ΑΠΟΨΕΙΣ
Η διελκυστίνδα και η «έλλειψη αντιβάρων»…
...η κυβέρνηση υποχρεούται να διαχειριστεί εξαιρετικώς περίπλοκα ζητήματα, ενώ το μέτωπο των εν γένει πιέσεων προς την κυβέρνηση εστιάζει και στο Κυπριακό –που όπως προελέχθη διέρχεται κρίσιμη καμπή.
του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Η παρούσα ιστορική φάση θεωρείται από τις κρισιμότερες της μεταπολιτευτικής περιόδου, όσον αφορά στην επίλυση κρίσιμων εθνικών θεμάτων τόσο εκείνου που αφορά στο δημόσιο χρέος και στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της αμέσως χρονικής περιόδου (τουλάχιστον μέχρι το 2020), όσο και εκείνων των προβλημάτων που αφορούν στην επίλυση της διαφοράς της ονομασίας της FYROM καθώς και του Κυπριακού –το οποίο διέρχεται εξαιρετικώς κρίσιμη ιστορική φάση.
· η μια όψη
Η κυρίως αναφορά των ημερών, μετά την αναχώρηση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, επαναφέρει στο προσκήνιο το «οικονομικό ζήτημα», ως το κυρίως ζήτημα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Τα αντικείμενα δε που κυρίως απασχολούν στην παρούσα ιστορική φάση αφορούν στην εξέλιξη της διαπραγμάτευσης αναφορικώς με τη νέα αξιολόγηση. Από τις πληροφορίες που συλλέγουν όσοι ενδιαφέρονται και παρακολουθούν τις εξελίξεις, προκύπτει ότι οι εκπρόσωποι των Θεσμών δεν είχαν εξουσιοδότηση να συζητήσουν κάτι διαφορετικό από το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5%, με στόχο τα έτη 2018 έως και το 2020.
Στόχος είναι το κλείσιμο μιας πολιτικής συμφωνίας στις 5 Δεκεμβρίου 2016, καθόσον είναι κρίσιμο να επακολουθήσει η υλοποίηση των δεσμεύσεων της κυβέρνησης δια του Κοινοβουλίου, με την ψήφιση των σχετικών Νόμων. Συνεπώς η ημερομηνία της 5ης Δεκεμβρίου 2016 θεωρείται ιστορικός σταθμός για τις περαιτέρω εξελίξεις.
Όμως, στο πλαίσιο των πιέσεων που δέχεται η κυβέρνηση, αξιοσημείωτο είναι ότι στην παρούσα ιστορική φάση, η Moody’s γεννά προσδοκίες για την πιστοληπτική τραπεζική αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών για τους προσεχείς περίπου 20 μήνες, καθόσον έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι μπορούν οι ελληνικές τράπεζες να επιστρέψουν σε οριακή, έστω, κερδοφορία από το τέλος του 2016 και όλο το 2017. Υπ’ όψιν ότι η εκτίμηση αυτή εστιάζει κυρίως στο μειωμένο κόστος χρηματοδότησης και στις εξαιρετικώς συγκρατημένες λειτουργικές δαπάνες.
Επίσης, στην παρούσα ιστορική φάση γεννάται η γενική εκτίμηση ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να ανακτήσουν πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά μέσω repos, με μείωση έτσι της ανάγκης προσφυγής στον ELA. Αυτές δε οι προοπτικές για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα λαμβάνουν χώρα, παρά το ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν σε υψηλά επίπεδα που εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στο 40% του συνολικού δανεισμού μέχρι το τέλος του 2017.
Τα προαναφερόμενα σε συνδυασμό με τα όσα προνοούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ύψους 94,1 εκ. ευρώ, σε συνδυασμό με το σοβαρό ενδεχόμενο ένταξης της ελληνικής οικονομίας στην ποσοτική χαλάρωση (QE) ύψους 4,2 δις ευρώ, και εφόσον οι εταίροι δανειστές δεσμευθούν για την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους, μπορούν να εκτιμηθούν ότι αφορούν μια καταρχήν ενθαρρυντική όψη εξέλιξης των πραγμάτων.
· η άλλη όψη
Πάντως για να αναφερθούμε στις εξελίξεις, εκκρεμές από ό,τι φαίνεται παραμένει μεταξύ Θεσμών και κυβέρνησης, το ζήτημα του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς επίσης εκκρεμή παραμένουν και άλλα ζητήματα όπως η διανομή κοινωνικού μερίσματος, κατά το μέρος που αφορά στην υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016, το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις, μπορεί να υπερβαίνει τον τεθέντα στόχο ανερχόμενο πέριξ του 1,2 δις ευρώ. Οι πληροφορίες, δε, που διαρρέουν (μέσω δημοσιογραφικών πηγών) είναι ότι υπάρχει πρόοδος μεν για την παρούσα αξιολόγηση, ωστόσο η συνολική συμφωνία, δεν είναι ζήτημα τόσο απλό ώστε να καταλήξει οριστικώς. Και τούτο γιατί εγείρεται (και) το μέγιστο ζήτημα του εργασιακού μετώπου, εφόσον οι δανειστές επιδιώκουν απελευθέρωση αλλά και αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων.
Η καθιέρωση των επιχειρησιακών συμβάσεων, οι δημοσιονομικές πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν και το εν γένει πρόγραμμα, ως αντικείμενα αποσκοπούν στη δημιουργία πλεονάσματος 3,5% τουλάχιστον μέχρι το 2020. Ένα τέτοιο όμως «πλεόνασμα» που θα προκύπτει από τα «σπλάχνα της κοινωνίας» αλλά και από την «αφαίμαξη της οικονομίας», αποτελούν στόχο εξαιρετικώς δυσχερή. Περαιτέρω προς την κατεύθυνση αυτή, όπου μια ολόκληρη κοινωνία και οικονομία καλούνται στο αδύνατο, η κυβέρνηση οφείλει να εξειδικεύσει μόνιμες περικοπές που θα εξασφαλίζουν στόχους τριετίας.
Ως εκ τούτου η κυβέρνηση υποχρεούται να διαχειριστεί εξαιρετικώς περίπλοκα ζητήματα, ενώ το μέτωπο των εν γένει πιέσεων προς την κυβέρνηση εστιάζει και στο Κυπριακό –που όπως προελέχθη διέρχεται κρίσιμη καμπή.
Είναι προδήλως βέβαιον ότι η οικονομία και η κοινωνία σε συλλογικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή, οι επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και οι πολίτες πιέζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε βρίσκονται ήδη σε απολύτως οριακή κατάσταση. Τα στοιχεία δε που προκύπτουν, καταγράφουν τη ζοφερή αλλά και επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή εικόνα, η οποία απεικονίζει την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Μια κοινωνία και μια οικονομία που κυριολεκτικώς ακροβατεί ανάμεσα στην επιβίωση και στην πτώχευση. Σε αυτή τη ζοφερή εικόνα δεν μπορούν να παραβλεφθούν και οι ευρύτερες συνθήκες στον ευρωπαϊκό χώρο, καθόσον η πολιτική της λιτότητας των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού και της γερμανικής και εν γένει ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ, επεβλήθη στους λοιπούς ευρωπαίους, οι οποίοι κατά το μάλλον και μάλλον προσχώρησαν στις από καθέδρας επιβαλλόμενες πολιτικές.
Όλα όσα εκτίθενται στο παρόν κείμενο καταγράφουν μια διελκυστίνδα ανάμεσα: α) στις θετικές προσδοκίες που μπορεί να γεννά η παρούσα συγκυρία και β) στις ανησυχίες για αρνητικές εξελίξεις που μπορεί να προκύψουν, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά γενικότερα και για την Ευρώπη. Ήδη γεννάται κίνδυνος αναβίωσης ακραίων συντηρητικών απόψεων.
Για τη γενική όμως εικόνα, ο κάθε σώφρων παρατηρητής θα πρέπει να εστιάσει την «έλλειψη αντιβάρων» που χαρακτηρίζει τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έλλειψη η οποία πέραν των «θεσμικών κενών» αφήνει περιθώρια για την άσκηση από καθέδρας πολιτικών, της κυριαρχούσας οικονομικής και πολιτικής γερμανικής ελίτ. Η ανισορροπία δε που υφίσταται ως προς τα αντίβαρα απέναντι στη γερμανική ελίτ, χρεώνεται πρωτίστως και κυρίως στην έλλειψη αποφασιστικής πολιτικής ηγεσίας στα Ιλίσια Πεδία -από την έναρξη της κρίσης του 2008, αλλά και προηγουμένως από τον τρόπο που καθιερώθηκε το ευρωσύστημα.
· η «έλλειψη αντιβάρων» και η «φτωχοποίηση»
Είναι δεδομένο ότι επικυριαρχεί μια συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική ελίτ. Ιδού τα αποτελέσματα: Με στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το ποσοστό φτώχειας ανέρχεται στο 35,7%, δηλαδή αφορά περίπου 3,8 εκ. ανθρώπους. Την ίδια όμως περίοδο σε χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα βρίσκονται και άλλες χώρες. Αναφέρομαι κυρίως στη Βουλγαρία με 41,3% και στη Ρουμανία με 37,3% που αφορούν ποσοστά ανθρώπων που τελούν σε καθεστώς φτώχειας και ανέχειας. Παραλλήλως όμως συνολικώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε καθεστώς φτώχειας τελεί το 22,2% του πληθυσμού. Συνεπώς το επικρατούν δόγμα εγκυμονεί το μέγιστο κίνδυνο της κοινωνικής εξέγερσης.
Από τα προαναφερόμενα προκύπτουν διελκυστίνδες, οι οποίες οδηγούν από το ένα άκρο στο άλλο άκρο και από την μια εκδοχή στην άλλη άκρως αντίθετη εκδοχή. Η κυρίως όμως διελκυστίνδα δεν μπορεί παρά σε κάποια ιστορική στιγμή να εκδηλωθεί ανάμεσα στην άρνηση των κοινωνιών να υποκύψουν στη λιτότητα του νεοφιλελευθερισμού και στα κέντρα λήψης αποφάσεων του νεοφιλελευθερισμού. Αυτή η διελκυστίνδα θα καθορίσει το σύνολο των εξελίξεων. Η ροπή κατεύθυνσης αυτής της διελκυστίνδας δεν μπορεί παρά να αποβαίνει υπέρ της επικράτησης των κοινωνικών δυνάμεων!...
---------------------------------------------
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC - EU).