ΑΠΟΨΕΙΣ

Η απειλή του απολυταρχισμού, ευκαιρία για την Ευρώπη

Η στρατιωτική εισβολή του ρωσικού καθεστώτος στην Ουκρανία, με τις απώλειες χιλιάδων ανθρώπινων ζωών, καταστροφής κρατικών και ιδιωτικών υποδομών, τον προσφυγικό εκτοπισμό εκατομμυρίων Ουκρανών από τις εστίες τους, ανοίγει τον Ασκό του Αιόλου στην ήπειρο μας. Δημιουργώντας ένα ντόμινο αβεβαιοτήτων, που επηρεάζει τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα.

Η απειλή του απολυταρχισμού, ευκαιρία για την Ευρώπη

του Γιώργου Α. Ζερβάκη *

Οι εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία, οι πράξεις που συνιστούν εγκλήματα πολέμου, η ισοπέδωση της Μαριούπολης, οι απειλές που εκτοξεύονται από το καθεστώς Πούτιν κατά γειτονικών κρατών, μεταβάλλει το μεταπολεμικό επίπεδο διακρατικών σχέσεων στην Ευρώπη, αλλάζει το διεθνές περιβάλλον.

Η ωμή αποτύπωση των επιδιώξεων της Ρωσίας, θέτει σε μια νέα διαμόρφωση την στρατηγική της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, με χώρες όπως η Φινλανδία να θέτουν σε εφαρμογή την διαδικασία ένταξης τους στο ΝΑΤΟ, ως ασπίδα ελευθερίας από τις απειλές του Κρεμλίνου.

Η επιθετική ανάπτυξη κατά ευρωπαϊκών εδαφών, μεταβάλλει και τις κατευθύνσεις του ενωσιακού περιβάλλοντος, σε μια ΕΕ η οποία δεν μπορεί εδώ και τέσσερις 10ετίες, από την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και έπειτα, να θέσει σε κίνηση διαδικασίες που θα διαμορφώσουν την αναγκαία πολιτική ενοποίηση, την ενσωμάτωση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας στις κοινοτικές δομές.

Μπορεί η Ευρώπη, που αναζήτησε από την 10ετία του ’50 την ανάπτυξη της αμυντικής της ταυτότητας, να μην έχει επιτύχει παρέμβαση τέτοια που να εξασφαλίζει ευρωπαϊκές απαντήσεις στις σημερινές και αυριανές ανάγκες, στις προκλήσεις και στις απειλές που αναδύονται.

Η εκδήλωση της ρωσικής επιθετικότητας δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η ΕΕ πρέπει να επιδείξει περισσότερη ενότητα και αλληλεγγύη, να αναπτύξει γνήσιες πολιτικές για την άμυνα και την ασφάλεια της. Και είναι οι εκδηλώσεις κρίσεων που οφείλουν να λειτουργούν ως επιταχυντές της ιστορίας, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο ενοποιητικό εγχείρημα.

Το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ενοποίηση των δυο Γερμανιών, εφοδίασε την Ευρώπη με την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ενιαίο νόμισμα, περιφερειακή πολιτική και συνοχή, Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, ενίσχυσαν τον κοινοτικό βηματισμό. Όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, η θεσμική εμβάθυνση έμεινε ημιτελής πράξη, η πολιτική ενοποίηση δεν προχώρησε. Η οικονομική κρίση της προηγούμενης 10ετίας, η εκδήλωση της υγειονομικής πανδημίας της τρέχουσας 10ετίας, έχουν διαμορφώσει νέες ευρωπαϊκές διεκδικήσεις. Και σε αυτές κυριαρχούν μια πληρέστερη και λειτουργική ΟΝΕ, με ενιαίο δημοσιονομικό χώρο, Τραπεζική Ένωση και η διαμόρφωση ενός Κοινοτικού Προϋπολογισμού, η συμφωνία για το Ταμείο δανειακό/χρηματοδοτικό περιβάλλον.

Η επέμβαση στην Ουκρανία, δημιουργεί κρίση και στο ενεργειακό πεδίο, απαιτεί ενισχυμένη συνεργασία στην ασφάλεια, με την ευρωπαϊκή ενοποίηση να έχει ήδη εισέλθει σε μια νέα περίοδο, που η εμβάθυνση δεν μπορεί να είναι μια απλή περιγραφή. Ο ρωσικός επιθετικός επεκτατισμός δημιουργεί ευρύτερες ανακατατάξεις, που διαμορφώνουν διαφορετικές προσεγγίσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα. Και η ΕΕ μπορεί και πρέπει να δώσει τις δικές της απαντήσεις για την ενίσχυση της διακυβέρνησης της απέναντι στην εκδήλωση του απολυταρχισμού, για την διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη, εγκαταλείποντας τις διακυβερνητικές αμφιθυμίες του παρελθόντος, προτάσσοντας την υπερεθνική ολοκλήρωση, για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική. 

Εξέλιξη που αποτυπώνεται από τον αναλυτή του Ιδρύματος Carnegie, Στέφαν Λεν, «για την ΕΕ που βρίσκεται αντιμέτωπη με την στιγμή της αλήθειας». Μια ΕΕ που θα δημιουργήσει μια αυτόνομη πολιτική άμυνας και ασφάλειας, θα απαιτήσει χρόνο και φυσικά νέο ρόλο για την Ατλαντική Συμμαχία, η οποία διαμορφώνει την δική της στρατηγική αντίληψη, με νέα κράτη, την Σουηδία και την Φινλανδία, να επιζητούν την ενταξιακή τους ενσωμάτωση στο ΝΑΤΟ.

Με την ΕΕ τις τελευταίες δυο δεκαετίες να προσπαθεί να αντιμετωπίσει σημαντικές κρίσεις, εμφανίζοντας τις αδυναμίες του διακυβερνητικού χαρακτήρα της, αποτυπώνεται η αναγκαιότητα της επιτάχυνσης της υπερεθνικής πολιτικής ενοποίησης. Η διάδοση του ενοποιητικού σχεδίου που συμβαίνει εδώ και επτά δεκαετίες, χρειάζεται μια νέα προσαρμογή, όπως συμβαίνει στα ιστορικά εγχειρήματα. Χωρίς όμως εθνικούς μικροσυμβιβασμούς, που επιβραδύνουν την κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια.

Το γεγονός ότι έπρεπε να περάσουν είκοσι δυο χρόνια από την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι την πραγματοποίηση των πρώτων άμεσων εκλογών το 1979 για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δείχνει πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά πρέπει να προχωρήσουν διαδικασίες που θα καλύψουν τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, με ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου. Και αυτό αφορά τις εθνικές κυβερνήσεις, τα εθνικά κοινοβούλια, τους κοινοτικούς θεσμούς, όλους όσους συμμετέχουν στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής εταιρικής σχέσης, με κοινή συναντίληψη πάνω στο μανιφέστο του Αλτιέρο Σπινέλι, στα ιδρυτικά κείμενα και στις συνθήκες της ενωμένης Ευρώπης.

 

* Ο κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης, είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης.

 

Το άρθρο έχει γραφεί για το Cretalive.gr

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση