ΑΠΟΨΕΙΣ

Και δόξα τω Θεώ

Το κρυμμένο σημείωμα του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Και δόξα τω Θεώ

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

  «Δόξα τω Θεώ!»  Όχι όμως σαν λόγια ανακούφισης - όπως τα εννοούμε όλοι μας μετά από μια μοιρολατρική αναμονή - αλλά ούτε και με τον γνωστό ταπεινό τρόπο τους, που τα αποτύπωσε σε τραγούδι του ο Νίκος Γκάτσος: «Εδώ ριζώσαμε βαθιά | με τους καημούς μας αρμαθιά | και μέσα στην αναποδιά | κάναμ’ εγγόνια και παιδιά. | Ψωμί μας φέρνουν και κρασί, | τώρα που μείναμε μισοί, | δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι». Όχι έτσι.

      Ε, λοιπόν!  Ακόμα και σ’ αυτό το γνωστό «Δόξα τω Θεώ!» του λαού, σαν τεχνίτης του λόγου ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έβαλε τη δικιά του σφραγίδα, προσθέτοντας εκεί μπροστά του ένα «και». Και το έκανε δικό του, αφού ο ίδιος ο λαός, με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το τραγουδάει τώρα πιά με το πανάρχαιο νόημα του Ομήρου στον στίχο του εκείνο «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Δηλαδή «Μαζί με την Αθηνά, κούνα και τα χέρια σου». Έτσι, το απλό «και» του Ναξιώτη θεατράνθρωπου διήνυσε τη μεγάλη χρονική απόσταση μέχρι τα δάχτυλα του τυφλού αοιδού πάνω στις αλλοτινές χορδές της λύρας του και ακούστηκε στις μέρες μας με το ίδιο εκείνο ξεχασμένο νόημα «Συν Αθηνά - και - χείρα κίνει»: «Απ’ το πρωί μες στη βροχή | και μέσα στο λιοπύρι | για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι | - και - δόξα τω Θεώ». 

      Η κόρη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, η Κατερίνα, ενδυματολόγος (του θεάτρου φυσικά) και σκηνογράφος που λες και είναι μήλο που έπεσε από τη μηλιά, ανακάλυψε στο διαμέρισμα του πατέρα της, μέσα στο μεταλλικό ντουλάπι που βρισκόταν έξω στη βεράντα, ένα «κρυμμένο σημείωμά του». Η αρχή του έλεγε: «Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο SS στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ένας από εκείνους που τον Μάιο του 1945 - κλαίγοντας και ελπίζοντας - εφώναζαν Ποτέ Πιά! Ήταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον Πόλεμο. Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και, επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκανε τον ναζισμό να ξεχνιέται και κάποτε και να αθωώνεται». Πολλά «και» κι εδώ. Όμως, σε αντιδιαστολή με το «Και δόξα τω Θεώ» ενός διαφορετικού Καμπανέλλη, όχι καταγγελτικού, αλλά ανθρώπινου και λαϊκού. 

 

 

      Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όπως είναι και το έργο που μας άφησε, κυρίως με τους στίχους του, εκεί που οι δύο όψεις φαίνονται πιο εύκολα. Από το λυρικό «Μαργαρίτα μαγιοπούλα, αχ Μαργαρίτα μάγισσα» (που όλοι το τραγουδάνε χωρίς να ξέρουν ότι ήταν δικό του, νομίζοντας ότι τα λόγια είναι του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένα για την κόρη του τη Μαργαρίτα) έως στο οργισμένο τραγούδι «Αρνιέμαι Αρνιέμαι Αρνιέμαι | οι άλλοι να βαστάνε τα σχοινιά, | αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε, | αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά. |  Αρνιέμαι Αρνιέμαι Αρνιέμαι | να είσαι συ και να μην είμαι εγώ, | που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις | με τη δική μου γη και το νερό. | Αρνιέμαι Αρνιέμαι Αρνιέμαι | να βλέπω πιά τον δρόμο μου κλειστό, | αρνιέμαι να ’χω σκέψη που σωπαίνει, | να περιμένει μάταια τον καιρό».

      Οι ηθελημένα απλοϊκοί στίχοι του Καμπανέλλη έδειξαν ότι μπορούν να παράγουν οργή και μέσα από λυρικό δρόμο: 

      «Τι ωραία που είν' η αγάπη μου | με το καθημερνό της φόρεμα | κι ένα χτενάκι στα μαλλιά. | Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία. | Κοπέλες του 'Αουσβιτς, | του Νταχάου κοπέλες, | μην είδατε την αγάπη μου; | -Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι. | Δεν είχε πιά το φόρεμά της, | ούτε χτενάκι στα μαλλιά. | Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, | κοπέλες του Μπέλσεν, | μην είδατε την αγάπη μου; | -Την είδαμε στην παγερή πλατεία, | μ' ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι, | με κίτρινο άστρο στην καρδιά. | Τι ωραία που είν' η αγάπη μου, | η χαϊδεμένη από τη μάνα της | και τ' αδελφού της τα φιλιά. | Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία».

      Βρισκόμαστε έγκλειστοι μαζί με τους Εβραίους και με την απορία μας ότι βρίσκεται ανάμεσά τους ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, νέος τότε στα είκοσι δύο του χρόνια, μέσα στο Μαουτχάουζεν, «SS στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως» όπως λέει ο ίδιος στο παραπάνω «κρυμμένο σημείωμά του», που είναι στις όχθες του Δούναβη στην Άνω Αυστρία. Τα γνωστότερα σε μας στρατόπεδα συγκεντρώσεως και εξοντώσεως, μέχρι τους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ήταν το Άουσβιτς στην Πολωνία και το Νταχάου στη Γερμανία. Χάρη σ’ αυτόν όμως, από τις οδυνηρές αναμνήσεις του βιβλίου του με την ίδια ονομασία και από τα τέσσερα τραγούδια του που μπήκαν στον δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη με την ίδια ονομασία, το Μαουτχάουζεν μπήκε κι αυτό στον δικό μας ελληνικό ορίζοντα. 

      Αλλά πώς έμπλεξε και βρέθηκε εκεί μέσα ένας Έλληνας, που δεν ήταν ούτε αντάρτης ούτε Εβραίος; Γιατί αντάρτες με την ευρύτερη έννοια υπήρχαν πολλοί που ήταν Έλληνες - χίλιοι εκατό ο αριθμός τους μόνο, όσων θα απέμεναν και θα απελευθερώνονταν αργότερα στο Μαουτχάουζεν. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έμπλεξε, επειδή πάνω στο ξέσπασμα του Πολέμου είχε προσπαθήσει μ’ έναν φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Αφού η προσπάθειά τους εκείνη απέτυχε, προσπάθησαν να περάσουν πέρα στην Ελβετία, μέσω Αυστρίας. Όταν όμως φτάσανε στη Βιέννη, ο φίλος του - είτε αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα είτε τον πιάσανε και δεν τον ξαναείδε πιά - εξαφανίστηκε αφήνοντας τον νεαρό Ιάκωβο να συνεχίσει την προσπάθεια μόνος του. Η φιλοδοξία του όμως αποδείχθηκε υπέρμετρη. Συλλαμβάνεται στο Ίνσμπρουκ, μεταφέρεται στη Βιέννη για ανάκριση και μετά από όλα αυτά, όχι μόνο δεν αφέθηκε ελεύθερος, αλλά κατέληξε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και κυρίως εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Εκεί, που ήταν γεμάτο με Εβραίους και με «αντάρτες».

      Ένας απ’ αυτούς τους «αντάρτες», για παράδειγμα, υπήρξε ο Αντώνης Κωνσταντινίδης - που έχει ταυτοποιηθεί ως κάτοικος Ψυχικού.  Πιθανόν να ήταν ελεύθερος εργάτης ήδη στη Γερμανία, όταν τον πιάσανε για κάποιο παράπτωμα και στάλθηκε - από  τη γερμανική αστυνομία του Μονάχου - σε στρατόπεδα, πρώτα στο Νταχάου τον Ιανουάριο του 1943 και ύστερα στο Μαουτχάουζεν τον Ιούλιο του 1944. Ο Καμπανέλλης λέει ότι ήταν πωλητής φρούτων από τους Αμπελόκηπους. Όποιος και να ’ταν τέλος πάντων, η μοίρα τον θέλησε να γίνει τραγούδι, που με τους ήχους του η Βόρεια Συμμαχία θα μπει στην Καμπούλ του Αφγανιστάν,  απελευθερώνοντάς την από τους Ταλιμπάν. 

Το βιβλίο «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη είχε προηγηθεί χρονικά, το 1961 με τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Τα τραγούδια έγιναν μετά, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης το 1965 θα του ζητήσει να διαμορφώσει σε ποιητικό μοτίβο διάφορα θέματα από το βιβλίο, με σκοπό να τα μελοποιήσει εκείνος και να τα κάνει δίσκο. Έτσι γράφτηκαν και οι στίχοι γι’ αυτόν τον Αντώνη, παρμένοι από το θέμα του, που είχε τίτλο «Ο ήρωας που πουλούσε φρούτα με το καρότσι». Εκεί, στη σχετική σελίδα του βιβλίου, βρίσκουμε τα λόγια του Καμπανέλλη: «Ένα βράδυ, το στρατόπεδο - απ’ άκρη σ’ άκρη - μιλούσε για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων.

C:\Users\x\Desktop\ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ\ΑΝΤΩΝΗΣ.jpg

Τα νέα τα φέραν αυτοί που δουλεύαν στο λατομείο. Εμείς μάθαμε τί έγινε από τους Σέρβους μιναδόρους, που μέναμε μαζί στην ίδια παράγκα. Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας ένας Εβραίος παραπατά. Ο Αντώνης του ’καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε και (είναι η ώρα του «Και δόξα τω Θεώ») ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό ανασήκωσε το αγκωνάρι του Εβραίου. Ο Ες Ες τους είδε και τους χώρισε. Διέταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες Ες πλησίασε και του είπε ν’ ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες Ες έβγαλε το περίστροφο, το ’χωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε. Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε τον νεκρό, φορτώθηκε το δεύτερο αγκωνάρι, και συνέχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα». 

      Ήρθε η ώρα να πούμε ποιά είναι αυτή η σκάλα. Πρώτα όμως να πούμε ότι εκατό χιλιάδες κρατούμενοι αποχαιρέτησαν τη ζωή με τραγικούς τρόπους εκεί μέσα στο Μαουτχάουζεν. Ο Ιάκωβος ήταν ένας από τους τυχερούς που επέζησαν. Δεν ξέρουμε αν γλύτωσε ο Αντώνης. Πάντως τη στιγμή που απαθανατίστηκε, ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που πέρασαν την φρίκη της «Σκάλας του Θανάτου». Ήταν μια μεγάλη σκάλα, όχι ξύλινη όπως την φανταζόμαστε, αλλά ένα ανέβασμα. Ένα ανέβασμα φτιαγμένο από 186 πέτρινα σκαλοπάτια, που ένωναν το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν με το λατομείο Βίνερ Γκράμπεν, το «Λατομείο των Θρήνων» όπως το βρίσκουμε στους στίχους του Καμπανέλλη.       Αυτό το πέρασμα, κάτω από αμείλικτη επιτήρηση, υποχρεώνονταν οι κρατούμενοι να το ανέβουν κουβαλώντας βαριές γρανιτένιες πέτρες.

      Ας δούμε λοιπόν πώς μετατράπηκε σε στίχους τραγουδιού, πολύ αργότερα από το γεγονός εκείνο, το θέμα του Αντώνη: «Εκεί στη σκάλα την πλατιά, | στη Σκάλα των Δακρύων, | στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ, | στο Λατομείο των Θρήνων, | Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν, | Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν. | Βράχο στη ράχη κουβαλούν, | βράχο, σταυρό θανάτου. | Εκεί ο Αντώνης τη φωνή, | φωνή, φωνή ακούει: | «Ω καμαράντ! Ω καμαράντ! | Βόηθα ν' ανέβω τη σκάλα!» | Μα κει στη σκάλα την πλατιά | και των Δακρύων τη Σκάλα | τέτοια βοήθεια είναι βρισιά, | τέτοια σπλαχνιά είν' κατάρα. | Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί | και κοκκινίζει η σκάλα. | «Κι εσύ, λεβέντη μου, έλα εδώ, | βράχο διπλό κουβάλα!» | «Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό! | Μένα με λένε Αντώνη! | Κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ, | στο Μαρμαρένιο Αλώνι».

      Και πριν αφήσουμε - στον τόπο του και στον καιρό του - το φριχτό Μαουτχάουζεν των Ες Ες, αξίζει να δούμε με ποιές λέξεις υποδέχτηκε στο γράψιμό του ο Ιάκωβος Καμπανέλλης την ώρα της απελευθέρωσής του στις 5 Μαΐου1945: 

      «Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο.  

C:\Users\x\Desktop\ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ\mauthausen_en - Αντιγραφή.jpg

Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα και ακατανίκητα της ενδέκατης ταξιαρχίας αρμάτων της τρίτης αμερικανικής στρατιάς, που διοικούσε κάποιος σπουδαίος στρατηγός, ονόματι Τζωρτζ Πάττον!...Τί ωραία λόγια, τί ουράνιες ειδήσεις... Οι πολεμιστές μάς κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι... Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Από τη χαρά μας δεν θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμασταν σαν δαιμονισμένοι. Στριμωχνόμασταν, ποδοπατιόμασταν, για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω του και φιλούσαν τα καπνισμένα σιδερικά και άλλοι χτυπούσαν πάνω του τα κεφάλια τους και κλαίγανε».

      Παρ’ όλο που ο Ιάκωβος Καμπανέλλης απελευθερώθηκε ενώ είχαν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια, έμεινε κι άλλο στο Στρατόπεδο. Ο λόγος; Τον είχανε κάνει πρόεδρο των Ελλήνων κρατουμένων - κι έτσι έμεινε στο Μαουτχάουζεν από τις αρχές εκείνου του λυτρωτικού Μάη μέχρι τον Αύγουστο για να φροντίζει την επαναφορά των Ελληνοεβραίων, που οι περισσότεροι θέλησαν να πάνε στο δημιουργούμενο κράτος του Ισραήλ. Μετά γύρισε κι αυτός στην Ελλάδα. Οι δικοί του δεν πίστευαν ότι είναι ζωντανός, τον είχανε ξεγράψει.  Απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική του υποχρέωση, γιατί είχε πάθει πλευρίτιδα και αβιταμίνωση από το Στρατόπεδο.   

      Στην αρχή αυτής της αναφοράς μου σ’ αυτόν, τον αποκάλεσα «θεατράνθρωπο». Και πώς αλλιώς να τον πω (πάλι «και»!) αφού με το μεράκι του, που είχε, για χαρακτηριστικά του, την απλότητα του μεγαλείου του και την ψυχολογική διεισδυτικότητα στους χαρακτήρες του, εκπόρθησε και την Ακαδημία Αθηνών (πάλι «και»!) που δημιούργησε θέση Θεάτρου για χάρη του, για να τον κάνει Ακαδημαϊκό σ’ αυτή τη θέση. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που το όνομά του σήμερα αντηχεί Θέατρο, μπλέχτηκε πιο πριν με τις θεατρικές σκηνές εντελώς συμπτωματικά! 

C:\Users\x\Desktop\ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ\AT-THE-UNIVERSITY-OF-ATHENS-1999.jpg

      Το πώς έγινε, το μαθαίνουμε από την κόρη του: «Ήταν η εποχή που είχε γυρίσει από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης, το 45. Μια μέρα είχε ραντεβού με μια κοπέλα έξω από το θέατρο Μουσούρη. Η κοπέλα δεν εμφανίστηκε ποτέ, τον έστησε. Και επειδή ήταν Δεκέμβρης κι είχε παγώσει, ήθελε να μπει κάπου να ζεσταθεί. Τελείως τυχαία μπήκε μέσα στο Μουσούρη. Ήταν 23-24 χρονών. Παρακολούθησε την παράσταση κι έμεινε άναυδος. Συγκλονίστηκε! Και τί τον συγκλόνισε περισσότερο αφού δεν είχε ξαναδεί ποτέ του θέατρο; Το «πώς εγώ, που γύρισα από ένα εφιαλτικό σκηνικό, όπου κάθε μέρα ήμουνα μελλοθάνατος κι έβλεπα γύρω μου νεκρούς, μπόρεσα να συγκλονιστώ από ένα ψέμα, που είναι το θέατρο!» Αυτό! Δεν μπορούσε να πιστέψει πώς έγινε αυτό το θαύμα! Και αποφάσισε από εκείνη τη βραδιά πως θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο».

      Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Δεν τον δέχτηκαν, γιατί αυτός που είχε πάει στη Νάξο τις δύο πρώτες τάξεις Γυμνασίου (με συμμαθητή του, τότε, τον Μανώλη Γλέζο) στην Αθήνα δούλευε σκληρά για να επιζήσει και δεν είχε μπορέσει να πάρει απολυτήριο Γυμνασίου. Δεν το έβαλε όμως κάτω, και έχοντας μέσα του την φλέβα της γραφής, είπε στον εαυτό του: «Αφού δεν με δέχεστε σαν ηθοποιό, θα μπω στο θέατρο αλλιώς». Κι έτσι άρχισε να γράφει. Θεατρικά ξεκίνησε το 1950 με τον «Χορό πάνω στα Στάχυα». Το «μεγάλο μπαμ» όπως το βρίσκουμε από την κόρη του «θα γίνει με την «Αυλή των Θαυμάτων». Στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης δεν έπεφτε καρφίτσα και στις 182 παραστάσεις. Η ταράτσα του σπιτιού μας έβλεπε σε μια τέτοια αυλή. Ο μπαμπάς ανέβαινε συχνά και παρακολουθούσε τα της αυλής, που ήταν σαν ένα κοινόβιο, γιατί τον ενδιέφεραν οι χαρακτήρες που ζούσαν όλοι μαζί. Ήταν πολύ παρατηρητικός άνθρωπος». Αυτό που δεν ξέραμε είναι πώς το τελείωσε το γράψιμο της «Αυλής» του: «Είχε γράψει την πρώτη πράξη και την πήγε στο Κουν. Την διάβασε ο Κουν και του είπε: «Όπως είσαι τώρα, πηγαίνεις μέσα στο γραφείο και τελειώνεις το έργο. Δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν το τελειώσεις». Τρελάθηκε ο Κουν και όντως τον έβαλε κάτι μερόνυχτα στο γραφείο του και το τελείωσε!» Στο Εθνικό Θέατρο χτύπησε την πόρτα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είχε κάνει αιτήσεις με κάποια έργα του και του τα είχαν απορρίψει όλα. Σήμερα στο μουσείο του στην Νάξο, εκτίθενται, ανάμεσα στ’ άλλα, και οι απορριπτικές απαντήσεις του Εθνικού Θεάτρου (πάλι ένα «και»). Το σχολιάζει έτσι η κόρη του: «Και πάλι δεν το έβαλε κάτω (ξανά αυτό το «και»), δεν απογοητεύτηκε. Ήταν μεγάλος μαχητής ο πατέρας μου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Νομίζω πως τον καθόρισε το Στρατόπεδο. Εκεί αγωνιζότανε να μείνει ζωντανός, ήταν ένας αγώνας στα άκρα. Αυτό τον καθόρισε».

      Τα πιο γνωστά του θεατρικά έργα μετά την «Αυλή Των Θαυμάτων», έγιναν με την χρονική σειρά τους «Το Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Η Γειτονιά των Αγγέλων», «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» και «Ο εχθρός Λαός». Και για να επανέλθουμε στους στίχους του, πολλά τραγούδια ακούστηκαν μέσα απ’ αυτό το αλλιώτικο θέατρο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. 

      Όπως για δείγμα γραφής, από «Το Παραμύθι χωρίς Όνομα», το σατιρικό του «Κι ήταν που λέτε μια φορά | όπου είχαμε ένα βασιλιά | καλό ανθρωπάκι. | Βαριά του ερχόταν η δουλειά | κι ήταν τα ζώα μου αργά | καλό ανθρωπάκι. | Απ’ το να τρέχει δω κι εκεί, | κάλλιο είχε μάσα και πιοτί | κι ένα υπνάκι. | Έτσι μας άφησε η χαρά | κι έτσι μας ήρθε η συμφορά | και το φαρμάκι. | Ρημάζουνε τα μαγαζιά, | κλέφτει τους νιούς η ξενιτιά, | καλό ανθρωπάκι. | Μας εβαρέθη κι ο Θεός, | στάλα δεν ρίχνει ο ουρανός, | πάει το ψωμάκι. | Κι όλο πληθαίνουν οι φτωχοί | κι η πείνα μας καλοναρχεί | ψωμί ψωμάκι. | Αυτά που λέτε τη φορά | όπου είχαμε ένα βασιλιά, | καλό ανθρωπάκι». Ή, από το ίδιο έργο, «Ο κυρ Μιχάλης»: «Άσπρισε η κούτρα σου, Μιχάλη, | αλλά μυαλό δεν λέει να βάλει. | Μωρ’ λένε όχι στους πολλούς; | Τα βάζουνε με τους τρελούς; | Μιχάλη μου, κύριε Μιχάλη μου. | Κράτα το στόμα σου κλειστό, | κράτα για σένα το σωστό, | κι άσε με εμένα τον κουτό | κατά πως θέλω να γλεντώ | το χάλι μου, κύριε Μιχάλη μου». Κι αμέσως μετά, αφήνοντας το καταγγελτικό του ύφος παράμερα, καταφεύγει (στο ίδιο έργο) στο λυρικό «Μανούλα μου»: «Τί να μου κάνουν δάκρυα δυό | και στεναγμοί σαρανταδυό, μανούλα μου. | Κλαίω, και το μάτι μου στεγνό, | βουβό το στόμα και πικρό, μανούλα μου». Και στο ανθρώπινο «Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι | να γενεί νερό να .ξεδιψάσεις. | Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι | να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις. | Στην φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου, | τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις». Ή, στο συμβουλευτικό «Έκτορας και Ανδρομάχη»: «Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, | στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει».

      Στη «Γειτονιά των Αγγέλων» τα τραγούδια ακούστηκαν πιο πολύ από το έργο: «Το ψωμί είναι στο τραπέζι, | το νερό ’ναι στο σταμνί, | το σταμνί στο σκαλοπάτι, | δώσε του ληστή να πιεί.| Δώσε, μάνα, του διαβάτη, | του Χριστού και του ληστή, | δώσ ’του, μάνα, να χορτάσει, | δώσ’ του, αγάπη μου, να πιεί». Ή «Πέτρα στην πέτρα ολημερίς | χτίζω και δεν σε φτάνω. | Ήλιε μου, πόσο είσαι πάνω | και δόξα τω Θεώ. | Παράθυρο για τ’ όνειρο | κι αυλή για το σεργιάνι | ο ίσκιος σου να μη σε χάνει | και δόξα τω Θεώ». Και το κορυφαίο του: «Ο δρόμος είναι σκοτεινός | ώσπου να σ’ ανταμώσω,| ξεπρόβαλε μεσοστρατίς | το χέρι να σου δώσω. | Σ’ αγκάλιασα, μ’ αγκάλιασες, | μου πήρες και σου πήρα, | χάθηκα μες στα μάτια σου | και στη δική σου μοίρα. | Στρώσε το στρώμα σου για δυό, | για σένα και για μένα, | ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή, | να ’ναι όλα αναστημένα». 

      Μιας και μιλάμε γι’ αυτό το πιο γνωστό τραγούδι του Καμπανέλλη, βρίσκω την ευκαιρία να καταθέσω εδώ κάτι: Η αργή μουσική που έχει στην αρχή του το «Στρώσε το στρώμα σου για δυό» ενώθηκε με την γρήγορη μουσική που ακούγεται όταν τελειώνει ένα άλλο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, το «Κοπελιά μου» - και τα δυό μαζί δημιούργησαν την διάσημη μουσική του Ζορμπά. 

      Η επιβολή της δικτατορίας των Απριλιανών αναστέλλει την καλλιτεχνική δραστηριότητα  - και, όπως οι περισσότεροι δημιουργοί, αποφάσισε και ο Καμπανέλλης να σιωπήσει. Θυμηθείτε το τελευταίο μήνυμα του Σεφέρη πώς τελείωνε: «Τώρα γυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω». Ένα όμως χρόνο μετά τον θάνατο του νομπελίστα Έλληνα ποιητή, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης διακόπτει τη δικιά του σιωπή το 1972 με μια θεατρική διασκευή κάποιου διηγήματος του Κάφκα, που την ονόμασε «Αποικία των τιμωρημένων». Η επαναφορά του αυτή άνοιξε τον δρόμο σε τρεις επιθεωρήσεις, που ανέβηκαν και οι τρεις με τον ίδιο θίασο και τον ανέδειξαν σε σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής φασισμού. Ήταν «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» το 1973 (που για να περάσει από την επιτροπή λογοκρισίας ο Ιάκωβος έκανε ένα κόλπο: Τους έδινε σαράντα σελίδες, αυτοί διαβάζανε τις είκοσι πρώτες και στις υπόλοιπες έβαζε αυτός τις αιχμές του), «Το Κουκί και το Ρεβύθι» το 1974 και «Ο Εχθρός Λαός» το 1975. Από «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» θα αναφέρω μόνο λίγους στίχους, που ακόμα αντηχεί μέσα τους η φωνή του Νίκου Ξυλούρη: «Φίλοι κι αδέλφια, | μανάδες, γέροι και παιδιά, | στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε | ποιοί περπατούν στα σκοτεινά | και σεργιανούνε στα στενά | 3 του Σεπτέμβρη, | μανάδες, γέροι και παιδιά». Η αμεσότητα του γραψίματος του Καμπανέλλη φαίνεται εύκολα.

      Ανάμεσα στα θεατρικά του, θα αναφέρω ενδεικτικά κι ένα τραγούδι του, που δεν ανήκει σε κάποια δρώμενα και γι’ αυτό δεν μαθαίνουμε ότι είναι δικό του. Λέγεται «Τον Χάρο τον αντάμωσα»: «…ένα Σαββάτο βράδυ. | Είχα σχολάσει απ’ τη δουλειά | και στου σπιτιού μου τα σκαλιά | τον βρήκε το σκοτάδι. | Κρύο νερό δεν ζήτησε | ούτε ψωμί να φάει. | Τα νιάτα μου εζήλεψε | κι ο ήλιος σαν βασίλεψε, | ήρθε για να με πάρει. | Χάρε, αν είσαι μερακλής, | παρακαλώ να ζήσω, | γιατί έχω μανούλα κι αδελφή | κι αγάπη στην καρδιά κρυφή | που δεν μπορώ ν’ αφήσω». 

      Τελευταία επιθεώρηση, αλλά από τις πρώτες στην εποχή του, έρχεται «Ο Εχθρός Λαός». Δείτε πώς έχτισε τότε την καταγγελία του, που είναι σαν να γράφεται δυστυχώς στο διηνεκές τώρα: «Ήταν, πατριώτη, ένας λαός, | ένας μεγάλος τοπικός εχθρός. | Θέλανε να ’χουν όλοι το σπιτάκι τους, | καθημερινά το μεροκαματάκι τους, | να ’χουν ακόμα κι άμα θα κακογεράσουν | μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν. | Νιώθεις, πατριώτη, τι εχθρός | ήταν ετούτος ο παλιολαός; | Θέλανε να μην περπατούν στα τέσσερα, | να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα, | να κυβερνάει αυτός που θα ’χουνε διαλέξει, | κανένας πιά να μην τους κοροϊδέψει. | Νιώθεις, πατριώτη, τι εχθρός | ήταν ετούτος ο παλιολαός; | Θέλανε τον νόμο φίλο, κι όχι φύλακα, | να μη φοβούνται πιά τον χωροφύλακα, | την περηφάνια τους κανείς να μην πληγώνει, | ούτε την πόρτα τους να ξεκλειδώνει. | Νιώθεις, πατριώτη, τι εχθρός | ήταν ετούτος ο παλιολαός;» 

      «Με βαθιά δημοκρατική παιδεία και αγωνιστικότητα» όπως τον προσδιόρισε, σε ομιλία του στην Νάξο, ο συμπατριώτης του πολιτικός Γιώργος Ανωμερίτης, θα διακριθεί σε όλα τα πεδία των τεχνών που έχουν για εργαλείο τους τα γράμματα. Εκτός από θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και στιχουργός, υπήρξε και σεναριογράφος, που άφησε γόνιμη τη σφραγίδα του και στον κινηματογράφο (πάλι το «και»). Αρκεί να αναφέρουμε ότι αυτός ήταν που έγραψε την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, τους «Άσσους του Γηπέδου» του Βασίλη Γεωργιάδη, την «Χιονάτη και τα Εφτά Γεροντοπαλίκαρα», το «Κορίτσια στον Ήλιο» (με τον Γιάννη Βόγλη να λέει «Στάσου, μύγδαλα») ή τις «Σκιές στην Άμμο» με την Καίτη Χωματά και τον Μιχάλη Βιολάρη.   

C:\Users\x\Desktop\ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ\IMGP0053 (2).JPG

 

      Άφησα, για το τέλος, μια στιγμή της ζωής μου που ζωντάνεψε τους στίχους του. Το 2010, ενώ ανέβαινα με το τρόλεϊ την οδό Πατησίων, στο πλάι μου βρέθηκα δίπλα δίπλα με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη! Του έδωσα το χέρι μου, μου έδωσε το δικό του, του είπα πόσο τον θαύμαζα, ήξερε το όνομά μου από τις μεταφράσεις μου στον Χαλίλ Γκιμπράν και στον Μπάυρον, και ανταλλάξαμε τις απόψεις μας για διάφορα θέματα με απλό ανθρώπινο τρόπο. Οι στίχοι του «…ώσπου να σ’ ανταμώσω,| ξεπρόβαλε μεσοστρατίς | το χέρι να σου δώσω» έτυχε να γίνουν εκείνη τη στιγμή αληθινοί στη ζωή μου. Με αποχαιρέτησε και κατέβηκε στην Πλατεία Αμερικής, όπου, όπως έμαθα αργότερα, ήταν το σπίτι του. Κι αυτό το αργότερα, ήταν, όταν έφυγε από τη ζωή αλλά όχι από τη ζωή μας, ένα χρόνο μετά, το 2011. Το τί κατάφερε σ’ αυτή τη ζωή του, στο δρόμο για το σπίτι, το είχε γράψει παλιά ο ίδιος και το είχε μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις: «Πετούν τα παλιομάχαιρα με χαρές και πάνε, | πετούν τα παλιομάχαιρα, οι γειτονιές αχολογάνε. | Γελά ο Θεός στο φως του αποσπερίτη, | χαμογελά στο δρόμο για το σπίτι». 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση