ΑΠΟΨΕΙΣ
Μια νέα πολιτική πραγματικότητα
Τίποτα δεν είναι τόσο θαυμαστό στην πολιτική όσο η φτωχή μνήμη J.K.Galbraith
Ζήσαμε μια ρηχή προεκλογική περίοδο με τον πολιτικό λόγο να κυριαρχείται από προσωπικές επιθέσεις, ευφυολογήματα και λίγες φορές να αναφέρεται σε ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας στα πλαίσια μιας ανατροφοδοτούμενης πόλωσης.
Ο ελληνικός λαός μετά από μια περίοδο οδυνηρών κρίσεων (μνημόνια, πανδημία) προτίμησε τη σιγουριά της διαχείρισης- όση σιγουριά μπορεί να υπάρχει σε ένα περιβάλλον, με απαξιωμένο ΕΣΥ, υψηλότατο πληθωρισμό τροφίμων και αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων (ΕΛΣΤΑΤ). Προτίμησε τη σιγουριά της αυριανής ημέρας έστω και αν τα εισοδήματα του κατατρώγονται από το υψηλό κόστος ενέργειας, την έμμεση φορολογία και τα γλίσχρα επιτόκια καταθέσεων.
Το νέο πολιτικό σκηνικό όπως διαμορφώθηκε γέρνει επικίνδυνα προς την δεξιά-άκρα δεξιά και είναι ίσως η πρώτη φορά που η αριστερά αποτελεί μειοψηφία.
Το ΚΚΕ αυξάνοντας τη δύναμη του συγκαταλέγεται στους νικητές.
Το ΠΑΣΟΚ αδυνατώντας να ωφεληθεί αναλογικά από την μεγάλη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ καθόρισε την δυναμική του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μεγάλος χαμένος. Δεν «διάβασε» τις κοινωνικές ανησυχίες, τους φόβους και τις ελπίδες που επιδρούν και διαμορφώνουν την εκλογική συμπεριφορά και δεν κατανόησε την μετατόπιση της κοινωνίας σε περισσότερο συντηρητικές θέσεις. Δεν επεξεργάστηκε ένα αφήγημα πειστικό και μετρήσιμο που θα απαντούσε στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών και αρκέστηκε σε ένα λόγο καταγγελτικό, ενίοτε brutal και αντιεπιστημονικό (από κάποιους) την περίοδο της πανδημίας.
Με το βάρος μιας διακυβέρνησης για την οποία δεν έκανε καμία επί της ουσίας αυτοκριτική και αδυνατώντας να ερμηνεύσει το «μαύρο κουτί» του πολίτη/ψηφοφόρου, επιδόθηκε σε ένα «άνοιγμα» στην κοινωνία με όρους ποδοσφαιρικών μεταγραφών. Μεταγραφές πολιτικών στελεχών από άλλους πολιτικούς χώρους, θολώνοντας ακόμα περισσότερο την ταυτότητά του και υποτιμώντας την κρίση και την ευαισθησία του ελληνικού λαού. Και λόγω φτωχής μνήμης σιώπησε ηχηρά, για την συγκυβέρνηση υπό την λεοντή της προοδευτικής συμμαχίας.
Η ΝΔ κατήγαγε σημαντική νίκη. Ως κυβέρνηση, θα πρέπει να εφαρμόσει αυτά που υποσχέθηκε και να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα της χώρας που δεν συζητήθηκαν.
Ο δημόσιος λόγος της εξαντλήθηκε εν πολλοίς σε ένα αυτοεπαινούμενο λόγο περί επενδύσεων και ανάπτυξης, μη λέγοντας λόγω ασθενικής μνήμης, ότι τα ξένα κεφάλαια αγοράζουν κυρίως ακίνητα και λειτουργούσες επιχειρήσεις και δεν κατευθύνονται σε νέες παραγωγικές μονάδες. Το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας παρέμεινε θολό και «εξαντλήθηκε» σε υποσχέσεις για πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας σε μια χώρα που η ανεργία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη της Ευρώπης. Αν συνυπολογιστούν, το δυσθεώρητο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, η εποπτεία από το επόμενο έτος, η κλιματική κρίση και η ανυπαρξία σχεδίων διαχείρισης των υδάτινων πόρων, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, οι μεταναστευτικές ροές και η διαφθορά, δημιουργείται ένα μίγμα εκρηκτικό.
Τέλος στα τραπέζια των προεκλογικών συζητήσεων ο πολιτισμός δεν βρήκε θέση. Σε μια χώρα που διεκδικούμε την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα και κομπάζουμε για την ιστορία μας και την πολιτιστική μας κληρονομιά, ο πολιτισμός θεωρείται πολυτέλεια και δευτερεύον ζήτημα για να απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο.
Στη νέα Βουλή υπάρχει μια ισχυρή κυβέρνηση χωρίς ισχυρή μείζονα αντιπολίτευση. Με λιγότερες από πενήντα έδρες δεν μπορεί να προβεί σε μια σειρά από πρωτοβουλίες που δικαιωματικά προσφέρει ο κανονισμός ώστε να ασκήσει έλεγχο στο κυβερνητικό έργο. Η ελάσσων αντιπολίτευση θα ανταγωνιστεί, όπως όλα δείχνουν, την μείζονα και το ΚΚΕ θα έχει την δική του διακριτή παρουσία. Θα υπάρχουν βέβαια και οι παρουσίες των αποχρώσεων του γκρι/μαύρου που είναι άγνωστο πως θα συμπεριφερθούν.
Η νέα αυτή πραγματικότητα απαιτεί μια ισχυρή συνολικά αντιπολίτευση από τα αριστερά της ΝΔ με ουσιαστικό πολιτικό λόγο που θα ξεπερνάει τα εμπόδια του κανονισμού και θα λειτουργεί ως αντίβαρο στην κυβερνητική παντοδυναμία σε συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, γεωπολιτικές) που διαρκώς θα μεταβάλλονται.
ΥΓ. Ο Α. Καρκαγιάννης γράφει σε άρθρο του με τίτλο «Ένα άλλο επίπεδο πολιτικής συζήτησης» (12.4.2002) στην εφημερίδα «Καθημερινή»:
«Η πολιτική συζήτηση για την στρατηγική των κομμάτων (προς τα πού φιλοδοξούν να οδηγήσουν τη χώρα) θα αναδείκνυε τις διαφορές, τις προσεγγίσεις, τις πραγματικές συγγένειες και θα διαμόρφωνε άλλο, εντελώς διαφορετικό πλέγμα πολιτικών σχέσεων, εντελώς διαφορετικό από το σημερινό[…] Θα ήταν συζήτηση άλλου πολιτικού επιπέδου. Η σημερινή συζήτηση […] είναι προσχηματική και φορμαλιστική, μια συζήτηση επί των συμβόλων. Τα σύμβολα όμως έχουν σημασία όταν αντανακλούν στρατηγικές πραγματικότητες […] Επικαλούνται τους όρους και τα σύμβολα χωρίς να μας λένε τι εννοούν και τι επιδιώκουν. […] Μιλάμε περισσότερο για τη διαχείριση της πολιτικής παρά για την ίδια τη πολιτική.»
Το άρθρο αυτό θα μπορούσε να είχε γραφεί σήμερα έχοντας υπόψη την προεκλογική περίοδο αλλά και την ποιότητα του πολιτικού λόγου τα τελευταία χρόνια. Μετά από τόσα χρόνια δεν άλλαξαν και πολλά…