του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗ
Μπαίνοντας στη χρονιά του 2022 - πέρα από τη δύσκολη ζωή της εποχής του κορωνοϊού - το μυαλό μας πάει σε δύο αξέχαστες εθνικές πληγές ή συμφορές, όπως θέλετε πείτε τες. Από τους Τούρκους και οι δύο. Στη μία, που έγινε πριν διακόσια χρόνια το 1822 και ήταν η Καταστροφή της Χίου, αυτή που γέννησε τον πίνακα-καταγγελία του Ντελακρουά και το φιλελληνικό κίνημα. Αλλά κυρίως στην άλλη, επειδή χρονικά είναι πιο κοντά μας, που έγινε πριν εκατό χρόνια το 1922 και ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή.
Νιώθω την ανάγκη να μην περιμένω έως το τέλος του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου που θα κορυφωθούν οι εκδηλώσεις μνήμης για την επέτειο του ενός αιώνα από τον ανθρώπινο χαμό της Μικράς Ασίας, γιατί μέσα στις μέρες του Χειμώνα θεωρώ πιο κατάλληλη τη στιγμή να πλησιάσω την φωτιά που καίει στην καρδιά μας για εκείνους τους αδικοχαμένους μας και να λιώσω μ’ αυτόν τον τρόπο το πάγωμα μιας εικόνας - που έχει μείνει έτσι, γιατί δεν την ξέρουν οι πολλοί. Δείτε την:
Σμύρνη, απόγνωση και πανικός. Ένα ιαπωνικό πλοίο δίνει παράδειγμα αλληλεγγύης σώζοντας Έλληνες και Αρμένιους από την κόλαση, παρά την αυστηρή απαγόρευση. Μετάξι και δαντέλες χιλιάδων δολαρίων πετιούνται στην θάλασσα, μετά από την γενναία απόφαση του Ιάπωνα καπετάνιου!
Το ημερολόγιο δείχνει 8 Σεπτεμβρίου του 1922. Η βασιλική διαταγή, που έχει εκδοθεί από την Ελλάδα, είναι σαφής: Απαγορεύεται στα ελληνικά πλοία να μεταφέρουν κυνηγημένους από τα Μικρασιατικά παράλια κι από τη Σμύρνη. Η τραγωδία κορυφώνεται, τα συμμαχικά πλοία αδιαφορούν. Κι όμως εκεί, μέσα στην κοσμοχαλασιά και στην αγριότητα του διωγμού, μια άγνωστη στους περισσότερους ιστορία αποδεικνύει ότι η ανθρωπιά μπορεί να νικήσει την φρίκη.
Ο Ιάπωνας καπετάνιος ενός εμπορικού καραβιού από την Άπω Ανατολή που βρίσκεται στη Σμύρνη, συγκλονισμένος με τις σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά του, παίρνει μια απίστευτη απόφαση. Χωρίς δισταγμό μεταφέρει στο κατάστρωμα, μαζί με το πλήρωμά του, όλο το πολύτιμο φορτίο τους, μετάξι και δαντέλα, που ήταν αποθηκευμένα στο αμπάρι, και το πετάνε στην θάλασσα. Στη συνέχεια δίνει διαταγή να πλευρίσει το πλοίο στην προκυμαία, ώστε να επιβιβαστούν σ’ αυτό Έλληνες και Αρμένιοι και να μεταφερθούν με ασφάλεια στις ελληνικές ακτές. Οι μαρτυρίες περιγράφουν, με τα πιο ζωντανά χρώματα, την ευγένεια και τη ζεστασιά που συνάντησαν οι πρόσφυγες σ’ εκείνο τους το σύντομο - αλλά και σύντρομο - ταξίδι. Ίσως για αυτό, παρότι πέρασαν εκατό χρόνια από τότε, το παράδειγμα του ανθρωπισμού του ιαπωνικού πληρώματος δεν ξεχάστηκε. Μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά - και διασώθηκε μέχρι σήμερα.
Το 1994, πριν εικοσιοκτώ χρόνια δηλαδή, για πρώτη φορά τότε το μακροβιότερο σωματείο Μικρασιατών στην Ελλάδα (που ιδρύθηκε το 1930), η Εστία της Νέας Σμύρνης, είχε παραδώσει, με το χέρι του προέδρου της Γιάννη Παπαδάτου, τιμητική πλακέτα στον τότε πρεσβευτή της Ιαπωνίας Μασούο Νισιμπαγιάσι - σαν ένα συμβολικό ευχαριστώ για την πράξη εκείνη του ιαπωνικού πληρώματος.
«Είναι ένα περιστατικό που δεν το γνωρίζει πολύς κόσμος. Άλλωστε, ακόμη και το όνομα του Ιάπωνα καπετάνιου παραμένει άγνωστο. Εμείς ξέραμε την ιστορία από μαρτυρίες Σμυρνιών. Έτσι, αποφασίσαμε να προβούμε σ’ αυτή την ενέργεια από ευγνωμοσύνη και να βραβεύσουμε τον Ιάπωνα πρέσβη ως ένα ευχαριστώ σ’ εκείνον τον καπετάνιο και στο πλήρωμά του» ήταν τα λόγια του Παπαδάτου.
«Η αντίδραση του πρέσβη υπήρξε συγκλονιστική. Συγκινήθηκε πολύ όταν τον ξεναγήσαμε στα μουσεία της Εστίας, που κρατούν ζωντανή την Ιστορία με τα υπέροχα εκθέματα-φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα των Σμυρνιών προσφύγων. Δάκρυσε, αισθάνθηκε μεγάλη τιμή, ενώ η σύζυγός του μας είπε ότι θα οργανώσει μια επίσκεψη με τις συζύγους άλλων Ιαπώνων πρέσβεων».
Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι ο πρεσβευτής αυτός ήταν στις μέρες μας. Και γι’ αυτό συγκινήθηκε με τα πάθη μας, έχοντας στο μυαλό και στην καρδιά του τις φριχτές εμπειρίες της Χιροσίμας και του Ναγκασάκι. Ενώ η έμπρακτη συγκίνηση των Ιαπώνων θαλασσινών, που αντέδρασαν αυθόρμητα και με ανθρωπιά στην τραγωδία που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους, ήταν το 1922, είκοσι χρόνια πριν την πολεμόχαρη συμπεριφορά που επέδειξαν οι συμπατριώτες τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πριν τους σταματήσουν οι δύο ατομικές βόμβες..
Το περιστατικό του Ιαπωνικού πληρώματος το είχαν περιγράψει τότε εφημερίδες όλου του Κόσμου, μέσω ξένων ανταποκριτών που βρέθηκαν στη Σμύρνη.
Γράφει η Atlanta Constitution, της 15ης Οκτωβρίου 1922: «Υπήρχε κι ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι (δηλαδή το ιαπωνικό) το οποίο έριξε όλο το φορτίο του στη θάλασσα και πήρε όλους τους υπόλοιπους πρόσφυγες και τους μετέφερε στον Πειραιά. Αντίθετα με τις ενέργειες κάθε άλλου πλοίου στη Σμύρνη, αυτό πήρε κάθε πρόσφυγα για τον οποίο θα μπορούσε να βρει χώρο πάνω στο σκάφος. Τα Αμερικανικά, τα Βρετανικά, τα Γαλλικά και τα Ιταλικά πλοία έλεγαν στους πρόσφυγες ότι μπορούσαν να πάρουν μόνο δικούς τους πάνω στα σκάφη τους και τότε απέμειναν οι ταπεινοί Ιάπωνες να αποδείξουν την ευσπλαχνία τους προς τους πρόσφυγες».
Ανταποκριτής των New York Times ανέφερε στις 18 Σεπτεμβρίου 1922: «Την Πέμπτη υπήρχαν έξη ατμόπλοια στη Σμύρνη για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες, ένα Γιαπωνέζικο, δύο Γαλλικά, ένα Αμερικανικό και δύο Ιταλικά. Το Αμερικανικό και το Γιαπωνέζικο πλοίο δέχθηκαν όλους τους πρόσφυγες, χωρίς να ελέγξουν τα χαρτιά τους, ενώ τα άλλα πλοία πήραν όσους είχαν διαβατήριο».
Κάπως έτσι, σε λίγους Μικρασιάτες Έλληνες, κάποιοι απ’ αυτούς μετανάστες στην Αμερική στις επόμενες δεκαετίες, τους απέμεινε να γνωρίζουν τρεις ιαπωνικές φράσεις: «Αριατό» δηλαδή, Ευχαριστώ, «Κομίτσουα» δηλαδή Καλημέρα. Και κυρίως «Κοκόρο Ιτάι» μια φράση που έλεγε τότε ο ίδιος ο καπετάνιος, δηλαδή «Πονάει η καρδιά μου βλέποντας τον πόνο του άλλου». Σε ελεύθερα ελληνικά «Στεναχωριέμαι που σας βλέπω να υποφέρετε».
«Η μητέρα μου ένιωσε ότι βρισκόταν σε ένα καράβι με μαγικά πλάσματα» γράφει ο Νταν Γεωργακάς, ένας Ελληνοαμερικανός ακτιβιστής και συγγραφέας. Λέει με ποιό τρόπο η μητέρα του σε ηλικία δώδεκα χρονών και ο θείος του ένδεκα χρονών διασώθηκαν από τους Ιάπωνες το 1922. Το περιστατικό, κομμάτι από τις αφηγήσεις που άκουγε παιδί, ήταν ένα από τα λίγα που η μητέρα του δεχόταν να μιλήσει. Έχοντας διωχτεί από το χωριό τους και έχοντας χάσει επαφή με κάθε συγγενή, τα δύο παιδιά έφτασαν εν έτει 1922 στη Σμύρνη, τη στιγμή που τα ευρωπαϊκά πλοία διέσωζαν μόνο όσους είχαν ξένη υπηκοότητα. Και τότε μια ομάδα ανθρώπων τα κατηύθυνε σε ένα καράβι με τη σημαία του Ανατέλλοντος Ηλίου. «Πριν ακόμη προλάβουν να ζητήσουν βοήθεια, έπεσαν μπροστά τους ανεμόσκαλες για να επιβιβαστούν» γράφει ο Γεωργακάς στο βιβλίο του «My Detroit: Growing Up Greek and American in Motor City».
«Η μητέρα μου ήταν τόσο αδύναμη, που φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να κρατηθεί και θα έπεφτε στη θάλασσα. Όμως μεγαλύτεροι Έλληνες την έσπρωξαν μέχρι να φτάσει στην κορυφή της ανεμόσκαλας, όπου ένας ναυτικός περίμενε να την παραλάβει με ασφάλεια. Όταν ανέβηκε στο κατάστρωμα, τη σήκωσε στους ώμους του και την έβαλε μπροστά σε μια τεράστια κατσαρόλα με ζεστό φαγητό. Της πρόσφερε ένα μικρό μπωλ και της έδειξε με χειρονομίες ότι μπορούσε να φάει με τα χέρια. Καθώς την προέτρεπε να φάει, η μητέρα μου συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ο άνθρωπος αυτός είχε σχιστά μάτια και ότι το δέρμα του ήταν διαφορετικό από το δικό της. Αμέσως φαντάστηκε τον σωτήρα της σαν ένα από τα πλάσματα εκείνα που είχε ακούσει στα παραμύθια. Το ευγενικό του χαμόγελο της επιβεβαίωνε ότι ανήκε στους καλούς. Κοιτώντας τριγύρω της ένιωσε ότι βρισκόταν σε ένα καράβι γεμάτο με μαγικά πλάσματα, μια εντύπωση που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν ξαφνικά είδε τον αδελφό της να στέκεται δίπλα της».
Ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για το ιαπωνικό πλοίο που έσωσε Έλληνες και Αρμένιους της Σμύρνης περιλαμβάνονται σε μοναδικές ξένες εκδόσεις που διαθέτει, στο σπάνιο Αρχείο της, η Εστία Νέας Σμύρνης. Μια από αυτές είναι η μαρτυρία της Λίντια Καραγιάννη-Κουρογιέν από το Νιου Χάμσαϊρ. Διηγείται την ιστορία της μητέρας της, που ήταν ένα νεαρό κορίτσι στην εποχή της τραγωδίας. Γράφει η κ. Καραγιάννη: «Μόνο ένα πλοίο, από τον στόλο που βρισκόταν αγκυροβολημένος στο εξωτερικό λιμάνι, δεν μπόρεσε να ανεχθεί αυτή τη βαρβαρική κόλαση. Κι αυτό το πλοίο, όσο περίεργο και αν φανεί, ήταν ασιατικό, ένα ιαπωνικό πλοίο. Για τους Ιάπωνες, ούτε ο νόμος ούτε οι κώδικες ήταν πιο σημαντικοί από την ανθρώπινη ζωή».
Ο αριθμός των ανθρώπων που κατάφερε να σώσει - με το ανεξάντλητο πείσμα του και με την απαράμιλλη ανθρωπιά του - αυτός ο καπετάνιος, ήταν κάπου χίλιες εξακόσιες ψυχές. Δυστυχώς όμως, στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να διαφυλάξουν τα στοιχεία εκείνου του ανθρώπου - και το όνομά του παρέμεινε στην Λήθη.
Κι ένας φίλος μου που τα πληροφορήθηκε όλα αυτά, μου έκανε και το σχόλιό του:
« Έχω την εντύπωση πως πριν μερικά χρόνια έγινε κάποια προσπάθεια από την Ένωση Σμυρναίων μήπως και κατάφερναν να μάθαιναν το όνομα του Γιαπωνέζου σωτήρα των προσφύγων, αλλά δεν νομίζω πως μπόρεσαν τελικά να μάθουν κάτι γι’ αυτόν. Αν ποτέ το μάθουν, θεωρώ ότι θα πρέπει να το προσθέσουν κατάπρωτο στον κατάλογο των ευεργετών του Ελληνισμού της Ιωνίας, που τον βλέπουμε ψηλά όταν μπαίνουμε στο μέγαρο της Εστίας Νέας Σμύρνης. Και, για όσα χρόνια περάσουν μέχρι να το μάθουν, να τοποθετήσουν ως εύφημο μνεία την ακόλουθη φράση: «Τω αγνώστω Ιάπωνι Πλοιάρχω, σωτήρι δισχιλίων Ιώνων».