ΑΠΟΨΕΙΣ
Λιλή Ζωγράφου: « Η περηφάνια ταιριάζει σ’ όλα τα αναστήματα»
Η Λιλή Ζωγράφου ξεχώρισε γιατί ήταν μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Πάντα θα αναρωτιέμαι τί την έκανε διαφορετική από τόσες άλλες σπουδαίες Ελληνίδες. Το ότι γεννήθηκε σαν λουλούδι τέφρας το 1922, τη χρονιά που κάψανε τη Σμύρνη; Το ότι ήταν έγκυος όταν φυλακίστηκε μες στη Γερμανική Κατοχή της Κρήτης για αντιστασιακή δράση, κι έφερε στη ζωή την κόρη της πίσω από τα κάγκελα, όπως κάποτε έγινε το ίδιο στη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα; Ή μήπως το ότι αντιμετώπισε τις δυσκολίες της ζωής της με θάρρος, με πείσμα, με επιμονή;
Όχι. Ενώ έμειναν σαν προσωπική της αλήθεια όλα αυτά, η Λιλή Ζωγράφου ξεχώρισε γιατί ήταν μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, που τόλμησε να ταράξει τα νερά - και να προκαλέσει με τους στοχασμούς της.
Ο πιο πολύς κόσμος την ξέρει σαν μια σπουδαία δημοσιογράφο και συγγραφέα. Εμφανίστηκε το 1950 στα εικοσιοκτώ της χρόνια με την «Αγάπη», μια συλλογή διηγημάτων που απέσπασε ενθουσιασμό για την έλευσή της. Όμως έγινε ευρύτερα γνωστή, δέκα χρόνια μετά, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Στο δοκίμιο πραγματεύεται κυρίως την προσωπικότητα και την ψυχολογία του Νίκου Καζαντζάκη και κάνει μια άλλη κριτική θεώρηση του συγγραφικού του έργου. Το δοκίμιο δεν πέρασε απαρατήρητο και προκάλεσε αιτία συζητήσεων και διαφωνιών. «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός» λοιπόν.
Τραγική όμως ήταν και η ίδια. Η δικτατορία την βρήκε να γράφει στη δεκαπενθήμερη «Γυναίκα», ένα περιοδικό που απευθυνόταν στις καλλιεργημένες γυναίκες «της μεσαίας κοινωνικής τάξεως». Αλλά τα δικά της άρθρα τα χαρακτήριζε το ανατρεπτικό, το πολιτικά τολμηρό περιεχόμενό τους - που έκρυβαν μεγάλο κίνδυνο να προκαλέσουνε την οργή της στρατιωτικής εξουσίας. Γιατί ο λόγος της παρέμενε αντισυμβατικός. Χαρακτηρίστηκε η «σκοτεινή θεά Εκάτη της Λογοτεχνίας μας».
Με τη βοήθεια του φίλου μου Μάριου Βερέττα, κάνω την εργογραφία της: Το 1959, είπαμε, είχε έρθει στο φως το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συνέγραψε (όχι έγραψε, συνέγραψε - συν γραφέας δεν λέμε;) μια ψυχαναλυτική βιογραφία για τη Μαρία Πολυδούρη που τη δημοσίευσε το 1961. Ήταν την ίδια εκείνη χρονιά που κυκλοφόρησε και το ερωτικό της μυθιστόρημα που λεγόταν «Και το χρυσάφι των κορμιών τους».
Το 1962 η Λιλή Ζωγράφου έδωσε στη δημοσιότητα τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, που την είχε πει «Οι καταραμένες». Τέσσερα χρόνια μετά, το 1966, προσέγγισε το δράμα των Εβραίων της Ελλάδας (όπως η ίδια είχε πει σε συνέντευξή της ήταν ένα «απελπιστικό παράπονο για την κακία του κόσμου») με το βιβλίο της «Μικαέλ».
Τον τίτλο του αυτόν όμως τον άλλαξε στη δεύτερη έκδοσή του και τον είπε «Οι Εβραίοι κάποτε», επισημαίνοντας πως τα χθεσινά θύματα του Ναζισμού επιδεικνύουν σήμερα την ίδια συμπεριφορά σε βάρος των αθώων Παλαιστινίων. Κάτι που δεν έχει αλλάξει, από τότε που υπάρχει αυτό το βιβλίο - εδώ και πενήντα χρόνια.
Κάνοντας ένα αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη το 1971, επανήλθε στις λογοτεχνικές βιογραφίες με το βιβλίο της «Ο ηλιοπότης Ελύτης», οκτώ χρόνια πριν ο λυρικός μας ποιητής πάρει το βραβείο Νόμπελ. Ο ποιητής δεν θα εγκρίνει το βιβλίο αυτό και δεν συμφώνησε με την έκδοσή του. Παρ’ όλα αυτά, η Λιλή Ζωγράφου θα προχωρήσει και θα το εκδώσει.
Την άλλη χρονιά, το 1972, κατάγγειλε τα δεινά της ελληνικής Παιδείας με την πραγματεία της «Παιδεία ώρα μηδέν ή της εκμηδένισης» και αναρωτήθηκε για τη μοίρα των ηρώων με το θεατρικό έργο της «Τί απόγινε εκείνος που ’ρθε να βάλει φωτιά».
Κατά τη διάρκεια της Χούντας, τότε που η Λιλή Ζωγράφου αρθρογραφούσε κατά των συνταγματαρχών μέσα από τις σελίδες του «ανώδυνου» περιοδικού μόδας «Γυναίκα» μέχρι να την πάρουν χαμπάρι οι λογοκριτές, η κόρη της Ρένα Χατζηδάκη συνελήφθη, βασανίστηκε στα κρατητήρια της Ασφάλειας της οδού Μπουμπουλίνας και κλείστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί μέσα η Ρένα, με το ψευδώνυμο «Μαρίνα», συνέθεσε το περίφημο ποίημα «Κατάσταση Πολιορκίας» που στη συνέχεια έγινε πασίγνωστο χάρη στη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη. Λίγους μήνες μετά την τραγική εξέγερση του Πολυτεχνείου, η Λιλή Ζωγράφου έδωσε στη δημοσιότητα το χρονικό «17 Νοέμβρη 1973 - Η νύχτα της μεγάλης σφαγής», παρουσιάζοντας το γεγονός εκείνο όπως το έζησε η ίδια.
Πριν το τέλος του 1974 κυκλοφόρησε την κορυφαία της πραγματεία «Αντιγνώση ή τα δεκανίκια του Καπιταλισμού». Στο βιβλίο αυτό αναλύει τον προβληματισμό της για τον αφανισμό του Αρχαίου Πολιτισμού και τους λόγους επικράτησης του Χριστιανισμού σαν θεμέλιο του Καπιταλισμού. Σαν επιστέγασμα, εκεί μέσα αφενός καταγγέλλει τον απάνθρωπο ρόλο του Χριστιανισμού στην Ιστορία και αφετέρου εξαίρει την Επικούρεια Φιλοσοφία. Δείτε μερικές αναφορές της, μέσα από το βιβλίο: «Ποιός έσπασε την πειθαρχία των Εβραίων πιστών; Οι καινούργιες ιδέες των θεομίσητων Ελλήνων που διαδίδουν πως οι θεοί δεν ανακατεύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων, ούτε φροντίζουν για τον Κόσμο. Ας τους αφήνουμε αλειτούργητους δίδασκε «κάποιος» Επίκουρος, να μην τους φορτώνουμε βαριές υποχρεώσεις, όπως ήταν οι λειτουργίες της Αθήνας. Οι θεοί, έλεγε ακόμη, ούτε δέχονται ούτε χαρίζουν δώρα ούτε νοιάζονται για τα ανθρώπινα ούτε επιβλέπουν όσα γίνονται. Με μια λέξη, δεν έχουν σχέση με πρόνοιες - είναι «απρονόητοι». Μην κουράζεστε λοιπόν και μη τους ζητάτε όλο και κάτι. «Αν οι θεοί πρόσεχαν και εκτελούσαν όσα ζητούν στις προσευχές τους οι κάτοικοι της Γης, θα χάνονταν οι άνθρωποι, επειδή όλοι τους παρακαλούν για το κακό των άλλων». Τί μένει από τον θεό αν αφαιρέσεις την πρόνοια; Ο Επίκουρος είναι αποστομωτικός σε τέτοιες θεωρίες: «Ασεβής» έλεγε «δεν είναι εκείνος που δεν πιστεύει στους θεούς των πολλών, αλλά εκείνος που κατεβάζει τους θεούς στο επίπεδο των πολλών». Στον σκοταδισμό της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας ο Επίκουρος θα απλώσει τον ανθρωπισμό του, προσπαθώντας να διαφυλάξει και να διαφωτίσει τους ανθρώπους, αναπτύσσοντας τον συστηματικότερο υλισμό που γνώρισε η ανθρωπότητα… Η ύπαρξη των θεών ήταν αυτονόητη. Ακόμα κι ο Επίκουρος ανεχόταν την ιδέα της ύπαρξής τους, αλλά με μια αίσθηση τόσο μακρινή
και τόσο λίγο δεσμευτική για τους ανθρώπους, που ήταν το ίδιο κι αν δεν υπήρχαν. Ήταν εξάλλου τόσα τα παλιά και τα νέα ρεύματα, οι δοξασίες που ταξίδευαν από χώρα σε χώρα, αλλά και η περιέργεια της ερμηνείας της ύπαρξης ανάμεσα σε διάφορους λαούς, που κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να στερήσει από την ανθρώπινη ελευθερία το δικαίωμα να ερευνά και ν’ αναζητεί την αλήθεια…»
Τρία χρόνια αργότερα έφερε στη δημοσιότητα μια ακόμα λογοτεχνική μελέτη με τίτλο «Κ. Καρυωτάκης - Μ. Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης».
Το 1978 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων «Επάγγελμα πόρνη», όπου περιέγραφε τον καθημερινό φασισμό της νεοελληνικής κοινωνίας. Ακόμα θυμάμαι και γελάω που εκείνη την εποχή, ενώ συνομιλούσαμε με έναν φίλο βιβλιοπώλη στην Καλλιθέα της Αθήνας, ήρθε να επιστρέψει αυτό το βιβλίο μια γερασμένη πόρνη, που είχε νομίσει ότι θα εύρισκε μέσα του χρήσιμα στοιχεία που θα τη βοηθούσαν στη «δουλειά» της. Και που, φυσικά, δεν τα ’χε βρει.
Όταν επιβλήθηκε η στρατιωτική χούντα, η Λιλή Ζωγράφου εργαζόταν στο Υπουργείο Άμυνας, στο πρωτόκολλο Στρατολογίας. Επειδή δημοσίευε πολιτικά και κοινωνικά άρθρα με περιεχόμενο κατά της χούντας, μιλώντας για ελευθερία, για παιδεία και για γυναικεία δικαιώματα, το καθεστώς τής απαγόρευσε να βγει από τη χώρα με την επαγγελματική ιδιότητα της δημοσιογράφου και της ζήτησαν να δηλώσει κάποιο άλλο επάγγελμα. Έτσι, δήλωσε «επάγγελμα πόρνη» κι αυτό θα γίνει στη συνέχεια και τίτλος βιβλίου της. Μέσα του υπάρχουν προσωπικές ιστορίες από την κράτησή της και τα βασανιστήριά της από την Χούντα. Δεχόταν επίσης συχνά έρευνα στο σπίτι της από την ΕΑΤ-ΕΣΑ και έκρυβε τα χειρόγραφά της ανάμεσα σε σελίδες άλλων βιβλίων, για να σώσει ό,τι μπορούσε. Όπως επισημαίνει η ίδια στον πρόλογο του βιβλίου, το έργο αποτελεί εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων. Μέσα τους σατιρίζει έντονα τη γραφειοκρατία της Χούντας και αναδεικνύει τον συνεχή κίνδυνο που διατρέχουν οι στιγματισμένοι, αυτοί δηλαδή που τους έχουν «υπ’ όψη» σε ένα δικτατορικό καθεστώς.
Το 1982 έγινε η ίδια «Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στ’ άλογο», γιατί περιέγραψε την αντιμετώπιση μιας ανεξάρτητης γυναίκας από την συντηρητική κοινωνία.
Την άλλη χρονιά έβγαλε το βιβλίο «Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο, παρακαλώ;» προκειμένου να γκρεμίσει με τρεις νουβέλες τους μύθους που καλλιεργούν όλα τα καλά κορίτσια για τον γάμο και την οικογένεια. «Γυναίκες, μιλώ ακούστε. Να σας σερβίρω ένα βασιλόπουλο είναι αδύνατο φυσικά. Εκείνο που μπορώ να κάνω για σας, είναι να σκοτώσω το βασιλόπουλο. Και τη Σταχτοπούτα. Αυτή η ξευτελισμένη, αυτή η δούλα που δεν έχει ίχνος περηφάνιας και ρεαλισμού, αα, δε μου ξεφεύγει…» Απόσπασμα από αυτό το ιδιαίτερο, εξαιρετικό βιβλίο: «Όσοι φαντάζονται πλάνα γαμήλιας ευτυχίας, ουρανοκατέβατους πρίγκιπες και αγνές ελληνοπούλες, καλό είναι να μη διαβάσουν αυτά που γράφει η Λιλή Ζωγράφου. Ο λόγος; Πολύ απλά, γιατί έρχεται να σαρώσει την ψευδολογία της κοινωνικής ευτυχιολογίας. «Όχι, το προσέξατε; Δεν έμεινε τίποτα όρθιο γύρω μας. Χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή, ο πολεμόχαρος κόσμος μας καταστρέφει το καθετί, αδιαφορώντας για τη ζωή, αφανίζοντάς την. Όποια ζωή. Και χωρίς να λογοδοτεί κανείς σε κανέναν. Για σφαγές θα μιλάμε τώρα; Ανθρώπων, ζώων ή φυτών. Πανέμορφα είδη εκλείπουν, πουλιά χάνονται από το στερέωμα, τα μαραζωμένα δέντρα ορφανεύουν από επισκέπτες, οι θάλασσες στειρώνονται και δεν γεννούν πια. Άλλους ήχους απ’ αυτούς των μοτέρ ακούτε; Βόμβους μηχανών, αγκομαχητά εργοστασίων, ελικόπτερα που σεργιανούν στις ταράτσες μας, αφθονία! Μια αφθονία βάρβαρη που δολοφόνησε τη ζωή της Φύσης. Βούβανε μηνύματα πουλιών, άλλαξε το χρώμα τ` ουρανού, θάμπωσε τον ήλιο, αλλοίωσε, για να μην πούμε αλλοτρίωσε, την ανθρωπιά και την ευαισθησία, ακόμα και τη φρίκη του φόνου».
Το 1984 με το μυθιστόρημα «Η γυναίκα σου η αλήτισσα» γκρέμισε τους αντίστοιχους νεοελληνικούς μύθους, των ανδρών αυτή τη φορά, για οικογενειακή αποκατάσταση.
Το 1987 παρουσίασε τη «Συβαρίτισσα», το μυθιστόρημα που χαρακτηρίστηκε ως το ωραιότερο της Ελληνικής Λογοτεχνίας του 20ου Αιώνα, με θέμα της την απελευθερωμένη γυναίκα, που πληρώνει όλες τις συνέπειες της ανεξαρτησίας της. Ένα μυθιστόρημα σχεδόν αυτοβιογραφικό: «Την κυοφορούσα τρία χρόνια και είκοσι επτά αιώνες, ώσπου την είδα να γεννιέται στους κήπους της Σύβαρης. Κείνης της αποικίας των Αχαιών, από τις πρώτες που αναστήθηκαν στα νότια της Ιταλίας γύρω στα 725 π.Χ. Μια πόλη-κράτος πάμπλουτη, δημοκρατική, με ειρηνόφιλη συνείδηση κι ευτυχισμένο λαό. Πόλη λιχούδα, λαίμαργη, φιλήδονη, φιλόμουση, γεμάτη σεβασμό για την ελευθερία των ανθρώπων και τους πολίτες γεμάτους σεβασμό για τον πλησίον τους. Εκεί ανακάλυψα την πάναγνη της ελευθερίας Ελένη, ασημάδευτη ακόμη, πριν την καταχωρίσει ο Ησίοδος στους ένοχους, γιατί γεννήθηκε γυναίκα. Ανέγγιχτη από τη μισαλλοδοξία του αντρικού ρατσισμού, γιατί αυτή γεννά. Πριν ο φονικός Δράκων καταδικάσει την αυτοδιάθεση του σώματός της βαφτίζοντάς την μοιχεία - και πλαστογραφηθεί η πολυγαμική Πηνελόπη, με τους σαράντα εραστές, στην ανέραστη υφάντρα του έπους».
Εξηγεί τον όρο «σχεδόν αυτοβιογραφικό» λέγοντας «Τι σημαίνει για μένα να γράφω; Σημαίνει βασανιστήριο και χαρά ταυτόχρονα. Είναι ένας βασανισμός. Είναι ένα μεγάλο μαρτύριο, μόνο που όταν μπαίνεις μέσα του, όταν χώνεσαι ολόκληρος μέσα στο έργο σου, τότε ξεχνάς ότι είναι μαρτύριο κι είναι μια πολύ ωραία αίσθηση, κάτι… σαν ψευδαίσθηση, σα να κλέβεις μερτικά ζωής από άλλους ανθρώπους, σα να δοκιμάζεσαι για το πώς θ’ αντιμετωπίσεις εσύ, τούτη ή εκείνη την περίπτωση. Γιατί στα πρόσωπά σου, παρά το ότι αποτελούν άλλη ζωή, δανείζεις πάρα πολλά από τον εαυτό σου, γιατί τα πονάς».
Τρία χρόνια αργότερα, η Λιλή Ζωγράφου επανήλθε στο θέμα της απαστράπτουσας γυναικείας προσωπικότητας με το μυθιστόρημα «Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χθες». Η συναρπαστική ζωή μιας γυναίκας, από την αρχή μιας ερωτικής διαδρομής έως πάντα, από χθες έως χθες. Ένα σημείο απ’ αυτό το βιβλίο: «Μα γιατί τελικά; Μακάρι να ’ξερα! Ποινή ή κατάρα; Ποιοί νόμοι διαφεντεύουν την άναρχη ζωή μου, τόσο αχάριστα σκληρή; Πόσο εγκληματικά στέρησα την παρουσία μου κι έλειψα από ανθρώπους που μ’ αγάπησαν εγκαταλείποντάς τους στον πανικό της μοναξιάς που προκαλούσε η απουσία μου! Μάτια γεμάτα ικεσία, αυτό θυμάμαι, σερνικών και θηλυκών αλλά και ζώων, σκύλους, γάτους. Πώς εγκατέλειψα τόσα πλάσματα που αγαπούσα; Κι όλο πήγαινα, πού πήγαινα;»
Με το μυθιστόρημα «Παλαιοπώλης αναμνήσεων» το 1991 η θαρραλέα Λιλή Ζωγράφου προκάλεσε τότε το από δεκαπενταετίας νομιμοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα, με την ιστορία ενός ανθρώπου που υπέστη τα πάνδεινα από το δεξιό κατεστημένο - μόνο και μόνο εξαιτίας της άβουλης προσκόλλησής του στο Κόμμα, που έκανε το σφάλμα να το δει σαν θρησκευτική πίστη και όχι σαν ελεύθερη πολιτική επιλογή. Η ιστορία ενός ανθρώπου που κατάντησε να ζει με τις χωρίς αντίκρισμα αναμνήσεις του.
Ό,τι κι αν έγραψε, είχε μέσα του βίωμα. Βίωμα προσωπικό. Βίωμα συλλογικό. «Έγραψα, γιατί ό,τι γράφω μ’ έχει σπαράξει πριν. Μ’ ακολουθεί χρόνια και βγαίνει μια στιγμή από κάπου. Ό,τι γράφω, με καταπιέζει. Είναι σαν ένα έμβρυο μέσα μου που πρέπει να φύγει, για να λευτερωθώ. Δεν είναι ότι θα γράψω ένα βιβλίο από φιλοδοξία» έλεγε η Λιλή Ζωγράφου στην Κατερίνα Λαμπρινού.
Το 1992 το μυθιστόρημα με τον περίεργο τίτλο «Πού έδυ μου το κάλλος» προσεγγίζει την ατολμία μιας γυναίκας να δεχτεί το Σήμερα και να εγκαταλείψει τη βολική ανάμνηση όπως τη διαμόρφωσε με την φαντασία της. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το «Παραλήρημα σε ντο μείζονα» με θέμα ένα άλλο καυτό ζήτημα των γυναικείων σχέσεων, την προδοσία εκ μέρους της αγαπημένης φίλης.
Το 1993 η συγγραφέας επανήλθε στις ψυχογραφικές βιογραφίες, που είχε αρχίσει κάποτε με τον Καζαντζάκη και με την Πολυδούρη. Αυτή τη φορά καταπιάστηκε με τη ζωή ενός μεγάλου Τσέχου. Το βιβλίο «Κάφκα, ο σύγχρονός μας» είναι το ψυχογράφημα του σημερινού ανθρώπου που ανέχεται κάθε αυθαιρεσία χωρίς να αντιδρά. Το επόμενο μυθιστόρημα με τίτλο «Η αγάπη άργησε μια μέρα» δημοσιεύτηκε το 1994. Με φόντο την ιστορία μιας δεκαπεντάχρονης που ερωτεύτηκε έναν Ιταλό στρατιώτη, στη διάρκεια της Κατοχής , η Λιλή Ζωγράφου έκανε τον αναγνώστη να δει τη ζωή με άλλο μάτι αντικρίζοντας ανυποψίαστες αλήθειες. Μια παλιομοδίτικη ιστορία που ξετυλίγεται σαν μαγευτικό παραμύθι, χάρη στην ομορφιά και τη λαχτάρα των νεαρών ηρωίδων που αντιστέκονται στον αμείλικτο χρόνο, περιμένοντας καρτερικά την προσγείωση του μεγάλου έρωτα. Γιατί υπήρχε μια εποχή που η αγάπη αργούσε να 'ρθει.
Έλεγε στην παρουσίασή της η έκδοση: «Αντίθετα με τη νεαρή ηρωίδα που, έρμαιο του παρορμητικού της ενστίκτου, παραδίδεται σ' έναν άγγελο που την περιμένει στο υπόγειο του σπιτιού της. Και τολμά να ζήσει συναρπαστικές περιπέτειες για να εξελιχθεί εν αγνοία της σε κατακτήτρια της πιο ουσιαστικής ελευθερίας. Γιατί η ελευθερία και τότε, πριν πενήντα χρόνια, και πάντοτε προκύπτει, όχι από συλλόγους και κραυγαλέα μανιφέστα, αλλά από την ατομική συνειδητοποίηση, που διαλέγει τελικά το προσωπικό ήθος, αγνοώντας τους περιορισμούς των απαγορεύσεων».
Το 1998, λίγο πριν φύγει ξαφνικά από τη ζωή, η Λιλή Ζωγράφου δημοσίευσε μια πραγματικά ογκώδη πραγματεία γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων, με τίτλο «Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, η ιστορία του φαλλού».
Με το κύκνειο αυτό άσμα της κλείνει ο κύκλος των εκδόσεων, που μέσα τους απεικονίστηκε μια ανήσυχη αλλά και γόνιμη ζωή. Γιατί όμως κάθισα και σας αράδιασα τα τόσα πολλά βιβλία της; Υπάρχει ένας λόγος, που βρέθηκε στη διαθήκη της: Παραχώρησε όλα τα κέρδη από τα συγγραφικά της δικαιώματα στη φιλανθρωπική οργάνωση των «Παιδικών Χωριών SOS».
Αυτή ήταν η Λιλή Ζωγράφου, που από δημοσιογράφος σαν τον πατέρα της και λογοτέχνης που είχε σπουδάσει φιλολογία εδώ και στο εξωτερικό, κατέληξε διανοούμενη. Στα κείμενά της συναντά κανείς το πάθος και την ευαισθησία, την δύναμη και την τρυφερότητα, την επανάσταση και την ευθύτητα που οφείλει να φέρει η ανθρώπινη ύπαρξη. Ξεκάθαρα υπέρμαχη της γυναίκας, υπέρ της κάθε μορφής ελευθερίας, έγραψε για να φωνάξει, έγραψε για ν’ αφήσει σε τούτη τη ζωή τον ήχο
τον δικό της, τον ιδιαίτερο, τον αληθινό, τον ερωτικό. Για ό,τι και αν κατηγορήθηκε, υπήρξε αναμφισβήτητα ένα μεγάλο κεφάλαιο στα Ελληνικά Γράμματα. Στο οπισθόφυλλο κάποιου βιβλίου της διαβάζουμε: «Προειδοποίηση: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους».
Σε μια αυθόρμητη κουβέντα της βρίσκεται ο απόηχος της αλλοτινής δήλωσής της «Επάγγελμα; Πόρνη»: «Δεν σου κρύβω ότι εγώ ντρέπομαι που βγάζω λεφτά από τα βιβλία μου. Είναι ξέρεις λιγάκι σαν να πληρώνεσαι μια σεξουαλική πράξη. Διότι αυτό είναι». Όπως η ίδια είχε πει σε συνέντευξή της, η ζωή της ήταν «άφθονη». Είχε πλούσια ερωτική ζωή κι έκανε τρεις γάμους - με τον πρώτο της απέκτησε την κόρη της.
Ήταν άθρησκη και ανένταχτη πολιτικά, αν και η στάση της ήταν πάντα επαναστατική και συνδεδεμένη με την αριστερή ιδεολογία. «Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρονών, θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο κι εκείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δεν θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη».
Έγραψα για τη περίφημη Λιλή Ζωγράφου - που έμεινε στην Ιστορία μας όχι μόνο για τα ξεχωριστά βιβλία της αλλά και για την αδάμαστη προσωπικότητά της. Την είχα γνωρίσει χάρη στον Κώστα Θεολόγου, τότε που συνεργαζόμασταν και οι δυό μας με την ημερήσια εφημερίδα της Ανατολικής Κρήτης «Ανατολή». Φανταστείτε τώρα μια ασυνήθιστη εικόνα: Καθόμασταν ο Κώστας κι εγώ σε ένα τραπεζάκι στη Λίμνη του Αγίου Νικολάου και μαζί μας είχαμε την Ηρακλειώτισσα Λιλή Ζωγράφου και τη Χανιώτισσα Αλκυόνη Παπαδάκη! Η Λιλή Ζωγράφου έσπευσε να το διορθώσει: «Γεννήθηκα στο Ηράκλειο, αλλά η καταγωγή μου είναι από εδώ, από το Μιραμπέλλο, από τη Νεάπολη. Μάλιστα είχα εκεί έξη θείες απάντρευτες και σκέφτομαι κάτι να γράψω γι’ αυτές. Θα βάλω έναν υποτιθέμενο Ιταλό ανάμεσά τους μέσα στην Κατοχή να τον ερωτεύονται». (Διευκρίνισή μου: Στην πραγματικότητα η καταγωγή της ήταν από τη Μίλατο, αλλά επειδή το παραθαλάσσιο χωριό της ανήκει στο Άνω Μιραμπέλλο όπου κυριαρχεί το όνομα της κυριότερης πόλης, το είπε Νεάπολη). Η φωνή της ήταν ευλύγιστη, αλλά και βαριά από το κάπνισμα. Και, πράγματι, μετά από λίγο καιρό βγήκε το βιβλίο της «Η αγάπη άργησε μια μέρα». Ήτανε, τότε, το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1998, με οξύ εγκεφαλικό στην ηλικία των εβδομήντα έξη, η Λιλή Ζωγράφου έφυγε από τη ζωή της, αλλά όχι και από τη δικιά μας ζωή.
Ανάμεσα στα βιβλία της, ευρύτερη απήχηση είχανε «Η Συβαρίτισσα», το «Επάγγελμα πόρνη», το «Νύχτωσε αγάπη μου. Είναι χτες» αλλά και το «Η αγάπη άργησε μια μέρα». Το τελευταίο προβλήθηκε, με μεγάλη επιτυχία, σε τηλεοπτική σειρά.