ΑΠΟΨΕΙΣ
Η Γραμματική του Δεκεμβρίου...(ή των γιορτών)
Ο Δεκέμβριος είναι ο πιο ταξιδεμένος μήνας του χρόνου
της Μαρίας Λιονάκη
Ο Δεκέμβριος είναι ο πιο γλυκός, ήρεμος, ανθρώπινος, συγκαταβατικός μήνας του χρόνου. Όταν μαζεύτηκαν οι δώδεκα μήνες στη Βουλή του Κόσμου, με προεδρεύοντα το Χρόνο για να συζητήσουν, ανάμεσα σε άλλα σοβαρά θέματα, την ανάληψη έργου χρονολόγησης του κόσμου ήταν ο πιο υπομονετικός και διαλλακτικός. Δε βιαζόταν, δεν επιδεικνύονταν, δεν πετάγονταν, δεν έσπρωχνε. Άκουγε τη γνώμη των άλλων, σέβονταν τις προτιμήσεις τους. Δεν έτρεχε να καπακώσει τους άλλους, να προλάβει να κλείσει το διάστημα που τον βόλευε, γιατί πιο πριν είχε δουλειές, πιο μετά είχε κάπου να πάει, αυτός, η γυναίκα του, αλλά περίμενε να διαλέξουν πρώτα οι άλλοι μήνες διάστημα, υπηρεσία, σειρά και μετά αυτός, τελευταίος. Παραχωρούσε προτεραιότητα, τη θέση του. Στον εγωιστή Γενάρη, στον μικρότερο όλων, τον κοντούλη Φεβρουάριο, στους μεσήλικες παράξενους, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, στα νιάτα, τα χειμαρρώδη, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο. Στους πιο κυκλοθυμικούς Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο. Με ανωτερότητα, με ωριμότητα, με ένα χαμόγελο ευγένειας άφησε τους άλλους μήνες να επιλέξουν πρώτοι. Αυτός ήταν ευπροσάρμοστος, παντός καιρού. Ήθελε να χαρούν, να χαμογελάσουν οι φίλοι του, οι συνάδελφοί του. Αυτός θα δούλευε, όταν οι άλλοι δε θα μπορούσαν. Εξάλλου, αν χαίρονταν αυτοί θα ήταν και αυτός χαρούμενος, ευτυχισμένος. Πάντα η χαρά του ήταν δεμένη με τη χαρά των άλλων.
Ο Δεκέμβριος είναι ο πιο σοφός, διαβασμένος μήνας του χρόνου. Έντεκα μήνες που περίμενε στωικά μέχρι να έρθει η σειρά του, να αναλάβει υπηρεσία, για να περάσει η ώρα του παρακολουθούσε όσα συνέβαιναν στη γη. Διάβαζε αδιάκοπα, ακούραστα, βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια , ειδήσεις από εφημερίδες. Έβλεπε τηλεόραση, εκπομπές, πληροφορούνταν τι γίνεται, γιατί γίνεται, τι σκέπτονται, τι θέλουν οι άνθρωποι, πώς πράττουν, γιατί πράττουν έτσι. Και σε ένα συμπέρασμα κατέληξε. Ότι εκεί κάτω στη γη που θα πήγαινε μπορεί ο καιρός να μην ήταν τόσο κακός, αλλά υπήρχε αρκετό κρύο, κρύο ψυχής, παγωνιά, χιόνι. Εκεί κάτω μπορεί ο κόσμος να εξελίχθηκε στην τεχνολογία, στην επιστήμη, αλλά είχε ακόμα πολλά να διαβάσει, να μάθει στο κεφάλαιο ανθρώπινες σχέσεις. Ήταν πολλή η λύπη, η μοναξιά και λίγη, δύσκολη η ευτυχία. Οι άνθρωποι δεν γελούσαν εύκολα, ενώ θύμωναν, γκρίνιαζαν εύκολα. Είχαν κουμπώσει ως απάνω το παλτό του εαυτού τους, του χαρακτήρα τους, της ζωής τους, είχαν τυλιχτεί κασκόλ, σκούφους κι όμως κρύωναν. Είχαν τειχίσει, περιφρουρήσει τη ζωή τους κι όμως αυτή έμοιαζε πόλη ανοχύρωτη. Άρα αυτός όφειλε να τους δώσει γιορτές, χαρά.
Ο Δεκέμβριος είναι ο πιο ταξιδεμένος μήνας του χρόνου. Ξεκίνησε από μακριά, από την Καππαδοκία που ζει ο Αι Βασίλης , που είναι και η δική του πατρίδα, μέρες πριν, με κακό καιρό. Μέρες πριν που χιόνιζε και το είχε στρώσει. Ανθισμένα τα δέντρα με λευκό ανθό κι οι στέγες των σπιτιών σκεπασμένες αυστηρά, με την παγωμένη, χειμωνιάτικη, λευκή κουβέρτα, άφηναν μόνο τον καπνό ενός τζακιού, μιας καμινάδας να χορεύει. Τα πουλιά έψαχναν φωλιά απάνεμη να κουρνιάσουν, ενώ τα πιο μικρά ζωάκια έψαχναν τη μάνα τους να παραπονεθούν, καταφύγιο, στεγνό μέρος, ζεστασιά. Ο Δεκέμβριος είχε πολύωρο ταξίδι , ως να έρθει στη δική μας γη και οι αποσκευές του, το φορτίο που συνόδευε ήταν βαρύ. Έφερε μαζί του αμέτρητα χριστουγεννιάτικα δέντρα και στολίδια, πάνω σε άμαξες που έσερναν δυνατοί τάρανδοι, με καλογυαλισμένο τρίχωμα και οδηγούσαν παχουλοί αμαξάδες. Με ροδαλά μάγουλα, ανοιχτή καρδιά, ζεσταμένη με καπνό και ρούμι, χωρατατζήδες.
Για να στολίσουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους, τις πόλεις, τους δρόμους, όλα τα κτίρια, να χρωματίσουν τη ζωή τους, να βάλουν χρυσό περιτύλιγμα στις προσδοκίες και στα όνειρά τους, φως στη μοναξιά τους. Να ανάψει το πιο φωτεινό αστέρι στην κορυφή των ξύλινων πόλεων, της ξύλινης καθημερινότητας, να λάμψει το κτίριο της ψυχής των ανθρώπων με προσδοκία, ελπίδα, αγάπη και χαρά.
Πρωινή ώρα του Δεκέμβρη, του γλυκού, συγκαταβατικού, του διαβασμένου, του σοφού, σεβάσμιου, ασπρομάλλη. Που έζησε πολλά, είδε πολλά ως να έρθει στη χώρα μας, ως να έρθει η σειρά του. Ώρες τώρα βρέχει. Μια βροχούλα καλεσμένη, αγαπητή, ευπρόσδεκτη. Που άλλοτε αγριεύει, χτυπά με νεύρο τα τακούνια της στη γη κι άλλοτε σιγανή, αμίλητη, θλιμμένη γυναίκα κοιτά χαμηλά.
Εικόνα έξω από μεγάλο σούπερ μάρκετ της πόλης μας. Στολισμένο κατάστημα, στολισμένης χριστουγεννιάτικα πόλης. Με πράσινες , ασημένιες γιρλάντες, κόκκινες και χρυσές μπάλες, γελαστούς Αι Βασίληδες, αγέλαστους χιονάνθρωπους, τάρανδους, φωτάκια, κεριά που τρεμοπαίζουν, αναβοσβήνουν αδιάκοπα. Όλοι οι μεγάλοι τρέχουν μες στο άγχος . Που επιτείνει η ξαφνική βροχή. Να μπουν στο σούπερ μάρκετ γρήγορα, να ψωνίσουν γρήγορα , να φύγουν γρήγορα. Να ανοίξουν τις ομπρέλες, που μουλάρωσαν και δεν ανοίγουν, γρήγορα. Μην αργήσουν, μη βραχούν , μη γλιστρήσουν. Να πάνε πιο ύστερα στις δουλειές τους γρήγορα και αφού γυρίσουν γρήγορα, να στολίσουν το δέντρο που έφερε ο Δεκέμβριος, να φτιάξουν τα χριστουγεννιάτικα παραδοσιακά γλυκά, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, να ετοιμάσουν το σπίτι. Πάντα γρήγορα. Για τις γιορτές που θα έρθουν και θα περάσουν γρήγορα. Και μέσα στην όλο ρήματα και επιρρήματα ζωή των μεγάλων…
Ένας πιτσιρικάς πέντε περίπου χρονών, μικρούλης, γλύκας, άνετος, χαλαρός, χωρίς μπουφάν, απολαμβάνει όλα τα ουσιαστικά και τα επίθετα μαζί, αυτής της ζωής. Με το πράσινο φουτεράκι του και τα ανακατεμένα ξανθά μαλλάκια του έχει σταθεί λίγο έξω από την τέντα του σούπερ μάρκετ, έχει σηκώσει το κεφάλι προς τον ουρανό, έχει ανοίξει διάπλατα τα χέρια, έχει κλείσει τα μάτια και με μια έκφραση απόλυτης ελευθερίας, απόλαυσης, ευτυχίας , ηρεμίας αγκαλιάζει τη δροσερή, ρυθμική, τραγουδιστή, μελωδική βροχή.