ΑΠΟΨΕΙΣ
Η Σπιναλόγκα σαν Απέναντι και Μέσα μας
Σαν όλες τις μεριές της γής που τυραγνίστηκαν, τυράγνισαν και ανάσκαψαν σώματα και ψυχές για να τις κάμουν Τόπο τους και να τον κατοικήσουν, παρόμοια η Σπιναλόγκα θα μείνει «κτήμα εσαεί» των εκλάμψεών μας.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Στην Εποχή ακόμα του Κορωνοϊού βρισκόμαστε. Κι ας έχουμε βγει όλοι έξω λόγω Καλοκαιριού κι ας συμπεριφερόμαστε «σαν την καλή χαρά» με ή χωρίς μάσκα. Η Εποχή του Εγκλεισμού δεν έχει ακόμα τελειώσει, ούτε και ο φόβος άλλωστε. Κανείς δεν αγκαλιάζει κανέναν με θέρμη, όπως πριν. Έτσι ήρθε στη σκέψη μας, με ποιόν τρόπο άνθρωποι, φυσιολογικοί και καθημερινοί νωρίτερα, γινόντουσαν ξαφνικά έγκλειστοι της Σπιναλόγκας. Και το χειρότερο; Πριν μπούνε μέσα εκεί, με ποιόν τρόπο αντιμετώπιζαν την απομόνωση του κοινωνικού τους περίγυρου.
Το λέει αυτό χαρακτηριστικά ο Θέμος Κορνάρος στο γνωστό βιβλίο του, που το είχε γράψει το 1933: «Ύστερα από ένα χρόνο πρωτάκουσα «καλημέρα» από άνθρωπο. Ο χωροφύλακας που ήρθε να με πάρει, με…καλημέρισε. Όλο το χωριό, γυναίκες κι άντρες, έχουνε μαζευτεί όξω απ’ το σπίτι μου. Πέρασε απ’ τον νου μου πως ήρθανε να με αποχαιρετήσουνε. Να μου πούνε «Στο καλό!». Μ’ αμέσως μετά συλλογίστηκα: «Ταιριάζει να πούνε «Στο καλό!» σ’ έναν που φεύγει για τη Σπιναλόγκα;» Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο, πως με λυπηθήκανε. Εγώ σκέφτομαι να τους πω «Γειά σας, χωριανοί…», κι ας μη μου πούνε αυτοί τίποτε. Ας αφήσουνε την αμηχανία να γενεί δάκρυ, να γενεί λυγμός. Μια στιγμή σπαρτάρησε η καρδιά μου. Πολλά πράγματα έχουνε κουβαλήσει μαζί τους οι καλοί μου οι χωριανοί. Τενεκέδες τρεις τέσσερεις, στραφτοκοπούνε στην αυλή. Λιχουδιές, σύκα και σταφίδες κι αμύγδαλα θα ’χουνε. Έτσι μου κάνανε κι άλλη φορά, σαν έφευγα για το Μέτωπο. Είναι αλήθεια πως με πονέσανε. Δεν έχω κανέναν, μήτε μάνα μήτε αδερφή, για να με κλάψει. Μα δεν έχουνε λιχουδιές οι τενεκέδες. Πετρέλαιο και βενζίνες είναι γιομάτοι. Έχουνε και σκαπανικά μαζί τους οι χωριανοί. Αυτή τη στιγμή σκέφτηκα κάτι. Ναι, κάτι που δεν το ’χα πιστέψει ποτές. Να, πως μόνο το μαλλί τ’ αγριανθρώπου κατάφερε να μαδήσει ο πολιτισμός! Το πετσί δεν τ’ άγγιξε ακόμα. Κι από κει και πέρα πόσο άραγες χρειάζεται για να προχωρέσει, να βρει του κοκάλου το μεδούλι; Δεν μπορώ να δακρύσω από το παράπονο που με πλημμυρά. Το ’χετε προσέξει αυτό; Το μεγάλο παράπονο δεν έχει εκδήλωση τα δάκρυα. Ξερό είναι…Όσο πάει, γίνομαι ανίκανος και να πονέσω. Γίνομαι αδιάφορος σχεδόν. «Βάλτε του από τώρα φωτιά! Τι κάθεστε;» Έτσι αποχαιρέτησα τους χωριανούς μου».
Στις πίσω σελίδες αυτού του κλασσικού πια βιβλίου, που ήρθε στα χέρια μου σε μεταγενέστερη ανατύπωση, βρήκα τα «Επιλεγόμενα» ενός Αγιονικολώτη - που έχει φύγει πρόσφατα κι αυτός από τη ζωή. Του Μάνου Λουκάκη. Βλεπόμασταν που και που στον Άγιο και στην Αθήνα, ήταν ιδιόρρυθμος τύπος, φιλόλογος και ποιητής, εκτιμούσαμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τώρα όλους μας εδώ πέρα, είναι ότι ήταν γιος (γνώρισα και την αδελφή του τη Μάγια) του γιατρού Νίκου Λουκάκη, που επισκεπτόταν τακτικά, εκείνα τα τελευταία χρόνια, τους έγκλειστους της Σπιναλόγκας.
Από αυτά τα «Επιλεγόμενα» του Μάνου, σταχυολογώ διάφορα σημεία που δείχνουν την έντονη φιλοσοφική διάθεσή του για το θέμα, δοσμένα με την ιδιάζουσα χαρακτηριστική του έκφραση. Έχουν άμεσο ενδιαφέρον για εμάς, γιατί οι ενατενίσεις του ξεκινούν από παιδικά του βιώματα:
«Τον 16ο Αιώνα οι Βενετσιάνοι οχυρώνουν για πρώτη φορά τη Σπιναλόγκα - το Μακρύ Αγκάθι. Όνομα που είχαν δώσει πιο πριν και στο σημερινό νησάκι Γκιουντέκκα, στα νερά της ίδιας της Βενετίας. Το 1715 έρχονται οι Τούρκοι. Πολλοί θα εγκατασταθούν εκεί - και Κρητικοί. Όμως όλοι τους μουσουλμάνοι. Το 1898 οι περισσότεροι αναχωρούν με την ανακήρυξη της Kρητικής αυτονομίας. Και το 1903 η Κρητική Πολιτεία ιδρύει το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα. Ο κύβος έχει πια ριφθεί. Από τώρα και στο εξής - είτε με την Κρήτη αυτόνομη, είτε προσαρτημένη στον Eλλαδικό κορμό, είτε με το Μεραμπέλλο υπό Iταλική κατοχή – η Σπιναλόγκα δεν θα είναι πια μια ανιαρή αλληλουχία χρονολογιών. Από τούδε και στο εξής, η Σπιναλόγκα θα γινόταν Χρόνος. Δικός της Χρόνος. Και μοιραία δικός μας.
Διότι έτσι γίνεται. Ορισμένοι τόποι έχουν τον δικό τους καιρό, τη δική τους ευκαιρία, το δικό τους τάϊμινγκ όπως θα ’λεγαν κάποιοι σήμερα, να βγουν από τους χρόνους και από τα συμβάντα που τους περισφίγγουν στην ασημαντότητα. Και να γίνουν Χρόνος, ψυχή και πνεύμα. Να αποκτήσουν την ευχέρεια να διεισδύουν, ως δεσπόζουσες καθολικότητες, στις ατομικότητες των ανθρώπων, με την άνεση που κυλάει το νερό στο αυλάκι. Και, να το υπογραμμίσουμε αυτό, δεν αρκεί η παρουσία μνημειακών υπολειμμάτων. Ελλείψει του ουσιώδους, τα εναπομένοντα ερείπια - ανεξαρτήτως εποχής και πολιτισμού – πέπρωται συνήθως να διατηρούνται, και μάλιστα δημοσία δαπάνη, ημιθανή, αδρανή. Τα έχουμε σε πλαγιές και σε ρουμάνια να ψυχομαχούν φυλασσόμενα. Αποθηκευμένα μέσα στα πέριξ τους. Περιηγητικές, και τίποτ’ άλλο, γραφικότητες.
Και επιστρέφω πάλι στο θέμα του «καιρού», που μετάγει τον τόπο από τους χρόνους του και τον αναβαθμίζει σε Χρόνο. Μερικά παραδείγματα. Η Γκουέρνικα απόδρασε από τους χρόνους και εγκαταστάθηκε στο Χρόνο όταν την ισοπέδωσαν τα αεροπλάνα των ναζί συμμάχων του Φράνκο. Η Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε Ιστανμπούλ. Το Μεσολόγγι, όταν διέπραξε την Έξοδό του. Η Γέφυρα του Γοργοπόταμου όταν κόπηκε στα δυο απ’ τους αντάρτες. Η Ναύπακτος, όταν στα νερά της ναυάγησε, δια παντός, η οθωμανική βουλιμία. Μπαίνω και στον βέβηλο πειρασμό να σκεφτώ: Κι ο Παρθενώνας, όταν τον μισογκρέμισε με τα κανόνια του ο Μοροζίνι ή τον μισέρωσε ο Έλγιν. Κι ακόμα ακόμα ας πούμε και το πάντων απροσμάχητο: Ο Λόφος του Γολγοθά, όταν αναδέχτηκε πάνω του τον σταυρό όχι όποιου κι όποιου εν μέσω των χιλιάδων καταδίκων, αλλά εκείνον, εκείνον τον συγκεκριμένο σταυρό, τον υψώσαντα το σώμα της Ιστορίας. Ο Χρόνος δεν είναι λοιπόν το αθωότατο και μικροπράγμον ρολόι της χειρός μας. Είναι μια «επίπονα, ακρωτηριαστικά, και βασανιστικά προσβάσιμη» κατάσταση. Του Ανθρώπου. Και της Ελευθερίας του. Ξαναγυρίζουμε: Η Σπιναλόγκα έγινε Χρόνος όταν γίνηκε λεπροκομείο. Τότε. Μόνο τότε.
Είναι παρανόηση να πιστεύουμε ότι είμαστε εμείς που πατούμε, που επισκεπτόμαστε ή που κατοικούμε τους τόπους. Η μαύρη, στα βάθη της, αλήθεια είναι πως οι Τόποι είναι που πατούν το Είναι μας και μας κατοικούν. Δεν διαβαίνουμε εμείς τη γη που πατούμε. Εμάς διαβαίνουν τα τοπία. Που όμως, μέσα από εμάς περνώντας και μέσα σ’ εμάς εγκαθιστάμενα, παύουν να είναι τοπία και θέαμα και γίνονται Τόποι. Εμείς είμαστε οι κατοικούμενοι από το φως, το μη φως, το ημίφως, το σκοτίδι, το νερό και το χώμα των Τόπων. Που είμαστε Τόποι τους. και που στάζουν. Το δάκρυ; Το αίμα; Τον εαυτό τους, τον εαυτό μας, τον Χρόνο τους, τον Χρόνο μας; Πάντως στάζουν. Και στάζουν και Ελευθερία.
Αυτά συλλογάμαι όταν επιστρέφω στη Σπιναλόγκα. Με τον τρόπο τον δικό μου. Τον πέραν, τον άνω, και τον εκτός κειμένων. Με τον τρόπο του μικρού παιδιού. Τεσσάρω, πέντε χρονώ. Στο καφενείο της Μαρίας στην Πλάκα. Να περιμένω τον πατέρα μου. Τον Νίκο Λουκάκη. Γιατρός τότε στο νοσοκομείο του Αγίου Νικολάου και φίλος καλός με τον τελευταίο διευθυντή του λεπροκομείου, τον αργότερα και νομίατρο Λασιθίου, τον Μανώλη Γραμματικάκη. Θα πήγαιναν μαζί για κάποιον άρρωστο. Θα πήγαιναν «Απέναντι». Και περίμενα. Να γυρίσει ο πατέρας μου από «Απέναντι». Κι ήταν, αυτό το «Απέναντι», ένα «Απέναντι» λίαν παράξενο. Μου το είχαν χιλιοειπωμένο και το είχα χιλιοειδωμένο. Μα δεν μου το είχαν, το χιλιοειδωμένο μου αυτό, ελεύθερο σαν το νοσοκομείο του Αγίου Νικολάου ή το ιατρείο του πατέρα μου, φερ’ ειπείν. Μου το είχαν, το «Απέναντι» του μαγευτικά περίφραχτου νησιού, εις άκρον απαγορευμένο. Δεν μπορούσε ο κύρης μου να με πάει «Εκεί». Ποτέ. Κι ας πήγαινε - μόλο που δεν ήτανε ποτέ μόνιμος γιατρός στη Σπιναλόγκα - συχνά πυκνά. Άλλοτε για ν’ αντικαταστήσει άλλονα γιατρό κι άλλοτε για να πει κι αυτός τη γνώμη του.
Για μένα, που λέτε, αυτό το «Απέναντι» ήταν απαγορευμένο. Αλλά μου είχε προοριστεί να παραμένει πάντοτε δεμένο με αυτή μου την πρωταρχική αμηχανία της αναμονής. Μέσα στους τέσσερεις ασπρότοιχους του παραθαλάσσιου καφενείου. Και πέρα από την εξώπορτα, αντικρίζοντας τα αλμυρίκια - το κατ’ εξοχήν δέντρο που μ’ έκανε ποιητή. Κι ανάμεσα στα αλμυρίκια, να κεντράρω το βλέμμα στη σιλουέτα του «Απέναντι». Στη μορφή της Σπιναλόγκας. Και όλα ετούτα, όντας βουλιαγμένος, με τα λίγα μου χρόνια, στην πολλή σιωπή. Ε, να λοιπόν. Αυτό είναι για μένα η Σπιναλόγκα. Η μητέρα όλων των «Απέναντι».
Και το ουσιώδες είναι ότι και για τους τροφίμους του λεπροκομείου δεν μπορώ παρά να θέλω να πιστεύω ότι κατά βάθος η Σπιναλόγκα ήταν και γι’ αυτούς αυτό ακριβώς. Το ίδιο. Η ίδια αναμονή. Η ίδια βιούμενη εν αγωνία απουσία. Η ίδια δίκοπη Ελευθερία. Η ίδια σιωπή. Κι έτσι συνεννοήθηκα, μια και καλή, μαζί τους. Με τους λεπρούς. Κι έτσι ως τώρα αντιλαμβάνομαι το παν. Όμοια με όλους όσους περιμένουν, σιωπούν περιμένοντας, και κοιτάζουν ή βιώνουν το «Απέναντι». Και τους κατατρώει η απαγόρευση του άπτεσθαι ή του κοινωνείν.
Η Σπιναλόγκα έπαψε να χρησιμοποιείται ως λεπροκομείο από τον Ιούνιο του 1957. Θα ήμουν όμως άδικος αν παράβλεπα όσους και όσα πάσχισαν να αλλοιώσουν αυτή τη μνήμη και να μετατρέψουν ξανά τον Χρόνο της σε καλοτακτοποιημένες χρονολογιούλες. Να ξαναγυρίσουν επίσης τον Τόπο της σε «Τι ωραίο, ρε παιδιά, ετούτο το τοπίο!» Η Σπιναλόγκα ούτε Νέα Καλυδών μας προέκυψε, ούτε ναύσταθμος κατάντησε, ούτε σε παρθενική τοποθεσία φυσικού κάλλους ξέπεσε, ούτε σε μουγγό αρχαιολογικό χώρο τσουβαλιάστηκε. Σαν όλες τις μεριές της γής που τυραγνίστηκαν, τυράγνισαν και ανάσκαψαν σώματα και ψυχές για να τις κάμουν Τόπο τους και να τον κατοικήσουν, παρόμοια η Σπιναλόγκα θα μείνει «κτήμα εσαεί» των εκλάμψεών μας.
Έτσι άλλωστε δεσπόζει και στο βλέμμα μας. Καθώς φτάνουμε στην κορυφή της απότομης ανηφόρας από τον Άγιο Νικόλαο και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε προς τον κόλπο της Ελούντας. Και ξανοίγουμε τότε, στο βάθος, το «Απέναντι». Τον στάζοντα Τόπο. Υπέροχα ξεκομμένο, υπέροχα αποκαλυπτικό, υπέροχα άδειο και υπέροχα συνειδητό. Όπως ο Χρόνος με κεφαλαίο, όπως η Μνήμη με κεφαλαίο και όπως το Φως - όταν τολμά και μένει, στις γονιμότερες ώρες του, σκοτεινό κι ανυποχώρητο».
(Φωτογραφία του Κωστή Μαυρικάκη, από την κορυφή «Κατσελιός» στα δυτικά της Σπιναλόγκας, με πανοραμική θέα ολόκληρου του κόλπου Μεραμπέλου).