ΑΠΟΨΕΙΣ
Το καλοκαιράκι...
Τα μάτια του σκύλου που φεύγεις και τον αφήνεις, σε τυραννούν πιο πολύ κι από ενός παιδιού.
της Μαρίας Λιονάκη
Καλοκαιράκι… Η λέξη που τη λες πιο συχνά με υποκοριστικό. Αυθόρμητα, ανεξήγητα, πηγαία. Ενώ δε θα πεις ποτέ χειμωνούλη… Οι δυο λέξεις, χειμώνας και καλοκαίρι, θα έπρεπε να δίνονται στο λεξικό ως αντίθετες… Όπως ελευθερία-δουλεία, έγνοια-ξεγνοιασιά, αγάπη- μίσος, συντροφιά- μοναξιά… Παιδιά και τα δύο στην ίδια οικογένεια. Το καλοκαίρι γελαστό, καταδεκτικό, αγαπητό, χειμαρρώδες, ο χειμώνας μουντός, σκουντούφλης, συγκρατημένος, αντίθετος χαρακτήρας. Από πού να πήρε αυτό το παιδί… σκέφτεται ο χρόνος, ενώ το κοιτά με απορία, καχυποψία και ετοιμάζεται να κάνει τεστ DNA…
Καλοκαιρινό σούρουπο στο μπαλκόνι μου, του πρώτου ορόφου, ενώ ποτίζω τα λουλούδια μου σε μια διαδικασία εθιμοτυπική, τελετουργική, μες στο καλοκαιράκι μου αδιάλειπτη. Με την ηρεμία αποτυπωμένη στο πρόσωπο και ένα ρεμβασμό επηρμένο, όμοιο με εκδρομέα μπροστά σε κήπο ανακτόρων. Κοιτάζω τις πικροδάφνες μου. Το ζωογόνο πολύτιμο υγρό, αγαθό τους δίνει φιλί ζωής, μπογιαντίζει τα φύλλα τους πιο σκούρα. Δροσερό, διαφανές, κελαρυστό παίζει μουσική και τραγουδά ρομαντικές νότες . Τα λουλούδια μου ξελογιασμένα χορεύουν, λικνίζουν αργά, σαγηνευτικά τα σώματα σε ένα ρυθμικό βαλς. Κοπελιές που περίμεναν ανυπόμονα, εδώ και ώρα, το φυσικό καλλωπισμό τους , ομορφαίνουν, όπως ομορφαίνει καθετί, κάθε ον που δέχεται φροντίδα. Καθρεπτίζονται φιλάρεσκα, με ναρκισσισμό στον καθρέπτη του ουρανού. Φοράνε φορέματα καλοκαιρινά σε διαφορετικά χρώματα για να μη ζηλεύουν η μία την άλλη, σομόν, ροζ, κόκκινο και άσπρο. Αντίθετα οι βασιλικοί μου, άντρες αδιάφοροι για φτιασίδια πολλά, είναι ντυμένοι σταθερά, συνεχώς το ίδιο πράσινο ρούχο. Σκορπούν όμως μια ασυναγώνιστη μοσχοβολιά, ελπίζοντας να κάνουν τις πικροδάφνες να τους προσέξουν λίγο, να τους καταδεχτούν . Ο ήλιος αποσύρεται σιγά σιγά στο άδυτό του, να βάλει κάτι ελαφρύ και να κοιμηθεί, το φως λιγοστεύει στο πιάτο του κόσμου και η νύχτα ξεκρεμάει το φρεσκοσιδερωμένο της φουστάνι , το μαύρο να φορέσει… Το ραμμένο με χρυσές κλωστές, το αστροκεντημένο. Θα το συνδυάσει με μια φεγγαρένια καρφίτσα, όχι εντελώς κυκλική σήμερα. Τη φοράει παραδοσιακά, πάντα. Ως υπενθύμιση στους ανθρώπους πως το φως δεν εκλείπει απ’ τον κόσμο κάθε φορά που νυχτώνει, αλλά το επόμενο πρωί εμφανίζεται πάλι. Πιο νέο, πιο σίγουρο, πιο δυνατό.
-Δικό σας είναι το γατάκι αυτό; Ξαφνιασμένη κοιτάζω ανάμεσα στα φυτά μου να δω ποιο μίλησε, ενώ λίγο μετά η επανάληψη των ίδιων λέξεων με κάνει να αφήσω τον κόσμο του ονείρου ήσυχο, με προσγειώνει στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου.
–Όχι! Απαντώ μηχανικά κοιτάζοντας τον νεαρό κάτω απ’ το μπαλκόνι μου, που μου μιλούσε με υπομονή, που προφανώς παραλίγο να βρέξω, αλλά κι ένα… μικρούλικο, χαριτωμένο γατάκι με άσπρο-μελί ελαφρύ τρίχωμα που νιαούριζε, τριβόταν χαριτωμένα στα πόδια του νεαρού… Έναν άντρα έχω, απ’ ό,τι θυμάμαι, δυο παιδιά, μια μάνα και καμιά δεκαπενταριά γλάστρες, σε συγγενική σχέση πρώτου βαθμού, σκέφτομαι μισογελώντας, αλλά ως εκεί… Δεν είναι εύκολες οι σχέσεις εξάλλου σήμερα…
-Το βλέπω πολύ οικείο και σκέφτηκα ότι μάλλον το έσκασε από κάποιο σπίτι και ψάχνει να επιστρέψει… συνεχίζει ο νεαρός με το ροκ παρουσιαστικό και τα πολύ ανεπτυγμένα φιλοζωικά αισθήματα, με την προφανή ευαισθησία του για τα ζώα…
-Μοιάζει να σας διάλεξε, αν θέλετε να το πάρετε μαζί σας… λέω διαισθανόμενη ότι η διστακτικότητα και η συστολή του ίσως κάτι τέτοιο υπονοούσαν και με αυτή τη μισοτελειωμένη φράση υπονοώ, εύχομαι… Μακάρι να βρει το άμοιρο γατάκι, το νεογέννητο, φροντίδα και συντροφιά, στον ήλιο μοίρα, λίγο νεράκι και λίγο φαγάκι, ένα χάδι…
-Ναι, θα το πάρω, να το ταΐσω! συνεχίζει ο νεαρός αποφασιστικά τώρα, ανακουφισμένος θαρρείς που δεν ανήκε το γατάκι σε μένα και το παίρνει αγκαλιά. Κούμπωσε τέλεια στην αγκαλιά του, νιαούριζε ευτυχισμένο τώρα πια, κουνούσε την ουρά του χαρούμενο. Που βρήκε απρόσμενα αγκαλιά, λιμάνι, απάγκιο, γονιό, φίλο. Σαν μια μοίρα να το λυπήθηκε και να του άλλαξε τη ζωή ξαφνικά. Πόσο τυχερό στάθηκε, μα και πως την δούλεψε την τύχη του, όταν έμπλεξε με θάρρος, διαίσθηση και τρυφερότητα στα πόδια του περαστικού διαβάτη. Το βλέμμα μου μένει ώρα αρκετή να κοιτά με θαυμασμό κι εκτίμηση το νεαρό που έδωσε μάθημα φιλοζωικής στάσης, ευαισθησίας, αγάπης. Το νεαρό που κοιτούσε γύρω του κι αληθινά έβλεπε, που έβλεπε πέρα και πάνω από τον εαυτό του, που κρατούσε με τρυφερότητα το μικρούλικο, παιχνιδιάρικο γατάκι που μόλις υιοθέτησε …
Κι ενώ η όμορφη παρέα απομακρυνόταν, εκεί που θα μυούνταν στους δικούς της ιδιαίτερους κώδικες, στους κώδικες αγάπης κι ενώ είχε ζεσταθεί η καρδιά μου από ένα γλυκό συναίσθημα, ένα καλό παράδειγμα, το μυαλό μου απέδρασε πάλι, ταξίδεψε, σε ένα τρυφερό ανάλογο στιγμιότυπο που είχα ζήσει παλιά…
Επτά και είκοσι πέντε. Μέρας χειμωνιάτικης, σχολικής, παρελθούσης. Με το αυτοκίνητο εγώ για το σχολείο. Ψάχνω παρκινγκ. « Δε θα βρω» μονολογώ αγχωμένη. Κάπου χαμηλά βρίσκω και παρκάρω. Περίπου καλά. Βγαίνω φορτωμένη την τσάντα με τη γνώση και διασχίζω το πάρκο λίγο πριν το σχολείο. Σκυφτή και βιαστική. Μεσοστρατίς της σκάλας που το συνδέει με το δρόμο σταματώ.
« Μπουμπού, μπουμπού έλα εδώ!» ακούω. Σηκώνω το κεφάλι, κοιτάζω γύρω μου, δίπλα μου. Στην κορυφή της σκάλας ένας παππούς. Φωνάζει επίμονα και υπομονετικά μαζί. « Μπουμπού, μπουμπού….» Δίπλα μου η μπουμπού. Λιλιπούτεια σκυλίτσα, με το τρίχωμά της το πλούσιο, τα έξυπνα ματάκια της και κυρίως με τα νάζια της. Νάζι και κακό. Σα γυναίκα που θέλει να περάσει το δικό της. Ετοιμαζόταν να κατέβει. « Μπουμπού σε φωνάζουν!» της λέω εγώ και της δείχνω τον παππού. Τίποτα αυτή, πείσμα. Να περάσει το δικό της! Θ’ ανέβει, μου λέει ο παππούς με σιγουριά. Θέλει να πάμε προς τα κάτω, αλλά στο τέλος θ’ ανέβει. Μένω ακίνητη στη μέση της σκάλας παρατηρώντας, ζηλεύοντας μια σχέση τρυφερή, άγνωστη σε μένα, περιμένοντας την εξέλιξη. Η μπουμπού καθυστερεί λίγο ακόμα, χοροπηδά μ’ ενθουσιασμό, κουνά την ουρά της, ζητά να γίνει το δικό της, σκέφτεται. Μια στιγμή γυρίζει και βολίδα ανεβαίνει προς τα πάνω.
Το στιγμιότυπο αυτό, το όμορφο, το αντιπροσωπευτικό της ιδιαίτερης σχέσης που έχουν ορισμένοι άνθρωποι με τα ζώα έρχεται συνειρμικά στο μυαλό μου, αυτό το σούρουπο για να μου επιβεβαιώσει τη μοναδική σχέση που έχουν ορισμένοι άνθρωποι με τα ζώα, σχέση που περιγράφεται εύστοχα και στο έργο της Λιλής Ζωγράφου : « Στρίγκλα και καλλονή». Εκεί η αφηγήτρια αναφέρει για τη σκυλίτσα της:
«Σιχαινόταν τη Φύση. Δεν της άρεσε καθόλου η ζωή στο χωριό. Έπρεπε να τη δεις να περπατάει στους χωματόδρομους του χωριού. Σήκωνε το ένα πόδι μετά το άλλο τόσο αργά, λες και πατούσε επάνω σε γυαλιά. Άσε το τι γίνηκε σαν πρωταντίκρισε γάιδαρο, που άρχισε να τον κυνηγά με τα πιο δυνατά γαβγίσματα κι ύστερα πήγε και κρύφτηκε σ’ ένα ντουλάπι της κουζίνας. Βέβαια το χωριό ήταν πρωτόγονο, με τους δρόμους γεμάτους πέτρες, καβαλίνες και αγκάθια. Αλλά τι ’θελες να της κάνω; Να της φορέσω παπούτσια; Ή ν’ αρνηθώ το χωριό; (…)
Όταν πηγαίναμε περίπατο, εκείνη βέβαια ακολουθούσε, αλλά μετά τριάντα βήματα σταματούσε. «Θα ’ρθεις;», της φώναζα. Αλλά πέτρωνε καταμεσής του μονοπατιού με τα μάτια της γεμάτα απόγνωση καρφωμένα στα δικά μου. Καθώς έσκυβα κοντά της, μου άπλωνε το ποδαράκι. Αμέτρητα ξερόκλαδα μπερδεμένα στο πυκνό της τρίχωμα σφήνωναν ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τα καθάριζα προσεκτικά κι ύστερα την έπαιρνα αγκαλιά και συνεχίζαμε τον περίπατο. Έμενε τότε ακίνητη, σαν λιγωμένη από την ευτυχία, καθώς ταξίδευε απάνω μου. Κάθε φορά που βγαίναμε, επαναλαμβανόταν το ίδιο.
Μα και να την άφηνα σπίτι, δε θα χαιρόμουν περίπατο. Τα μάτια του σκύλου που φεύγεις και τον αφήνεις, σε τυραννούν πιο πολύ κι από ενός παιδιού. Εγώ που έχω και παιδιά και σκυλιά, ξέρω. O άνθρωπος έχει αμέτρητους τρόπους να διαμαρτυρηθεί. Κλαίει, φωνάζει, βρίζει, κάνει χειρονομίες και κυρίως εκφράζει με λόγια πόσο τον πλήγωσες. Το σκυλί δε διαθέτει παρά τα μάτια του. Πόσες φορές δεν έκλεισα την πόρτα αποφασιστικά πίσω μου, φεύγοντας μόνη, επιμένοντας να μην υποκύψω στο βλέμμα της, και πόσες φορές δε γύρισα πίσω απελπισμένη από την αδυναμία μου. Αλλά ζούσα ανετότερα με τα ελαττώματά μου παρά με τη θλίψη των ματιών της. Μια μεγάλη ποιήτρια έγραφε: «Όταν μπορέσω να περάσω / αδάκρυτη / δίπλα από ένα σκύλο, / θα έχω μεταμορφωθεί».