Ο Αμερικάνος

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Η πολιτική είναι κάτι πολύ σημαντικό και όσοι την υπηρετούν καλό είναι να γνωρίζουν «πού πατάν και πού πηγαίνουν»

Ευελπιστώ ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν διαβάσει το διήγημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη με τον τίτλο «Ο Αμερικάνος» (δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Άστυ» το Δεκέμβριο του 1881) ή, έστω, έχουν ακούσει γι’ αυτό. Το θέμα του είναι η επιστροφή στο νησί του, παραμονές Χριστουγέννων,  ενός για πολλά χρόνια ξενιτεμένου στις ΗΠΑ. Είναι πλούσιος και καλοντυμένος, αναζητεί, αλλά δεν βρίσκει ζωντανούς τους γονείς του, παρά μόνο το πατρικό του σπίτι, που κι αυτό έχει γίνει χάλασμα. Εκείνη που τον περίμενε ακόμη, σαν άλλη Πηνελόπη, ήταν η αρραβωνιαστικιά του η Μελαχρώ, την οποία ο Αμερικάνος Τζων, ο Γιάννης του Μοθωνιού, νυμφεύεται λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Αλλά και σε ταινίες  του παλιού ελληνικού κινηματογράφου συχνά παρουσιάζεται η φιγούρα του πλούσιου Ελληνοαμερικάνου που επιστρέφει από την ξενιτιά με καουμπόικο καπέλο, με χρυσό ρολόι και με καδένες στο σακάκι, ο οποίος ψάχνει να παντρευτεί γυναίκα από τον τόπο του. Συνήθως ο «Αμερικάνος» στις ταινίες αυτές εμφανίζεται να έχει πλουτίσει πλένοντας πιάτα, να μιλάει με βλάχικη προφορά τα ελληνικά, προσθέτοντας εδώ κι εκεί κάποια κοινότυπη αμερικάνικη λέξη, και να κάνει επίδειξη του πλούτου του, τολμώντας όμως μερικές φορές να αυτοσαρκαστεί. Έτσι, ο κινηματογραφικός ρόλος του «Αμερικάνου» είναι συνήθως ρόλος κωμικός, μια στερεότυπη φιγούρα που δείχνει ότι ο ξενιτεμένος ζούσε με την επιθυμία της επιστροφής στον τόπο του, αλλά που έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια σε ένα διαφορετικό περιβάλλον από αυτό του τόπου του, βρίσκεται τώρα «έξω από τα νερά του». Έτσι, καθώς προσπαθεί να βρει τη θέση του στο νέο περιβάλλον, δημιουργούνται διάφορες κωμικές καταστάσεις,  τις  οποίες συνεπικουρεί και η γλώσσα που χρησιμοποιεί καθώς και οι «γκάφες» που κάνει. Πρόκειται για imitation  Αμερικάνους,  οι οποίοι όμως έρχονται με τον αέρα του γνήσιου Αμερικάνου, που θέλει να επιβάλει την «αμερικάνικη» νοοτροπία του στους «καθυστερημένους» του τόπου του, παρόλο που ο ίδιος δεν έχει στην ουσία αποβάλει την ταυτότητα του Ρωμιού.

Γιατί όμως έγραψα όλα αυτά; Γιατί  και τώρα στη χώρα μας βρίσκεται ένας «Αμερικάνος» (πιο σωστά Έλλην εξ Αμερικής), ο οποίος μάλιστα πήρε θέση, σχεδόν χωρίς κανείς να καταλάβει το «πώς», στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ομιλώ για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος ήλθε με τον «αέρα»  του πλούσιου Αμερικάνου, όχι για να υπανδρευθεί (το «νυμφευθεί» δεν ταιριάζει εδώ για ευνόητους λόγους), αφού ήλθε έχοντας στο πλάι του τον καλό του, αλλά για να παίξει ρόλο σημαντικό στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Δεν φοράει, βέβαια, το καουμπόικο καπέλο ούτε έχει καδένες στο σακάκι του ούτε και μιλά τα ελληνικά μπερδεμένα με κάποιες αγγλικές λέξεις, έχει όμως ακριβά ρολόγια, πανάκριβα σπίτια, τρώει ακριβά φαγητά, κάνει ταξίδια, διασκεδάζει  σε ακριβά μαγαζιά, αυτοπροβάλλεται και επιζητεί με κάθε τρόπο να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του. Γενικώς προβάλλει το αμερικάνικο όνειρο του επιτυχημένου, που όμως το βάφτισε ελληνικό. Προφανώς δεν έφυγε από την Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τη μιζέρια, τη φτώχεια, τις πίκρες και τους καημούς που αντιμετωπίζουν οι καθημερινοί άνθρωποι, οι άνθρωποι του μόχθου και των στερήσεων, της βιοπάλης και του καημού. Ούτε και έχει σχέση με τον ταπεινό και ντόμπρο Αμερικάνο του Παπαδιαμάντη, που θέλησε με τον ξενιτεμό του να ξεφύγει από τις αντιξοότητες της ζωής στο νησί του και επιστρέφοντας αναζητεί την καλή του ως τίμιος άνθρωπος. 

Επομένως, μιλάμε για την περίπτωση ενός ανθρώπου, εξωτερικά εμφανίσιμου και συμπαθούς, αλλά που, καθώς φαίνεται «πουλάει» την εικόνα του, στηριζόμενος στο γυαλιστερό  «φαίνεσθαι».  Τι είναι αυτό το «φαίνεσθαι», που βρίσκεται σε αντίθεση προς το «Είναι»; Το «φαίνεσθαι» είναι το ψευδές,  είναι αυτό που υπάρχει στην αντίληψη κάποιου ως τάχα αληθές, σε αντιδιαστολή προς το όντως υπαρκτό και αληθές, είναι μια επιθυμητή εικόνα για τον εαυτό μας ή για τα πράγματα, που επιδιώκουμε να αποδεχθούν και οι άλλοι ως αληθινή. Η σχέση μεταξύ της  εικόνας και της πραγματικότητας είναι αντίστοιχη προς τη σχέση ανάμεσα στην εικόνα της τηλεόρασης και την πραγματικότητα: η τηλεοπτική οθόνη δείχνει αυτό που θέλουν ο σκηνοθέτης και ο οπερατέρ και όχι το σύνολο της εικόνας, προφανώς με κάποιο σκοπό στις επιλογές τους:  κάτι θέλουν να αποκρύψουν και κάτι άλλο να δείξουν.  

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε  βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο ενός ανθρώπου που στηρίζει όλη του την πολιτική παρουσία σε μια κατασκευασμένη εικόνα, την οποία όμως ζητεί από τους ψηφοφόρους να αποδεχθούν ως αληθινή. Κάποια «αμερικανάκια», λίγα ευτυχώς, αποδέχτηκαν τις προεκλογικές υποσχέσεις του. Επί τη ευκαιρία διευκρινίζω ότι με τη λ. «αμερικανάκι» εννοούμε αυτόν που εξαπατάται εύκολα, τον αφελή, τον εύπιστο (δες Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σ. 137). Ένας άνθρωπος, όμως, που προσπαθεί μέσω της εικόνας του και όχι με ουσιαστικά μέσα, δηλαδή με επιχειρήματα και σοβαρό πολιτικό λόγο, να πείσει, ένας άνθρωπος που έχει την τάση να επιζητεί τον θαυμασμό και να συναρτά τη συμπεριφορά του με τους άλλους, των οποίων επιζητεί τον έλεγχο, αυτός ο άνθρωπος φλερτάρει με τον ναρκισσισμό. Αλλιώς, γιατί τα κοντινά πλάνα, γιατί να αυτοεπαινείται, γιατί να αποκαλεί εαυτόν αυτάρεσκα «Κρητίκαρο», «τίμιο φορολογούμενο», άνθρωπο που έχει τόσα χρήματα, ώστε δεν χρειάζεται να ξαναδουλέψει στη ζωή του (άσχετα αν από τα περιουσιακά στοιχεία που παρουσίασε, αυτό δεν προκύπτει πολύ εύκολα); Τι ήθελε και τι θέλει να επιτύχει με όλα αυτά, αν όχι να στρέψει την προσοχή των πολιτών αποκλειστικά στο πρόσωπό του, κάτι βέβαια που απάδει στην ιστορία της Αριστεράς, όπου οι συλλογικές διαδικασίες ήταν πάνω από τα πρόσωπα; Η αμερικάνικη νοοτροπία της επίδειξης του πλούτου, της εξωτερικής ομορφιάς, του glamour style ήταν και είναι εμφατικά παρούσα στην περίπτωσή του, πράγμα που δεν αφήνει περιθώρια σε σοβαρό πολιτικό λόγο, και δη αριστερό, κι έτσι ο λόγος του εξαντλήθηκε σε στερεότυπες φράσεις, σε μια ατέρμονη υποσχεσιολογία, σε επίκληση του θυμικού των ακροατών του. Οι Ευρωεκλογές έδειξαν τη γύμνια του πολιτικού του λόγου και απέδειξαν ότι πίσω από το «φαίνεσθαι» δεν υπήρχε κάτι το ουσιαστικό. Ακόμα και η ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε, μετά τη χαμηλή πτήση του ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές, ότι δηλαδή μείωσε την απόσταση από το κυβερνών κόμμα, δείχνει ότι ο άνθρωπος ή βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου ή ότι ο ναρκισσισμός του δεν τον αφήνει να δει την πραγματικότητα.  

Ίσως φαίνομαι λίγο αυστηρός, αλλά οι καιροί δεν αντέχουν σε συνθήματα, εύκολες και ανέξοδες υποσχέσεις, μισοαλήθειες, άγνοια κινδύνου. Η πολιτική είναι κάτι πολύ σημαντικό και όσοι την υπηρετούν καλό είναι να γνωρίζουν «πού πατάν και πού πηγαίνουν». Όποιος νομίζει ότι επειδή, κατά τα λεγόμενά του, πέτυχε να πλουτίσει, μπορεί και να παίξει ρόλο στην πολιτική και να κυβερνήσει τη χώρα σε δύσκολους καιρούς, όπως οι καιροί που ζούμε, όπου όλα είναι ρευστά και επικίνδυνα, είναι το λιγότερο γελασμένος. Καλό είναι να διαβάσει τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, τον Δημοσθένη, τον Αριστοτέλη, τους σύγχρονους μεγάλους πολιτικούς διανοητές, για να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει πολιτική, τι σημαίνει να κυβερνάς μια χώρα, ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και πώς αντιμετωπίζονται. Ο συγκεκριμένος Έλλην εξ Αμερικής σαφώς και δικαιούται να φιλοδοξεί, αλλά μάλλον έχει άγνοια κινδύνου κι αυτό είναι ό, τι χειρότερο για τον ίδιο και τη χώρα. Καλό θα ήταν να μην είναι τόσο βιαστικός ούτε να αυτοεπαινείται ναρκισσιστικά, αλλά να μαθητεύσει πρώτα στο σχολείο της πολιτικής σκέψης και πράξης και να μάθει την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, προτού σκεφτεί και αποφασίσει οτιδήποτε άλλο.  Νέος είναι, έχει καιρό μπροστά του.  Μακάρι η αποτυχία του στις Ευρωεκλογές να τον βοηθήσει να καταλάβει ότι η πολιτική δεν είναι παιγνίδι εντυπώσεων που στηρίζεται στη δύναμη της εικόνας και μόνο. 

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ