ΑΠΟΨΕΙΣ
Κάνε το μπαλκόνι σου νησί!
Η ζωή στα μπαλκόνια ανθεί αυτή την εποχή και τα εν οίκω γίνονται συχνά εν δήμω… Τα μπαλκόνια ακόμα και τα μικρά, όπως του Σαββόπουλου έχουνε τιμόνια, χαρές, γιορτές, βουβές ματιές, όμορφα χρόνια
της Μαρίας Λιονάκη
Θρεμμένες οι μέρες απ’ τα νερά του χειμώνα μεγάλωσαν… Ο καιρός άνοιξε, φάνηκε το προσωπάκι του, φωτίστηκε, γέλασε το χειλάκι του…Στα σπίτια οι άνθρωποι από τώρα και μετά ανακαλύπτουν για άλλη μια φορά πόσο καλή επιλογή ήταν τελικά αυτό το τριάρι στον τρίτο όροφο με το αξιοπρεπές, ευρύχωρο μπαλκόνι του που χωράνε να καθίσουν άνετα αρκετοί , που χωράνε πολλές γλαστρούλες , φιλενάδες στην ίδια παρέα, κοκέτες, ομορφοστολισμένες, φορτωμένες λουλούδια κοσμήματα… Και τα έπιπλα εξωτερικού χώρου ήρθαν, χώρεσαν καλά, τα μπαμπού που πήρες σε καλή τιμή και που ήταν καλή επιλογή με το κλαρωτό ύφασμα, το ασορτί με την κλαρωτή τέντα….
Με την άνοδο της θερμοκρασίας αυτή την εποχή ανοίγεις διαμπερώς τα παράθυρα στο διαμπερές προς χάριν της κουρτίνας που πηγαινοέρχεται αεράτη, ολόχαρη στην ξεχασμένη βόλτα της, με σκέρτσο και νάζι…. Μεταφέρεις, φυλάς στο πίσω μπαλκόνι, το μικρό, το λειψό, σφουγγαρίστρες, κουβάδες, λεκάνες, απλώστρες, μανταλάκια και το λοιπό περιφρονημένο εξοπλισμό καθαριότητας. Φρεσκοφυτεύεις νέα λουλούδια, φροντίζεις και λιπαίνεις τα παλιά. Κρεμάς πήλινα διακοσμητικά, ήλιους, φεγγάρια, αστερίες, ονειροπαγίδες, σκορπάς μερικά κεράκια πέρα δώθε στον εξωτερικό χώρο, φαναράκια και ζωγραφισμένες πέτρες , με σχέδια δάνειο από ακρογιαλιά , με παραστάσεις θάλασσας και καραβιών, με άγκυρες, ψάρια, κοχύλια κι έτοιμο το καλοκαιρινό θέρετρο.… Γιατί πώς το λέει ο Κότσιρας… κάνε το χειμώνα καλοκαίρι, κάνε το μπαλκόνι σου νησί, ό,τι θέλει ο άνθρωπος καρδιά μου το μπορεί…
Απογευματινή ώρα και οι άνθρωποι χαλαρωμένοι απ’ τη μεσημεριανή σιέστα ξεμυτίζουν στα μπαλκόνια με τον καφέ στο χέρι να ιδροκοπά απ’ τα πολλά παγάκια… Με ενδυμασία οικεία, του σπιτιού, της επιλογής τους, ελαφριά, ατημέλητη, συχνά ασυνδύαστη, που ποικίλλει από ηλικία σε ηλικία και που αποκαλύπτει το ρεπερτόριο που αρέσει στον καθένα, το πιο κλασικό ή το πιο μοντέρνο… Πολυπολιτισμική η ενδυμασία του μπαλκονιού, σαν φολκλόρ φεστιβάλ… προκαλεί συχνά τα αυθόρμητα, άκακα γέλια, τα μειδιάματα των γειτόνων, ιδίως τις φορές που συνδυάζεται με μαλλί όπως τύχει, με κόμμωση ύπνου…
Άλλος θα μοιραστεί με παρέα αυτές τις στιγμές του, στο μπαλκόνι, τις στιγμές χαλάρωσης, ξεκούρασης , άλλος με ένα βιβλίο, άλλος με τα σύνεργα ραπτικής για ένα γρήγορο μερεμέτι σε κάποιο ρούχο του, άλλος ξεβοτανίζει, περιποιείται τα φυτά του και οι περισσότεροι έχουν μαζί τους κι ένα τηλέφωνο για τα ραντεβού, τα κανονίσματα της άνοιξης και του καλοκαιριού που είναι πιο βατά, πιο εύκολα… Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται απ’ τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, αφήνοντας μετέωρες κουβέντες φωναχτές, τις μισές μέσα, τις μισές έξω, φωνές που τις παίρνει το ελαφρύ αεράκι και τις ταξιδεύει ως τα γειτονικά μπαλκόνια, τα γειτονικά αυτιά. Τις ώρες αυτές ο ήλιος ετοιμάζεται να σχολάσει και μαζεύει τις τελευταίες αχτίδες που άφησε στη μέση και τα χρώματα του ουρανού είναι τα θαυμάσια πορτοκαλορόδινα, που δημιουργούν ανταύγειες πανέμορφες, ξεχωριστές, διαφορετικές κάθε μέρα… Μια ανακουφιστική δροσιά δίνει ευχάριστες ανάσες στους ενοίκους των μπαλκονιών που αποσπώνται απ΄ ό,τι κάνουν και προσηλώνονται να παρατηρούν τα παιχνίδια ξέγνοιαστων, χαρούμενων παιδιών, που παίζουν, γελούν, τρέχουν, κρύβονται, φανερώνονται, τραγουδάνε, κάνουν ποδήλατο, απελευθερωμένα όπως είναι απ’ την καταπίεση του κουραστικού χειμωνιάτικου διαβάσματος… Οι γείτονες τότε διαλέγουν κι επικοινωνούν διαμπαλκονικά στις γνωστές καλησπέρες από κοντινή απόσταση που αφορούν τα νέα του καιρού, τα δικά τους και συνοδεύονται σε ορισμένες περιπτώσεις με κανένα πολιτικό αϊ σιχτίρ ή στην καλύτερη περίπτωση με ένα χριστιανικό δόξα τω Θεώ.
Η ζωή στα μπαλκόνια ανθεί αυτή την εποχή και τα εν οίκω γίνονται συχνά εν δήμω… Τα μπαλκόνια ακόμα και τα μικρά, όπως του Σαββόπουλου έχουνε τιμόνια, χαρές, γιορτές, βουβές ματιές, όμορφα χρόνια… Ανάμεσα σε καφέ ή φαγητό, παγωτό, γλυκό, φρούτο και κουβέντα στη κουβέντα, με θεατές, ακροατές προσηλωμένους τις γλάστρες, που στον ίδιο χώρο κατοικούν κι ακούν, σχέσεις αποκαλύπτονται, μυστικά αφηρημένα διαρρέουν στη γειτονιά , διαφωνίες, προβλήματα συζητιούνται σε ατελείωτες, παθιασμένες, φωναχτές συζητήσεις στις οποίες λίγο θέλεις να πάρεις θέση κι εσύ… Τα ακούσματα αυτά συμπληρώνονται με ήχους μουσικούς από ραδιόφωνο ή ήχους από τηλεόραση , απ’ το Μπρούσκο, το ξεχασμένο στη διαπασών ή απ’ τον ποδοσφαιρικό αγώνα που είναι σε κρίσιμο σημείο… Όλα αυτά δημιουργούν τη ζωή την έντονη, τη ζωντανή , τη διαφορετική, την καθόλου βαρετή, τη δραστήρια, του καλοκαιριού, την εξωστρεφή ζωή που δε σε αφήνει να πλήξεις ή να αισθανθείς μόνος, καθώς όλος ο κόσμος ο γειτονικός , γίνεται τα απογεύματα, τα βράδια του καλοκαιριού μια παρέα. Η ζωή που δε μοιράζεται συνήθως, το χειμώνα, τώρα που ζεσταίνει ο καιρός, στην αλλαγή της εποχής μοιράζεται απροσχεδίαστα, απρόβλεπτα, αυθόρμητα, καθημερινά με ένα τρόπο ιδιότυπο, ξεχωριστό… «Αφροδίτηηηη….» φωνάζει ο γείτονας την κόρη του και σα τσαμπί σταφύλι κρεμιούνται όλοι οι γείτονες απ’ τα κάγκελα των μπαλκονιών τους και ψάχνουν να τη βρουν.
Βραδινή ώρα, περασμένη έχω βγει και κάθομαι κι εγώ στο μπαλκόνι μου το φυτεμένο με τα λουλούδια μου, τις πικροδάφνες και το βασιλικό που θρυλικά επιβίωσε αυτό το χειμώνα. Ένα πήλινο μπλε φεγγαράκι, στολισμένο με αστερίες , φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ, κρεμασμένο στον τοίχο του μπαλκονιού μου ακόμα νοσταλγεί τα χώματα της Σαντορίνης , τα ηλιοβασιλέματα της Σαντορίνης που άφησε για να εκπατριστεί και να έρθει εδώ… Σε πάνινη ξαπλώστρα, αυτή του σκηνοθέτη σε θέση πιο πλαγιαστή, αραγμένη εγώ, ξεκουράζομαι μετά την κούραση της ημέρας και βλέπω σε ανασκόπηση το έργο το τελειωμένο της ημέρας μου , αναπολώντας στα μικρά διαλείμματα το χθες ή σχεδιάζοντας το αύριο… Άνεργα τα φώτα του μπαλκονιού μου ξεκουράζονται κι αυτά, παραχωρώντας με αναγνώριση και σεβασμό στο φεγγάρι και τα αστέρια, το έργο του φωτισμού. Η ματιά μου προχωρά πάνω απ’ τα λουλούδια μου, χαιρετά τη γειτόνισσα απέναντι που συνήθως βλέπει τέτοια ώρα τηλεόραση σιωπηλή , τη διπλανή που διαβάζει ένα βιβλίο με χαμηλό φωτισμό και κάποιες στιγμές ρεμβάζει, το γείτονα που έχει βγει έξω να καπνίσει. Περνά τα άδεια, ήσυχα μπαλκόνια χωρίς ζωή, ανθρώπων που έχουν πια αποκοιμηθεί και παρατηρεί το ζευγαράκι στο μπαλκόνι διαγώνια λοξά, το νεαρό ζευγάρι που μετακόμισε πρόσφατα και που έχει απόψε ρομαντικό δείπνο στο φως των κεριών… Κάτι φαίνεται να γιορτάζουν. Κινήσεις ήρεμες, αργές, απαλές, και βλέμματα έντονα, αγάπης, παρατεταμένα φωτίζονται ή σβήνουν, καθώς τρεμοπαίζει το φως των κεριών …Σαν εικόνα βγαλμένη από περιοδικό, πρωταγωνιστές όμορφου έργου, έργου ζωής μοιάζουν κι οι δυο. Ερωτευμένοι στον πρώτο έρωτα σκέφτομαι εγώ, καθώς τους κοιτώ… Ανάθεμά σε έρωτα πώς μ' έχεις καμωμένο α που να ειδώ ένα πρωί το τόξο σου σπασμένο...τραγουδά ο Λουδοβίκος νοερά και ντύνει μουσικά την τρυφερή στιγμή που έτυχε να δω, τη δική τους στιγμή, μα και τη δική μου στιγμή, την απλή, συνηθισμένη, ξεκούραστη, όμορφη στιγμή