ΑΠΟΨΕΙΣ
Ναι...ε;
"Η Χριστίνα είναι φιλόλογος σε ένα σχολείο της χώρας μας, σύζυγος του Μανώλη από εικοσιπενταετίας και βρισκόμαστε στο 2020… Έτος δίσεκτο, έτος που βρίθει ο κορωνοϊός, ο Ερντογάν , οι σεισμοί, οι πλημμύρες αντί για πρωτοβρόχια..."
Της Μαρίας Λιονάκη
(Σκηνή σε σχολείο, κάπου στην Ελλάδα σε γραφείο διευθύντριας)
Διευθύντρια: Ο Ιάσονας είναι ο καινούργιος φιλόλογος που μας ήρθε!
Χριστίνα: (παγώνει, αν κι η μέρα αυτή του φθινοπώρου είναι ακόμα ζεστή, ηλιόλουστη, καλοκαιρινή σχεδόν) Ναι… ε;
Διευθύντρια (με φωνή ηλιόλουστη) : Ήρθε στο σχολείο μας για οκτώ ώρες, Ιστορία θα διδάξει!
Χριστίνα: Ναι… ε;
Διευθύντρια: Από την Αθήνα, μας ήρθε! Με τις καλύτερες προοπτικές, καθώς έχει και μεταπτυχιακό στο αντικείμενο.
Χριστίνα: (Σύξυλη, σαν αντικείμενο) ( Τα βάζει με τον εαυτό της: Αν πεις και τρίτο: «Ναι…ε;» σε έπνιξα! Μετά, με δυσκολία τραυλίζει ) –Καλώς ήρθες Ιάσονα στην… Αργώ μας! ε…ε…στο σχολείο μας ( Τέτοια αδεξιότητα, τι θα σκεφτεί το παιδί… Αυτές τις λέξεις ξέρεις μόνο; Πού είναι οι σπουδές, η μόρφωση , το επίπεδο; Τα σεμινάρια που έχεις στο φάκελό σου; Οι περγαμηνές, τα επαινετικά σχόλια από το σύμβουλο; Μπορείς να μου πεις γιατί στέκεις σαν τη Βουγιουκλάκη μπροστά από τον Παπαμιχαήλ στο έργο «Το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο;» Ξύλο που το θες…)
Η Χριστίνα είναι φιλόλογος σε ένα σχολείο της χώρας μας. Στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, δε θυμάμαι που. Απ’ αυτές που διδάσκουν: «Ανδρα μοι έννεπε, Μούσαν πολύτροπον…» καλά το θυμάστε. Όχι τόσο αυστηρών αρχών, όπως τη θέλει η παράδοση. Με μακριά φούστα και πουκάμισο δηλαδή, κουμπωμένο ως απάνω , να απειλεί την καρωτίδα, να στέκεται στο λαιμό σα θηλιά, να απειλείται με απαγχονισμό. Ούτε, όπως οι δασκάλες στο «Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον» της Έλλης Αλεξίου, στις διηγήσεις των γιαγιάδων μας, στις αναμνήσεις μας. Απ’ αυτές όμως τις μεσόκοπες σχεδόν, τις κουρασμένες, που πιάνουν τους γοφούς μουρμουρίζοντας στις σκάλες. Σαν τη Σαπφώ Νοταρά που ανοίγει την πόρτα και φωνάζει στο αφεντικό της, γιατί τη φόρτωσε με τα καθολικά σαν καμήλα κι έχει λουμπάγκα. Σαν αυτές που γλιστράνε στην καρέκλα και απλώνουν γυμνά τα ποδάρια με αναστεναγμό, να τα ξεκουράσουν , όταν δεν τις βλέπει κανείς. Τις πιότερο νοικοκυρές, παρά καθηγήτριες. Που ξέρουν πως βγαίνουν όλων των ειδών οι λεκέδες αποτελεσματικά, μα λεκέ στην ηθική τους δε θα βρεις. Που ανταλλάσσουν συνταγές για καλή μηλόπιτα, σουφλέ, μοσχαράκι ψητό με δαμάσκηνα, μα τη συνταγή για προσωπική ευτυχία, περί αισθηματικών, περί έρωτος, ελάχιστα γνωρίζουν. Ακροθιγώς θυμούνται. Σαν τον Ύμνο τον Εθνικό του Σολωμού απαγγέλουν. « Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις!» Που μοιάζουν σα να άφησαν λίγο το σφουγγάρισμα στη μέση, στο φούρνο το φαγητό και πετάχτηκαν ως το σχολείο να διδάξουν λίγο Θουκυδίδη. Να κλείνουν τον παρακείμενο του λύω. Με το λαστιχάκι για τα μαλλιά (ξόμπλι από συσκευασία αλλαντικών) λίγο πριν την αίθουσα με κρυψίνοια και δάγκωμα των χειλιών τραβηγμένο. Απ’ αυτές που έκαναν μποτέ κάποτε, σε χρόνο αόριστο. Που φοράνε πάντα καθαρά ρούχα (που μοσχομυρίζουν άρωμα λεβάντας )κυρίως άνετα, να μην πιέζουν στη μέση, όταν κάθονται στην έδρα. ( Φτάνει η πίεση απ’ όλα τ’ άλλα) Απ’ αυτές που φοράνε ζεστά ρούχα κι ό,τι να ναι. Και μαντήλι στο λαιμό, γιατί πάσχουν από χρόνια φαρυγγίτιδα.
Η Χριστίνα είναι σύζυγος του Μανώλη. Είκοσι πέντε χρόνια και βάλε. Του Μανώλη που δουλεύει στη ΔΕΗ πολλά χρόνια. Από την εποχή που το είχε μονοπώλιο το φως. Δοσμένο σαν τις εντολές στο Μωυσή κατευθείαν από το Θεό στο όρος Σινά. Καλό παιδί ο Μανώλης, νοικοκύρης, καλός οικογενειάρχης. Μα τι να σου κάνει…Δεν υπάρχει στη σχέση του με τη Χριστίνα το πρώτο φως. Οι σχέσεις, παιδί μου , των ζευγαριών στην αρχή είναι ερωτικές, αργότερα φιλικές και στο τέλος δικαστικές. « Πολλή ντομάτα σου έπεσε στους γίγαντες…Πολύ αλάτι έβαλες στο κοκκινιστό. Επίτηδες το έκανες ; Να με ξεβγάλεις θες; »
Η Χριστίνα είναι φιλόλογος σε ένα σχολείο της χώρας μας, σύζυγος του Μανώλη από εικοσιπενταετίας και βρισκόμαστε στο 2020… Έτος δίσεκτο, έτος που βρίθει ο κορωνοϊός, ο Ερντογάν , οι σεισμοί, οι πλημμύρες αντί για πρωτοβρόχια, έτος οικονομικής δυσπραγίας, μελαγχολίας, έτος που έχει κάνει προληπτικούς κι όσους δεν ήταν. Να φτύνουν συνέχεια στον κόρφο τους.
Ώσπου κάνει την εμφάνιση του στο σχολείο ο Ιάσονας. Μέσα από ένα πλέγμα συγκυριών. Πρώτα πήρε απόσπαση μια συνάδελφος, να πάει να ζήσει στο χωριό του άντρα της. Για να σταθεί στην πεθερά της που έμεινε χήρα. Καθώς απεβίωσε ο πεθερός. Από την γκρίνια της πεθεράς. Μετά επέστρεψε από απόσπαση άλλη συνάδελφος, των αγγλικών . Χωρίς να το έχει όρεξη. Γιατί, εκεί που υπηρετούσε τα τελευταία χρόνια και βολευόταν βγήκε οργανική και την πήρε άλλη συνάδελφος, με περισσότερα μόρια. Ίντριγκα διεξήχθη στη Δευτεροβάθμια. Ούτε το μέρος δε σεβάστηκαν, ούτε τους προϊσταμένους. Μαλλί με μαλλί σχεδόν πιάστηκαν οι δυο τους, η πρώην κι η νυν , λένε οι παριστάμενοι. Αυτή τώρα, που ξανάρθε στο σχολείο της Χριστίνας, μπορούσε να πάρει δεύτερη ανάθεση τις Ιστορίες, μα δεν τις ήθελε. Τον Ιουστινιανό ούτε να τον ακούσει. Το Θεοδόσιο το Μέγα, τον Ηράκλειο επίσης. Τη στάση του Νίκα, τη μάχη του Μαντζικέρτ ούτε τις ήξερε, ούτε ήθελε να τις μάθει. Έτσι πάτησε πόδι, πολέμησε τη διευθύντρια και πήγε αλλού να συμπληρώσει ωράριο. Σε άλλες πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Για να έρθει στο σχολείο ο Ιάσονας, που μυρίζει, πως μυρίζει…σαν πορτοκαλανθός.
Σκηνή σε καθιστικό σπιτιού, ημέρα καθημερινή, πολύ πρωινή ώρα. Ο Μανώλης με φαρδιές πιτζάμες, ασουλούπωτος, με βαριεστημένο ύφος κρατάει στα χέρια ένα φλυτζάνι μισοχυμένο στο σεμέν (ως συνήθως) καφέ ελληνικό . Παρακολουθεί ειδήσεις. Τον παρουσιαστή σοβαρό να αναλύει το συγκεντρωτικό πίνακα με τα κρούσματα του ιού, την κατανομή ανά νομούς, να εκφράζει φόβους για τον μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και να ρωτάει για την πιθανότητα lockdown κάποιον ειδικό)
Από την κρεβατοκάμαρα η Χριστίνα γελαστή ξεπροβάλλει. Έχει συνδυάσει φούστα κομψή, με μπλούζα μοντέρνα, παπούτσι με τακουνάκι, λουλουδάτη μάσκα. Διασχίζει με ελαστικό βάδισμα το δωμάτιο. (Τον καφέ στο σεμέν δεν τον βλέπει, ούτε τον Μανώλη καλά καλά). Ξεκρεμάει με αεράτη κίνηση την τσάντα, παίρνει κλειδιά, χαιρετάει. Γεμάτη όρεξη φεύγει για το σχολείο…Νομίζω κιόλας πως σιγοτραγουδάει στις σκάλες: « Τράβα μπρος και μη σε μέλειι, θάρρος η ζωή μας θέλειι…»
(φωτ: γλυπτό, σύμπλεγμα Αφροδίτης-Πανός-Έρωτα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας)