ΑΠΟΨΕΙΣ
Μέρες σαν μήνες περίμενα την Άνοιξη
Γιος της άνοιξης ο Μάρτιος, πρέπει αναλόγως να φερθεί. Ετοιμάζοντας τον κόσμο τα αδέρφια του να υποδεχτεί.
της Μαρίας Λιονάκη
Μέρες τώρα, μήνες, μέρες σαν μήνες περίμενα την άνοιξη. Δεν μπορεί παρά να έρθει σκεφτόμουνα. Κάπου θα ξεχάστηκε η ανέμυαλη, σε κάποιο αγρό παίζει το τόπι της και το ρολόι δεν κοιτά. Το έχουν οι άνοιξες να είναι ανέμυαλες, να ξεχνάνε, το ρολόι να μην κοιτάνε. Σε κάποιο ολάνθιστο χωράφι μαδάει όλο προσμονή μια μαργαρίτα για το μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά. Το έχουν οι άνοιξες να προσμένουν. Σε κάποιο αργαλειό υφαίνει καταπράσινο χαλί. Σε κάποια θάλασσα βρέχει τα πόδια της και παίζει ερωτικά παιχνίδια με τους φιλήδονους αφρούς. Με τα λεπτά καλλίγραμμα πόδια της γυμνά, πόδια που σμίλεψε ο Πραξιτέλης στον ίδιο τόπο που φιλοτέχνησε τον Ερμή, την αρχαία Ολυμπία, τρέχει η άνοιξη να ξεπεράσει τους γλάρους τον κότινο να στεφθεί.
Με το λουλουδάτο φόρεμα ανασηκωμένο, πρόχειρα ζωσμένο με τη χρυσή ζώνη του ήλιου, με το χρωματιστό φόρεμα να ανεμίζει αέρινα, όλο χάρη και να σκορπά ηλιαχτίδες και κρόσσια μοσχομυριστά, παίρνει φόρα η άνοιξη, από μακριά, από κάποιο χειμωνιάτικο παρελθόν και ξεχύνεται ασυγκράτητη να ανταμώσει το καλοκαίρι. Με γέλια και χαρούμενες φωνούλες όλο επιταχύνει, κάνει στην άμμο ζικ ζακ με σκέρτσο και νάζια, κρύβεται πίσω απ’ τους βράχους και φανερώνεται ξαφνικά να ανταμώσει τα μεθυσμένα κύματα. Που άλλο δε θέλουν παρά να τη δουν, στον έρωτα της άνευ όρων να παραδοθούν. Το έχουν οι άνοιξες να παραδίνονται άνευ όρων στον έρωτα.
Μέρες τώρα, μήνες, μέρες σαν μήνες περίμενα την άνοιξη. Μάζευα τα σύννεφα από τον ουρανό, τα δίπλωνα τακτικά και τα φύλαγα στη ντουλάπα του ουρανού. Κυνηγούσα τις σταγόνες να γλιστρήσουν, πουθενά να μη σταθούν. Τραβούσα απ’ τα μανίκια τις μέρες να μεγαλώσουν. Καλούσα τον ήλιο, τον παραδομένο στην εξουσία του καιρού, να πάρει πάνω του, να αντισταθεί, να ανέβει στο θρόνο του, για άλλη μια φορά ηλιάτορας, του κόσμου αυτού διαφεντευτής. Του έλεγα πως οι άνθρωποι τον προσμένουν, να μην αργεί. Έκλεινα εισιτήρια στα χελιδόνια να επιστρέψουν.
Κοίταζα τα δέντρα τα γυμνά και τους ψιθύριζα λόγια αγάπης να ανθίσουν. Καρτερούσα να δω ροζ γεννητούρια στις αμυγδαλιές. Διάλεγα στα φυτά χαρούμενα υφάσματα να ντυθούν, πριγκίπισσες αυτής της εποχής να γίνουν, φώναζα στα πουλιά να υμνήσουν και φέτος γλυκόφωνα την ομορφιά της ζωής. Πολλές γνώμες άλλαξε κι ο φετινός Μάρτης, μέχρι να κατασταλάξει. Μέχρι να βγάλει το αδιάβροχο του να το κρεμάσει στην κρεμάστρα. Μάλλον οριστικά για φέτος. Έπαιξε στα ζάρια διάφορους καιρούς, ως να κερδίσει την παρτίδα ο ήλιος. Το έχουν οι ήλιοι να κερδίζουν τις παρτίδες.
Γιος της άνοιξης ο Μάρτιος, πρέπει αναλόγως να φερθεί. Ετοιμάζοντας τον κόσμο τα αδέρφια του να υποδεχτεί. Τώρα καμαρώνει τον πίνακα της γης που έχει φως, χρώματα και μοσκοβολιές. Τον πίνακα της ζωής που έχει χαμόγελα, κέφι, αισιοδοξία, έρωτα, αγάπη, βόλτες, εκδρομές, συναναστροφές. Λίγο πριν για άλλη μια φορά η θυσία που έφερε την ελευθερία τιμηθεί. Λίγο πριν ο στίχος του Διονύσιου Σολωμού, απ’ τους Ελεύθερους πολιορκημένους έρθει να ενώσει δυο καιρούς: « Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».