ΑΠΟΨΕΙΣ
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να ξανακάνει τη χώρα ΠΑΣΟΚ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνά, λόγω των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Μπορεί όμως στο μέλλον να επαναληφθεί το...παρελθόν;
Του Παναγιώτη Αναστασάκου
Τα μέτρα για το πρώτο Μνημόνιο και η άμεση πολιτική συνέπειά του, που ήταν η πτώση της κυβέρνησης Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου, δρομολόγησαν την ουσιαστική διάλυση του ΠΑΣΟΚ.
Την ίδια περίοδο, ξεκινούσε για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, η «μεγάλη πολιτική ευκαιρία».
Εκλεγμένος τον Οκτώβριο 2009 με ποσοστό σχεδόν 44%, ο Γ. Α. Παπανδρέου, σε δύο χρόνια είχε χάσει σε ποσοστό 10 περίπου μονάδες και σε απόλυτο αριθμό, περισσότερους από 1.200.000 ψηφοφόρους. Η πλειονότητα αυτών είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, είτε από «κεκτημένη ταχύτητα» του παρελθόντος είτε παρασυρμένοι από το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν».
Μετά τις εκλογές και εν όψει της σκληρής πραγματικότητας, ο Γ. Α. Παπανδρέου, «την έκανε» με πολιτικά ταπεινωτικό τρόπο, αφού προηγουμένως πήρε και μόνος του, τα ομολογουμένως σκληρότερα οικονομικά μέτρα που θα μπορούσε να έχει πάρει μία κυβέρνηση. Έτσι, μετά την παραίτηση του Γ. Α. Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας είχε μπροστά του μία δεξαμενή τουλάχιστον 1.500.000 ψηφοφόρων.
Από πλευράς γενικότερης πολιτικής όμως, το πρώτο Μνημόνιο του 2011 με τα διαρθρωτικά μέτρα που επέβαλε, είχε φέρει στην επιφάνεια όλες τις στρεβλώσεις του δικομματικού μας πολιτικού συστήματος, καταδεικνύοντας παράλληλα και την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του τόπου.
Αυτή η αίσθηση της διαχειριστικής ανεπάρκειας, υπονόμευε την αξιοπιστία των μεγάλων κομμάτων, τα οποία πλέον αγωνίζονταν να κερδίζουν χρόνο χωρίς να επιλύουν τα ζωτικά διαρθρωτικά προβλήματα μίας εγκλωβισμένης κοινωνίας και της καταρρέουσας οικονομίας της.
Βεβαίως, το 2011 το πρόβλημα αυτό, δεν ήταν νέο. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας τού '90 ήταν φανερό πως έπρεπε να γίνουν σημαντικές αλλαγές ουσίας, όχι μόνο στο κράτος αλλά και στα δύο μεγάλα κόμματα.
Έπρεπε να «ανοίξουν» τις πόρτες για να προσελκύσουν ένα άλλου επιπέδου προσωπικό, αλλά και να αποβάλουν ή να περιορίσουν τον εθισμό τους στις πελατειακές σχέσεις οι οποίες δυστυχώς αποτελούσαν σχεδόν αυτοσκοπό. Το τελευταίο που χρειαζόταν, ειδικά από τη δεκαετία τού '90 και μετά, ήταν τα κόμματα να έχουν ως σπονδυλική τους στήλη τους λεγόμενους «επαγγελματίες πολιτικούς». Αντίστροφα, όφειλαν να επενδύσουν σε επιτυχημένους επαγγελματίες, οι οποίοι θα έπρεπε να προσελκυστούν για να εμπλουτίσουν τον χώρο της πολιτικής.
Δυστυχώς αυτό δεν έγινε και έτσι σταδιακά, η κοινή γνώμη ταύτιζε τα κόμματα με κλειστές ομάδες μετρίων που έκαναν τα πάντα για να προφυλάξουν και να διαιωνίσουν τη σταδιοδρομία τους. Στην ουσία δηλαδή, διαμόρφωναν μία τάση για «δημοσιοϋπαλληλοποίηση» του χώρου της πολιτικής.
Διαμορφώνονταν με τον τρόπο αυτό, ένας μικρόκοσμος, που συνομιλούσε με τον εαυτό του και όχι με την κοινωνία, χρησιμοποιώντας μάλιστα την ίδια ξύλινη γλώσσα και τις ίδιες δοκιμασμένες πελατειακές πρακτικές.
Η κεντρική όμως εστία της απαξίωσης των κομμάτων και του προσωπικού τους ήταν κυρίως μία:
Η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να λύσουν τα προβλήματα.
Και όσο οι προκλήσεις και τα προβλήματα έμοιαζαν σχετικά περιορισμένα, η στάση της κοινής γνώμης ήταν απλώς ένα κράμα αποστασιοποίησης, ανοχής και απαξίωσης, μέχρι να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά η απαξίωση.
Αυτά, είχαν αποτέλεσμα στις εκλογές του 2012, να ενισχυθεί ο λαϊκισμός σε όλα τα επίπεδα και να ενδυναμωθεί ένα κόμμα-έκτρωμα όπως η Χρυσή Αυγή.
Παράλληλα, όμως, η απαξίωση των πολιτικών, ευνοούσε απόλυτα έναν νέο και άφθαρτο τότε πολιτικό, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έβλεπε την εξουσία να έρχεται στην αγκαλιά του ως «δώρο εξ ουρανού».
Υιοθετώντας, λοιπόν, τη γνωστή και δοκιμασμένη τακτική του λαϊκισμού - την οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου την περίοδο 1977-1981 για να καταλάβει την εξουσία -, ο Αλέξης Τσίπρας ουσιαστικά υποσχόταν στους άστεγους του ΠΑΣΟΚ την «επαναπασοκοποίηση» της οικονομίας, ερήμην βέβαια της τότε συγκυρίας των Μνημονίων, αλλά ποιος καταλαβαίνει από τέτοια...
Την ίδια τακτική ακολουθεί και σήμερα. Γι' αυτό και θέλει με οποιοδήποτε κόστος να παραμείνει στην εξουσία όσο μπορεί. Όσο παραμένει σε αυτήν, ενισχύει την παρουσία δικών του ανθρώπων στις αρθρώσεις της και αυτό αποτελεί υποθήκη για το μέλλον.
Παράλληλα, όμως, ο Αλέξης Τσίπρας εξυπηρετεί και έναν άλλο σοβαρό για το μέλλον στόχο του.
Καθιερώνει την παρουσία του σε έναν ιδιόμορφο μεσαίο χώρο, που είναι αυτός της δημοσιοϋπαλληλίας, των μικρεμπόρων που συστηματικά φοροδιαφεύγουν, των συντεχνιών που «κρατούν» ζηλότυπα τα προνόμιά τους και γενικά όλων αυτών των στρωμάτων που ενάντια στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, αντιπροσωπεύουν την καθυστέρηση.
Τα στρώματα αυτά ήθελαν και ακόμα θέλουν σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα μέλος της ΕΕ και του ευρώ, αφενός για να εισπράττουν ενισχύσεις και επιδοτήσεις και αφετέρου, για να καλύπτονται από τη νομισματική σταθερότητα της ΟΝΕ. Δεν επιθυμούν όμως καμία μεταρρύθμιση και αλλαγή σε δομές και διαδικασίες και πολύ περισσότερο, δεν ανέχονται τις σύγχρονες Ευρωπαϊκές πρακτικές.
Έτσι, στο όνομα της δήθεν προόδου και της δημοκρατίας, η ελληνική κοινωνία όχι μόνον ισοπεδώθηκε, όχι μόνον διεφθάρη από τον κρατισμό και τις πελατειακές σχέσεις, αλλά και οδηγήθηκε στην πλήρη σχεδόν δημιουργική απονεύρωση.
Εθίστηκε στον άκρατο δανεισμό, στην «αρπακόλλα», στη διαπλοκή, στην αντιεπιχειρηματική ρητορική, με αποτέλεσμα, να απειλείται σήμερα από έναν επικίνδυνο «κοινωνικό ιδιωματισμό».
Αυτόν, δηλαδή, που καλλιεργεί το «εγώ» ως υπέρτατο στοιχείο επιβίωσης εις βάρος του «εμείς».
Ο ιδιωματισμός αυτός, που μπορεί να έχει δραματικές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, αποτελεί για τον Αλέξη Τσίπρα την «αχίλλειο πτέρνα» του.
Γιατί;
Μα, διότι πιέζεται από την Ευρώπη, τους δανειστές και εταίρους μας, να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, απελευθερωτικές για μία αιχμάλωτη στον λαϊκισμό και στην ακινησία κοινωνία, και ταυτόχρονα πρέπει να «πουλήσει» την πολιτική αυτή στο πιο αντιδραστικό, το πιο διαπλεκόμενο και το πιο διεφθαρμένο κομμάτι της κοινωνίας μας. Αυτό που είναι η σημερινή του πελατεία.
Θα το πετύχει;