιος να κρίνω το θέμα επί της ουσίας, καθότι δεν είμαι νομικός. Το μόνο όπλο που διαθέτω είναι ο κοινός νους και η αντίληψη για κοινωνικά κα;ι πολιτικά θέματα..

Κατ’ αρχήν πρέπει να ομολογήσω ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κα Ξένη Δημητρίου είναι αξιέπαινη και άξια συγχαρητηρίων, διότι με την παρέμβασή της αποκαταστάθηκε η δικαιοσύνη, έστω και με ορισμένα ερωτηματικά αναφορικά με τη χρονική συγκυρία που άσκησε την αναίρεση. Συγκεκριμένα δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν προέβη στο ίδιο διάβημα τον Φεβρουάριο , που είχαμε πάλι απορριπτική απόφαση με «πανομοιότυπο» σκεπτικό. Έτσι ορισμένοι υποθέτουν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η απεργία πείνας του ισοβίτη , οι επιθέσεις και καταστροφές αντιεξουσιαστών, σε συνδυασμό με τη χρονική συγκυρία των επικείμενων τετραπλών εκλογών, πράγμα που δημιουργεί αρνητικό κλίμα για την Κυβέρνηση, που έχει την ευθύνη της τάξης. Ακόμα όμως και έτσι να έχει το πράγμα ήταν πράξη σωφροσύνης, ευθύνης και κοινωνικής ευαισθησίας της Εισαγγελέως, διότι με την ενέργειά της σαν από μηχανής θεός δημιούργησε τις προϋποθέσεις αποκατάστασης της ομαλότητας, ως μη όφειλε και για ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης προς όφελος του κράτους και των Ελλήνων πολιτών, διότι πρόλαβε μεγαλύτερο κακό. Θα ήταν βέβαια επιθυμητή και ηθικά επιβεβλημένη μια δημόσια συγγνώμη του ισοβίτη προς τους οικείους των 11 θυμάτων του προς εξαγνισμό και εξιλέωση του ίδιου. Αυτό όμως ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του. Πρέπει όμως και από την άλλη μεριά να αναγνωριστεί η σημαντική συμβολή των μελών Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του Βόλου, διότι με το σκεπτικό τους συνέβαλαν αποφασιστικά - έστω άθελά τους , με το να προκαλέσουν την παρέμβαση του Αρείου Πάγου, ώστε να ανοιχτεί ο δρόμος προς ορθότερη κατανόηση του σχετικού νόμου για την εκδίκαση παρόμοιων περιπτώσεων στο μέλλον.

Ο Άρειος Πάγος αποφαίνεται ότι και οι πολυισοβίτες δικαιούνται άδεια. Αυτό όμως – όπως δηλώνουν οι ίδιοι – δεν αναφέρεται ρητά στον Σωφρονιστικό Κώδικα, αλλά εκμαιεύεται από τη «γραμματική» διατύπωση του άρθρου 55 παρ. 1, την οποία κατά τη γνώμη του τα μέλη του Συμβουλίου ερμήνευσαν εσφαλμένα. Ας παρακολουθήσομε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους. Το ΣΤ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου καταμαρτυρεί στα μέλη του δικαστικού συμβουλίου του Βόλου τα εξής: « Θα έπρεπε, αφ΄ ότου δέχτηκε πως, κατά τη νομική του άποψη, δεν συνέτρεχε η πλήρωση της τυπικής προϋποθέσεως για χορήγηση τακτικής άδειας, να δεχτεί την προσφυγή του εισαγγελέως και να απορρίψει τύποις την από 30.04.19 αίτηση του ως άνω κρατούμενου, και, αφού δεν συνέτρεχε , κατά την άποψή του, η τυπική προϋπόθεση, να μην προχωρήσει στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων χορήγησης της τακτικής άδειας».

Η κρίση αυτή του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσεται με την προσφυγή του εισαγγελέα του Βόλου είναι πράγματι ορθή, διότι η τυπική διαδικασία είναι αναγκαία, σε αντίθεση με την ουσιαστική, η οποία είναι επαρκής. Αναγκαίο είναι το ουκ άνευ, δηλαδή εκείνο, χωρίς το οποίο η δεύτερη διαδικασία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι, για να λάβει άδεια ο κρατούμενος, πρέπει να πληροί δύο πρoϋποθέσεις : την αναγκαία και την επαρκή. Εδώ όμως είναι θέμα ερμηνείας των λόγων του Συμβουλίου του Βόλου. Όπως ορθά είπε ο Άρειος Πάγος για το δικαστικό συμβούλιο ότι κοίταξε μόνον το γράμμα και όχι το πνεύμα του νόμου, θα έπρεπε ο ίδιος να τηρήσει την ίδια στάση για την απόφαση του Συμβουλίου και να κοιτάξει όχι το γράμμα αλλά το πνεύμα της απόφασης. Κατά τα λεγόμενα των Αρεοπαγιτών το συμβούλιο εσφαλμένα έκρινε ότι οι πολυισοβίτες δεν δικαιούνται άδεια. Η πίστη όμως αυτή του συμβουλίου ουδόλως άλλαξε, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρέασε ,την απόφασή τους για τα ουσιαστικά προσόντα. Το είπαν δηλαδή ως εκ περισσού και ήταν μια εντελώς αχρείαστη προσθήκη. Το γεγονός ότι προχώρησαν στο σκεπτικό των ουσιαστικών προσόντων υποδηλώνει ότι δεν ελήφθη καν υπόψη στο σκεπτικό τους, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα προχωρούσαν περαιτέρω, αλλά θα έκαναν δεκτή την προσφυγή του εισαγγελέα και θα σταματούσαν, όπως είναι λογικό. Την αχρείαστη αυτή προσθήκη μπορεί να εννοήσει κανείς κατά δύο τρόπους.

Ο ένας εξ αυτών είναι να υποθέσομε ότι είπαν: Εμείς δεν πιστεύομε ότι ο νόμος δίνει το δικαίωμα στους πολυισοβίτες να λαμβάνουν άδειες. Ακόμα όμως και αν σφάλλομε και το πράγμα δεν έχει έτσι, εμείς το παραμερίζομε και κάνομε την παραχώρηση ότι έχουν δικαίωμα για άδεια, για να μην αδικήσομε τον κρατούμενο στην περίπτωση που σφάλλομε. Μπορεί να εικάσει κανείς ότι η αμφιβολία τους οφείλεται στο γεγονός ότι ο εν λόγω κρατούμενος είχε λάβει έξι φορές άδεια και επομένως έξι φορές είχε κριθεί ότι έχει δικαίωμα να ζητήσει άδεια.. Με την απόφαση του Αρείου Πάγου επαληθεύτηκαν οι αμφιβολίες τους και θα συνειδητοποίησαν ότι έκαμαν λάθος στο σημείο αυτό. Ο άλλος τρόπος - τον οποίο θεωρώ και πιθανότερο - είναι ότι εξ αρχής προχώρησε το συμβούλιο στη σύνταξη του σκεπτικού αμφιβάλλοντας όμως για το αν ισχύει ή όχι η διάταξη αυτή του νόμου. Συμπληρωματικά και εντελώς αχρείαστα μπορεί να είπαν επιπροσθέτως προς επίρρωση των επιχειρημάτων τους , ότι , άλλωστε και ο νόμος προβλέπει άδειες των βαρυποινιτών.

Όπως και να έχει το πράγμα , είναι φανερό ότι με λανθασμένη ερμηνεία του νόμου πίστευαν μεν ότι δεν προβλέπεται ότι δεν προβλέπεται άδεια στους βαρυποινίτες, δεν έλαβαν όμως υπόψη τους την παράμετρο αυτή στο σκεπτικό της απόφασης, ήταν δηλαδή σαν να μην υπήρχε προς όφελος του κρατούμενου. Η εσφαλμένη και περιττή αυτή δήλωση ήταν εκείνη, που έδωσε το δικαίωμα στην Εισαγγελέας να επέμβει και να πάρει άλλη τροπή η υπόθεση. Αυτός είναι ο λόγος που είπα προηγουμένως ότι το Συμβούλιο συνέβαλε άθελά του στην αποκάλυψη της αλήθειας, διότι, αν έλλειπε η φράση αυτή δεν θα είχε δικαίωμα να επέμβει ο Άρειος Πάγος.

Ο Άρειος Πάγος προχώρησε και σε κριτική για τον τρόπο εφαρμογής του νόμου και τον χαρακτήρισε ατεκμηρίωτο και αντιφατικό. Είπε συγκεκριμένα ότι το βούλευμα δεν είχε «την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία» και ότι ήταν αντιφατικό. Και στο σημείο αυτό τολμώ να πω ότι αδικείται το δικαστικό συμβούλιο. Ας δούμε όμως πού έγκειται η αντίφαση κατά τη γνώμη του ανωτάτου δικαστηρίου. Το Συμβούλιο στηρίχτηκε στα παρακάτω λόγια του κρατούμενου: « Να πιάσουμε το κόκκινα νήμα της αντίστασης ….Αμφισβήτησα ένοπλα το κρατικό μονοπώλιο (της βίας), γι’ αυτό καταδικάστηκα». Ο Άρειος Πάγος γνωματεύει ως εξής: «Το συμβούλιο εν προκειμένω δέχεται αφενός μεν ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του κατάδικου, στη συνέχεια όμως αντιφατικά δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής και να μεταμεληθεί, αλλά εμμένει στην άποψη του περί ένοπλης ανατροπής του κρατικού μονοπωλίου της βίας, και άρα καθιστά εναργές ότι ευκαιρίας δοθείσης δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης απαξίας».

Εδώ πρέπει να διαχωριστεί η έννοια της ιδεολογίας από τον στόχο της ένοπλης βίας, ανεξάρτητα από το αν περιλαμβάνεται στην έννοια του σωφρονισμού ή όχι. Το να έχει ο καθένας ιδεολογία είναι αναφαίρετό του δικαίωμα, αφού περιλαμβάνεται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το να δηλώνει όμως ότι θέλει να την κάμει πράξη ( υπονοώντας με το να παίρνει ανθρώπινες ζωές), παύει πια να είναι ιδεολογία και γίνεται ένοπλη εξέγερση, η οποία βέβαια είναι όχι μόνον θεμιτή αλλά και αναγκαία στις επαναστάσεις, καθώς έδειξε η ιστορία της ανθρωπότητας, όπως είναι η γαλλική, η ρωσική και η αμερικανική. Δεν πρόκειται λοιπόν για αντίφαση αλλά για μια λογική και ανθρωπιστική απαίτηση , αφού το να μην θέλει κανείς να δολοφονεί στηρίζεται στην εκτίμηση και στον σεβασμό της ζωής του άλλου, πράγμα που πρέπει να διακατέχει τους πολίτες κάθε ευνομούμενης πολιτείας.

Δεν πρέπει όμως από την άλλη να νομιστεί ότι η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ήταν ορθή για τους λόγους που επικαλούνται, ότι δηλαδή ο κρατούμενος ενδέχεται «να τελέσει αξιόποινες πράξεις». Τούτο δε διότι αυτά δεν ισχύουν μόνον γι αυτόν αλλά για κάθε κρατούμενο, διότι, λόγω του αστάθμητου παράγοντα, της ελευθερίας της σκέψης και της βούλησης της ανθρώπινης φύσης, οι πράξεις των ανθρώπων εν πολλοίς είναι απρόβλεπτες. Όχι μόνον οι κρατούμενοι, αλλά και καθώς πρέπει άτομα με εξαίρετο ήθος και με έντιμο πρότερο βίο, και γενικά πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας ενδέχεται , δηλαδή δεν αποκλείεται να διαπράξουν έγκλημα, ακόμα και φόνο. Αυτό επαληθεύεται όχι μόνον από το προαναφερθέν επιχείρημα, αλλά και από την εμπειρία της καθημερινότητας. Μπορούμε, για να δείξομε του λόγου το αληθές, να περιοριστούμε μόνον στην ενδοοικογενειακή βία, όπου ο ένας σκοτώνει τον άλλον, δηλαδή ο σύζυγος τη σύζυγο και αντιστρόφως ή οι γονείς τα παιδιά και αντιστρόφως.

Επομένως, ο καθένας είναι δυνάμει – όχι όμως κατ’ ανάγκη και ενεργεία- δολοφόνος. Η αρχή αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους κρατούμενους λόγω του σκοτεινού τους παρελθόντος. Συνεπώς το Συμβούλιο του Βόλου χρησιμοποίησε την επιεικέστατη έκφραση για τον κατηγορούμενο. Η διαφορά έγκειται στο αποτέλεσμα της απόφασης, η οποία έπρεπε να είναι θετική και όχι αρνητική σύμφωνα με τις διευκρινήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό προκύπτει από το ότι για τον καθένα μας ισχύει η φράση ότι δεν αποκλείεται να τελέσει αξιόποινες πράξεις. Όταν όμως μια φράση ισχύει γενικά για όλους τους ανθρώπους, τότε δεν μπορεί να αποτελέσει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός συγκεκριμένου ατόμου. Το σκεπτικό λοιπόν έπρεπε να λέει ότι, παρόλο που ο αιτών δεν αποκλείεται να τελέσει νέα αδικήματα, εντούτοις δικαιούται άδεια. Αυτό, επειδή μπορεί να λεχθεί για όλους είναι καλύτερα να παραλειφθεί εντελώς.

Αν οι συλλογισμοί μας ευσταθούν, τότε το πνεύμα του συγκεκριμένου νόμου είναι αυτό που είπε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε τηλεοπτική του συνέντευξη, ότι δηλαδή και οι πολυισοβίτες δικαιούνται άδεια. Εδώ όμως υπάρχει και μια ιδιαιτερότητα, η οποία έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος κρατούμενος είναι αμετανόητος. Η ειλικρινής όμως μεταμέλεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για βελτίωση του ήθους , ώστε να τύχει συγγνώμης από τους συγγενείς των θυμάτων του. Αυτό συνεπώς θα αποτελέσει νομολογία και για τους υπόλοιπους, δηλαδή όλοι οι αμετανόητοι κρατούμενοι δικαιούνται άδεια. Αυτό είναι εν ολίγοις το πνεύμα του συγκεκριμένου νόμου. Για να αποκαλυφθεί όμως το νόημα αυτό του νόμου βοήθησαν με το λάθος τους, χωρίς να το επιδιώξουν ,τα μέλη του Συμβουλίου του Βόλου. Έτσι επαληθεύονται για άλλη μια φορά τα λόγια του Γερμανού φιλοσόφου Νίτσε ότι από λάθος δρόμους οδηγούμαστε στην αλήθεια.

Με τις αποφάσεις και τις συζητήσεις αυτές αποδεικνύεται , νομίζω, για πολλοστή φορά η μέγιστη σημασία του διαλόγου, αν βέβαια είναι καλοπροαίρετος και διεξάγεται με καλή πίστη. Γι ‘ αυτό ο Πλάτων είχε χαρακτηρίσει τη διαλεκτική ως γνήσια και καθαρή ενασχόληση, η οποία δίκαια στέκεται στην κορυφή της φιλοσοφίας. Οφείλω να ομολογήσω ότι σέβομαι απόλυτα τις αποφάσεις της δικαιοσύνης ,η οποία είναι ο στυλοβάτης της δημοκρατίας, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, τις οποίες ως ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος σε ορισμένες πτυχές του θέματος μπορεί να έχω. Με τον διάλογο προάγεται η γνώση και το δημοκρατικό μας πολίτευμα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση