ΑΠΟΨΕΙΣ
Να είναι άραγε τα σύννεφα στον ουρανό παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς αγάπη;
Πόση βία Θεέ μου κάθε μορφής, πόση δυστυχία, πόσα εγκλήματα γίνονται καθημερινά γύρω μας, εγκλήματα που δε θα βγουν ποτέ έξω απ’ τις κλειστές πόρτες, τα κλειστά στόματα, που δε θα σπάσουν ποτέ το φράγμα του φόβου, της σιωπής.
της Μαρίας Λιονάκη
Ο Οκτώβριος οκτώ φορές σκέφτηκε να μην έρθει, αλλά άλλαξε γνώμη μετά και ήρθε. Αποβιβάστηκε απ’ το σταθμό του χρόνου με μια βαλίτσα ρόδια, μήλα και σταφίδες. Σταφίδες που ακόμα ιστορούν τις ηλιόλουστες μέρες, πατρίδες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τα χάδια του ήλιου που τις κανάκευαν, τις έκαναν να νιώθουν ξεχωριστές.
Οκτώ φορές επίσης μέσα στη μέρα αλλάζει ο Οκτώβριος τη διάθεσή του , τις καιρικές συνθήκες, μετεωρολογικό φιρμάνι. Μια λιάζει, μια φυσάει, δυο συννεφιάζει. Πολιτεία πάνε να σχηματίσουν σιγά σιγά στον ουρανό τα νεόκοπα, νεόδμητα σύννεφα, πολιτογραφημένοι κάτοικοι στη χώρα του ουρανού. Έχουν άραγε τα σύννεφα οργανωμένη κοινωνία, με νόμους και κανόνες, ήθη, έθιμα, νοοτροπία ή άναρχα στον ουρανό ζουν; Δουλεύουν, συγχρωτίζονται, ερωτεύονται τα σύννεφα;
Ο Οκτώβριος μεταξύ μας είναι ιδιόρρυθμος μήνας, χαρακτήρας. Είναι κυκλοθυμικός, ευέξαπτος σα Ζορμπάς και καμιά φορά απότομος, απρόσιτος. Στο βάθος όμως είναι πολύ συναισθηματικός και ρομαντικός. Αφού κάποιοι τον έχουν δει στον ελεύθερο του χρόνο να απομονώνεται και να ζωγραφίζει τοπία, δέντρα και φύλλα σε γήινες αποχρώσεις. Κίτρινα, χρυσαφί, πορτοκαλί, καφέ, σκούρα κόκκινα. Είναι επίσης εγωιστής, αλαζόνας. Εξαιτίας του τελευταίου του χαρακτηριστικού μπλέκει συχνά σε καβγάδες. Λένε πως κάποτε ήταν στην ίδια παρέα με τους άλλους μήνες, το Σεπτέμβριο, το Νοέμβριο, το Δεκέμβριο. Μάλωσαν όμως, απ’ ότι ακούστηκε μετά, γιατί θαύμασαν, ερωτεύτηκαν μέσα στο ίδιο καλοκαίρι την ίδια γυναίκα. Που δεν ήταν ίδια με καμία. Αφού την παραφύλαξαν, την κρυφοκοίταζαν για καιρό κάθε πρωί σε γαλάζιες θάλασσες να παίρνει το μπάνιο της, με χάρη να λούζεται, τις αχτίδες του ήλιου σα στέμμα να φορά τα μεσημέρια, μέσα σε άνθη να μοσχομυρίζει, ευωδιάζει στον απογευματινό της περίπατο και κάθε βράδυ να πλαγιάζει στο μαξιλάρι του φεγγαριού. Με τα άστρα θαυμαστές. Την ερωτεύτηκαν παράφορα κι οι τέσσερις μήνες αυτή τη νεράιδα, τη μάγισσα, τη διεκδίκησαν μα κανένας δεν την κατέκτησε. Πιο ευαίσθητος απ’ όλους ο Οκτώβριος αποσύρθηκε απογοητευμένος ερωτικά απ’ την παρέα των μηνών. Άλλαξε και το επίθετο του, αφαιρώντας του το γράμμα μ, για να δηλώσει ότι δεν έχει σχέση με τους υπόλοιπους. Έτσι απότομα εκδήλωσε την απογοήτευση και το θυμό του προς τους αντίζηλους του αυτός ο μήνας.
Που είναι για όλους μας μήνας φθινοπωρινής, πιο πολυάσχολης τεχνοτροπίας, μήνας όμορφων, ρομαντικών, μα και δυσάρεστων, άσχημων στιγμών. Που συχνά δεν επιλέξαμε να ζήσουμε ως αυτόπτες μάρτυρες.
Ανεξήγητος μου φάνηκε ο τόσος θυμός αυτού του πατέρα. Κυριακή πρωί στο λιμάνι των Χανίων, εγώ περπατούσα ρεμβαστικά κατά τη συνήθεια μου, μετρώντας τα κύματα, τα σύννεφα, τα περιστέρια, τα παλιά ενετικά κτίσματα, τις χαρές, τις λύπες μου, τις ευθύνες και τις αποδράσεις μου. Λίγο πριν είχε λιάσει, λίγο μετά θα έβρεχε. Ιεροσυλία και αναίδεια στη δική μου περίσκεψη, στο δικό μου ρομαντισμό, στη μαγεία και ιστορία του χώρου, του τοπίου μου φάνηκε εκ πρώτης όψεως αυτή η άγρια συμπεριφορά. Τρεις ήταν οι πρωταγωνιστές της αρχαίας τραγωδίας που άρχιζε, που δεν παιζόταν σε αρχαίο θέατρο, αμφιθεατρικά κτισμένο, με το κυρίως θέατρο ή κοίλο για τους θεατές, την ορχήστρα για το χορό, τη σκηνή για του υποκριτές. Που παιζόταν δυστυχώς στο παρόν κι όχι υποκριτικά. Μια όμορφη φθινοπωρινή μέρα, ενώ παιδάκια ηλιόλουστα με τα πολύχρωμα ρουχαλάκια τους και την πολύχρωμη διάθεση μπαινόβγαιναν στις καφετέριες βγάζοντας χαρούμενες φωνούλες, κάτω απ’ την επιτήρηση γνοιαστικών, χαμογελαστών γονιών. Ενώ έφηβοι, αγόρια και κορίτσια αντάλλασσαν ερωτευμένες ματιές, ενώ μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι έκαναν τη βόλτα τους αρνούμενοι να καταθέσουν τα όπλα της ζωής.
«Πήγαινε πιο γρήγορα, προχώρα πιο γρήγορα!» φώναζε επαναλαμβανόμενα, εκτός εαυτού ο πατέρας με όπλο τη φωνή, με άγρια, έξαλλη, απίστευτα θυμωμένη, αποκρουστική φωνή. Που βίαζε τα αφτιά τα δικά μου κι άλλων λίγων μαρτύρων, που ακούστηκε σαν ουρλιαχτό λύκου, σα σειρήνα περιπολικού, σα συναγερμός επίθεσης σε ώρα πολέμου, σαν κομπρεσέρ σε ώρα κοινής ησυχίας καλοκαιριού. Που έκανε τα περιστέρια να σκιαχτούν και να αποπλεύσουν τρομαγμένα, σε πιο ειρηνικούς ουράνιους ωκεανούς. Που έκανε τον ουρανό να μαζέψει πιο νωρίς τα σύννεφα, να ετοιμάσει τη βροχή.
Με βλέμμα που πετούσε σπίθες, με χέρια διάπλατα ανοιγμένα, άκαμπτα σα σίδερα, με σώμα αλύγιστο, όλο γρανίτης, παθών φυλακή, με προτεταμένο στέρνο σε ένδειξη μανίας, απειλής, αλλοφροσύνης, εκδίωξης. Εκδίωκε ο «άνθρωπος» αυτός, ο απάνθρωπος, ο κατά τα φαινόμενα « πατέρας», το τέρας ένα κορίτσι στην πρώτη εφηβεία, μάλλον την κόρη του. Που έκανε ζικ ζακ στο δρόμο για να ξεγλιστρήσει, να τον αποφύγει, με ένα κρυφό γελάκι έντονα μελαγχολικό. Σαν την Κοκκινοσκουφίτσα που προσπαθεί να ξεγελάσει το λύκο, να κάνει το δικό της σε μια ιστορία που δεν ήταν δυστυχώς παραμύθι. Ένα κορίτσι πανέμορφο με τα μακριά του τα μαλλιά να ξεχύνονται σα θάλασσα στους λεπτούς του ώμους , με το φούξια παντελόνι φόρμας, τα χρωματιστά αθλητικά παπούτσια του και τα ακουστικά στα αυτιά, φυγή από ποια ζωή, θλιβερή πραγματικότητα άμοιρο μου κορίτσι…
Όπως μπόρεσα τρομαγμένη να αποκωδικοποιήσω, το κορίτσι προφανώς περπατούσε ιδιαίτερα αργά, καθώς απολάμβανε τη μουσική και τη βόλτα του κι αυτό είχε εκνευρίσει τον ανισσόροπο, ψυχασθενή πατέρα του, που αντί να καμαρώνει το παιδί του, να το αγκαλιάσει, να περπατά, να γελά μαζί του, στην υποτίθεται κυριακάτικη βόλτα τους, αντί να χαρεί κι ο ίδιος τη στιγμή, ήταν έτοιμος να ασκήσει πάνω του όλη τη βία, τα απωθημένα μιας ανεκπλήρωτης ζωής, να το χτυπήσει, να το συνθλίψει στα ενετικά τείχη. Που κι αυτά είμαι σίγουρη πως θα δάκρυσαν… Την ίδια ώρα σε ένα τρίτο πλάνο, λίγα βήματα πιο μπροστά προχωρούσε λίγο αποστασιοποιημένη, προφανώς για να αποφύγει να εμπλακεί, να ρεζιλευτεί, μια γυναίκα, μια μοναχική, ανέκφραστη, παγωμένη φιγούρα που ο άντρας της την αγριοκοίταζε, λέγοντας της « πιο σιγά» προσπαθώντας να συντονίσει απόλυτα αυτή τη μακάβρια τελετή, να σκηνοθετήσει την αρχαία, τωρινή τραγωδία.
Πόση βία Θεέ μου κάθε μορφής, πόση δυστυχία, πόσα εγκλήματα γίνονται καθημερινά γύρω μας, εγκλήματα που δε θα βγουν ποτέ έξω απ’ τις κλειστές πόρτες, τα κλειστά στόματα, που δε θα σπάσουν ποτέ το φράγμα του φόβου, της σιωπής. Πόσα τραύματα ψυχικά, πόσα θύματα βασανισμένα, ανυπεράσπιστα, συχνά σε τρυφερή ηλικία, αδύναμα να αποτινάξουν το ζυγό, να δραπετεύσουν απ’ την απάνθρωπη φυλακή τους. Πόσα θύματα που θα γίνουν πιθανόν θύτες. Πόσο συνένοχοι γινόμαστε, ακούσια συνένοχοι, όλοι όσοι εκείνη τη στιγμή παγώνουμε και δεν αντιδράμε…
Να είναι άραγε τα σύννεφα στον ουρανό παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς αγάπη;