Η έκφραση είναι παρμένη από την Π. Διαθήκη και συγκεκριμένα από το βιβλίο του προφήτη Αμώς: «Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐξαποστελῶ λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, οὐ λιμὸν ἄρτου οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου» (κεφ.8,11). Ζούμε, πιστεύω, στην εποχή που έχει πέσει λιμός λόγου, πείνα λόγου. Βέβαια, όταν υπάρχει έλλειψη κάποιου αγαθού, οι άνθρωποι το αναζητούν. Όταν π.χ. υπάρχει πείνα, οι άνθρωποι αναζητούν τροφή, όταν λείπει το νερό, αναζητούν και προσπαθούν να βρουν νερό, για να κορέσουν τη δίψα τους. Το θέμα που προβάλλει εδώ είναι ότι, ενώ υπάρχει έλλειψη λόγου, οι άνθρωποι δεν τον αναζητούν, δεν πεινούν ούτε διψούν για τον λόγο, αυτόν που θα συμπλέει με την αλήθεια, που θα αποκαλύπτει την αλήθεια και δεν θα εξαντλείται στη χρήση του ως μέσου μιας απλής συνεννόησης και διεκπεραίωσης κάποιων θεμάτων της καθημερινότητας. Θεωρώ ότι πρόκειται για ουσιώδες ζήτημα, που η συνειδητοποίησή του μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τη ζωή και τη σχέση με τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Τι είναι όμως λόγος; Η λέξη είναι μια από τις συχνότερες αρχαιοελληνικές λέξεις. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπάρχουν δυο ρήματα «λέγω»: το ένα σημαίνει ομιλώ , κελεύω, παραγγέλλω, αλλά και εννοώ, το άλλο συναντιέται σύνθετο ως συλ-λέγω (λέμε σύλλογος, συλλογή, συλλεκτικός κ.ά.) και σημαίνει συλλέγω, απαριθμώ, συγκαταλέγω. Η λ. λόγος, παραγόμενη από το πρώτο ρήμα «λέγω», έχει πολλές σημασίες. Μπορεί να σημαίνει το περιεχόμενο, δηλαδή το πραγματικό και όχι το τυπικό μέρος της λέξεως (κάτι σαν το «σημαινόμενο» που λένε οι γλωσσολόγοι). Έχει ακόμη την έννοια της προφάσεως, της προσποιήσεως ή της διηγήσεως, αλλά μπορεί να σημαίνει και τη δύναμη της διάνοιας που εκφαίνεται στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο, το λογικό, τη σκέψη, τη δικαιολογία, τη θεωρία, το επιχείρημα. Επομένως, για τους αρχαίους Έλληνες λόγος σήμαινε την ομιλία, αλλά επειδή δεν υπάρχει ομιλία-λόγος χωρίς σκέψη, λόγος σήμαινε και τη λογική. Έχουμε, λοιπόν, τον εκφερόμενο και τον ενδιάθετο λόγο, δηλαδή τον λόγο (προφορικό και γραπτό) και την σκέψη. Οι σημασίες αυτές διατηρούνται και στη νέα ελληνική γλώσσα.
Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, και ειδικά στον Ηράκλειτο, ο λόγος λαμβάνει μια ευρύτερη σημασία, καθώς ταυτίζεται με την εσωτερική τάξη και νομοτέλεια που διέπει τον κόσμο, το μόνο σταθερό στην αέναη αλλαγή των όντων. Ο κόσμος δηλαδή συνέχεται από τον λόγο, ο λόγος είναι το ζωοποιό στοιχείο του κόσμου (Χρήστος Γιανναράς, Σχεδίασμα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία, τεύχος πρώτο, εκδ. Δόμος, 1980, σ. 21). Χωρίς τον λόγο, ο κόσμος είναι «σάρμα εἰκῇ κεχυμένων» (σκουπίδια όπως-όπως πεταμένα), όπως λέγει ο Ηράκλειτος). Ο λόγος δίνει υπόσταση στην ύλη, την κάνει γεγονός ζωής (Γιανναράς, ό.π.). Κι αν ο λόγος αποτελεί μια κοσμική αρχή που εξασφαλίζει το μέτρο και τα όρια των όντων(«ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα» λέγει ο Ηράκλειτος), ώστε να υπάρχει αρμονία και όχι χάος, τότε και οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να λειτουργούν με βάση τον λόγο, ώστε να είναι αρμονικές οι σχέσεις των ανθρώπων. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που, κατά τον Αριστοτέλη, μπορεί να δημιουργεί πολιτικές κοινωνίες, επειδή είναι «ζῶον πολιτικόν». Και είναι «ζῶον πολιτικόν», επειδή μετέχει του λόγου, επειδή ο άνθρωπος είναι ο μοναδικός ανάμεσα στα άλλα έμβια όντα που έχει λόγο (Πολιτικά, 1253a, 10). Στον χριστιανισμό, αργότερα, ο λόγος αποκαλύφθηκε στο Πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος είναι ο Λόγος του Θεού, όπως τον αποκάλεσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἐν άρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (1,1).
Σύμφωνα με όλα όσα ειπώθηκαν, ο λόγος είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ομιλία ή την απλή κουβέντα. Άπτεται της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, είναι έκφραση του βαθύτερου είναι του ανθρώπου, επειδή ο άνθρωπος «νοεί» και κατανοεί δια του λόγου. Ο άνθρωπος δια του λόγου δημιουργεί «κόσμο», «δίνει μορφή στην αμορφία και λογοποιεί την αλογία» (Γιανναράς, ό.π. σ. 23). Κι επειδή ο λόγος, όπως αφήσαμε να νοηθεί, συνιστά το ίδιο το «είναι», ο άνθρωπος με τη δυνατότητα του «νοείν», ως μέτοχος στον λόγο, μπορεί να εισέρχεται στη νοητή πραγματικότητα και να συνδέει τα νοητά με τα αισθητά. Όπως γράφει και πάλι ο Χ. Γιανναράς, «ο άνθρωπος είναι έννους: έχει νου, είναι προικισμένος με τη δυνατότητα του νοείν, τη δυνατότητα να μετέχει σε εκείνο τον τρόπο της ύπαρξης, που δεν δεσμεύεται από τους περιορισμούς του χώρου, του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου.»(ό.π. σ. 24).
Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε αντιλαμβάνεται κανείς τι συμβαίνει όταν ο λόγος δεν γίνεται σεβαστός, όταν γίνεται απλή κουβέντα και «ἔπεα πτερόεντα» (Ομήρου, Ἰλιάς, Α 201). Το φαινόμενο είναι συχνό. Οι άνθρωποι τις πιο πολλές φορές ασεβούν απέναντι στον λόγο, που σημαίνει ότι ασεβούν απέναντι στην αλήθεια. Διότι η αλήθεια δεν ταυτίζεται μεν με τον λόγο, αλλά ο λόγος είναι το κριτήριο της αλήθειας, η οποία είναι το ίδιο το γεγονός της ζωής στο πλαίσιο ενός «κονωνείν». Ο λόγος στην περίπτωση αυτή «σημαίνει», δηλαδή αποκαλύπτει, το γεγονός της ζωής, δηλαδή την αλήθεια. Αν, λοιπόν, ο λόγος δεν αποκαλύπτει την αλήθεια, αν δεν δίνει το «σήμα» της αλήθειας, αν δεν είναι φανέρωση της αληθούς γνώσης, τότε παύει να είναι λόγος αληθείας. Κι επειδή ο λόγος είναι η έκφραση της ίδιας της αρμονίας της κοινής ζωής των ανθρώπων, ένας λόγος αλλοτριωμένος συνεπάγεται και ψεύτισμα της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, ως συνόλου σχέσεων ποιότητας.
Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που ο λόγος έχει ψευτίσει, έχει αλλοτριωθεί του νοήματός του. Κι ενώ έχουμε πληθώρα λόγων, μας λείπει ο λόγος, ο λόγος της αληθείας. Στο χώρο της πολιτικής οι πολιτικοί κάνουν, όπως λέγει ο σοφιστής Πρωταγόρας, «τον ήττω λόγον κρείττω» (κάνουν τον αδύναμο λόγο να φαίνεται δυνατός), επειδή τους ενδιαφέρει όχι η αλήθεια αλλά το να φαίνεται πως λένε την αλήθεια. Στην καθημερινή ζωή οι άνθρωποι, δεσμευμένοι είτε από μια στενά ατομική εκδοχή της αλήθειας (για «ανθρώπινα δοξάσματα» μιλούσε ο Ηράκλειος) είτε από την κομματική τους τοποθέτηση ή τη θρησκευτική τους πίστη ή τις φήμες κλπ, αδυνατούν να εκφέρουν λόγο αληθινό. Στον χώρο της Εκκλησίας ο λόγος εξαντλείται σε μια παραδοσιακή ηθικολογία με συχνά ξεπερασμένη γλώσσα. Στον χώρο του αθλητισμού ο λόγος διαστρέφεται και αδρανοποιείται τελείως, μεταβαλλόμενος σε συνθηματολογία και υβρεολόγιο. Στα ΜΜΕ ο λόγος γίνεται ακατάσχετη φλυαρία χωρίς περιεχόμενο ή πολιτική προπαγάνδα. (Για να μη γενικεύουμε, πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, οι οποίες όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα.)
Όντως υπάρχει «λιμός λόγου», που σημαίνει «λιμός αληθείας». Γιατί, όταν ο λόγος είναι ψευδής, τότε και η αλήθεια είναι αλλοιωμένη, δηλαδή οι άνθρωποι έχουμε βυθιστεί στο ψεύδος. Που σημαίνει ότι το κριτήριο της αλήθειας δεν λειτουργεί, αφού ο λόγος είναι ήδη ευνουχισμένος και αλλοτριωμένος. Κι ένας λόγος αλλοτριωμένος είναι αδύνατο να «σημάνει» την αλήθεια, να δώσει το σήμα της αλήθειας. Ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου ο λόγος απουσιάζει κι επομένως ζούμε σ’ ένα κόσμο ψεύδους. Οι άνθρωποι μπορεί να είμαστε περισσότερο μορφωμένοι, να έχουμε προοδέψει τεχνολογικά και επιστημονικά, αλλά δεν είμαστε καλλιεργημένοι. Μας λείπει αυτό που έχει αποκληθεί ως «κατά κεφαλήν καλλιέργεια». Γιατί ο λόγος προϋποθέτει την αληθινή και σε βάθος «καλλιέργεια», δηλαδή την παιδεία που δεν εξαντλείται στη συσσώρευση γνώσεων ούτε μόνο στην απαραίτητη αλλά συχνά ψυχοκτόνο εξειδίκευση. Για να καρπίσει ο λόγος, χρειάζεται η παιδεία που θα προσανατολίσει την ψυχή προς το Αγαθό, δηλαδή τη Σοφία και την Αρετή. Σοφία όμως και αρετή συμπυκνώνονται στην έννοια του λόγου, ο οποίος βρίσκει το «τέλος» του, δηλ. τον σκοπό και την ολοκλήρωσή του, στον σαρκωθέντα Λόγο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, δηλαδή στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που είναι η Σοφία του Θεού (Α΄ Κορ. 1,30) και «το φως το αληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ιωάν. 1,9). Έτσι, η αλήθεια, τελικά, είναι η αλήθεια του προσώπου, όπου το πρόσωπο νοείται μόνο στην προοπτική της σχέσης με τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή το «κοινωνείν και επικοινωνείν». Το συμπέρασμα είναι ότι, μόνο αν κατανοήσουμε τον λόγο ως έκφραση του προσώπου, στο πλαίσιο της ποιότητας των σχέσεων εντός του κοινωνικού σώματος, θα μπορέσουμε να έχουμε και ποιότητα λόγου, ενός λόγου που στο βάθος όλοι, ανεπίγνωστα ίσως, θέλουμε και επιζητούμε, αλλά που δεν μπαίνουμε στον κόπο να γίνουμε κοινωνοί του. Διαφορετικά θα παραδέρνουμε σε ένα κόσμο ψεύδους, όπου ο ένας θα προσπαθεί να πείσει τον άλλο με σοφίσματα, με λογοφανή επιχειρήματα και με συνθήματα, μακριά από το φως της αλήθειας.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Φωτογραφία: Vista.Create