Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Λέγεται, ότι το πρωινό της μέρας του πρωθυπουργικού διαγγέλματος, από τα χαράματα ήδη, ένας τρομερός εφιάλτης ξύπνησε τον έλληνα πρωθυπουργό, και τον έκανε να πεταχτεί σαν ελατήριο, κάθιδρος από το κρεβάτι του. Η Περιστέρα τα χρειάστηκε, για να τον συνεφέρει, ώσπου μετά που συνήλθε άρχισε να της τον περιγράφει.
Είχε στηθεί λέει στο ύψωμα, στη μπούκα του λιμανιού, στο Βαθύ της Ιθάκης. Ό,τι κι είχε γυρίσει θαλασσοδαρμένος από τις φουρτούνες του Ποσειδώνα που τον καταδίωκαν, με τ’ αυτιά βουλωμένα ακόμη και τα σημάδια από τα καραβόσκοινα που δέθηκε στο μεσιανό κατάρτι. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο που του το ‘χανε δώσει οι Φαίακες, κι ένα κολιέ από πάνω του με αποξηραμένα και πλεγμένα μεταξύ τους φύκια, κάτι σαν μεταξωτές κορδέλες, έτοιμος για να μιλήσει στο λαό. Του είχανε όμως γράψει λέει, άλλο λόγο για να εκφωνήσει, και στην οθόνη που κοίταζε απέναντί του για να διαβάζει το διάγγελμα, έτρεχε παραλλαγμένο και τρολαρισμένο το κείμενο μετάφρασης στη νεοελληνική γλώσσα του Αργύρη Εφταλιώτη, με το απόσπασμα από τη ραψωδία ι (στ. 19-38) του Ομηρικού έπους, εκεί, που αυτοσυστήνεται ο πολυμήχανος Έλληνας. Κι άρχισε να διαβάζει ενώ η εικόνα κι ο ήχος έφευγαν ζωντανά σε όλη τη χώρα:
«Είμ᾽ ο Αλέξης,
του Τσίπρα ο γιος, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι
τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει.
Και κατοικώ στη λιόλουστη Ελλάδα, που έχει απάνω
οικονομία κάρβουνο, κι ανθρώπους τραγωδίες
κι ολόγυρα πολλά νησιά το ᾽ να κοντά ᾽ ναι στ᾽ άλλο,
πόλεις δίχως παραγωγή, πουγκιά άδεια και σεντούκια,
Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης…»
Μόλις κατάλαβε λέει, τι διάβαζε, τα τζιτζίκια που είχανε μαζευτεί στα γύρω πεύκα για παλαμάκια και εξέδρα, σίγησαν τους τζιτζικόφθογγούς τους, κι εκείνος τα ‘χασε. Λιποθύμησε από την τρομάρα του μπροστά στην κάμερα, και σωριάστηκε στα χώματα της Ιθάκης! Φιλόστοργοι και φιλεύσπλαχνοι καθώς είναι όλοι οι Έλληνες, έτρεχαν λέει με τις στάμνες στους ώμους για να ξελιποθυμήσουν τον Οδυσσέα τους. Ο σχολιαστής της κρατικής τηλεόρασης, ο κάμεραμαν, οι οπερατέρ οι τεχνικοί πίσω από τα πλατό άρχισαν να λιποθυμούν κι εκείνοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Κι αμέσως μετά, κι αυτοί που κουβαλούσαν τα σταμνιά στους ώμους τους, κι οι τηλεθεατές, κι εκείνοι άρχισαν να λιποθυμούν. Μια επιδημία λιποθυμίας έπληττε με καταιγιστικούς ρυθμούς όλη τη χώρα, (κάποιοι κουφαίνονταν ταυτόχρονα…), όπως στο μυθιστόρημα του Ζοζέ Σαραμάγκου που όλοι τυφλονόντουσαν. Το ανάγνωσμα περί λιποθυμίας και κώφωσης, σταμάτησε, και στον Οδυσσέα έτσι όπως ήταν λέει λιπόθυμος και πεσμένος ανάσκελα δίπλα στα ξερόκλαδα και τα γαϊδουράγκαθα της Ιθάκης, μια θαμπή σκιά περιφέρονταν μέσα σε μια νεφέλη και του απάγγελνε ένα ποίημά του, που του πήγαινε γάντι. Δεν είχε πολυδιαβάσει γι’ αυτόν στο Πολυτεχνείο, συνήθως περιφέρονταν στις πλατείες, μα σα να τον αναγνώριζε. Ναι αυτός ήτανε. Αυστηρός κι αδέκαστος, μέσα από τα στρογγυλά μυωπικά γυαλιά του και τα γυαλισμένα με μπριγιαντίνη μαλλιά του, ο Καβάφης σχεδόν ακουμπισμένος από πάνω του κατά πρόσωπο, του ΄λεγε (1) κοιτάζοντας τον κατάματα:
Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως.
Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.
Ήτο μικρόν το πατρικόν σου δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν σου άστυ,
και όλη σου η Ιθάκη ήτο μικρά.
Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί σου φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς εις την καρδίαν σου θαλασσοπόρε.
Και ως ακτίνες έδυσαν.
Η δίψα εξύπνησεν εντός σου της θαλάσσης. Ε
μίσεις τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον σου ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία σε κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.
Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς σου φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθης.
Κ’ έφυγες.
Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός σου
κι έπλεες προς δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθης ότι έζης πάλιν, ότι
απέβαλλες τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις σου καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.
Συνήλθε μόνος του μετά από λίγα λεπτά λέει, κι άρχισε να ψάχνει ξύλα για ν’ ανάψει βωμό για την Αθηνά που της χρωστούσε τη ζωή του. Ακόμη θυμότανε τις Σειρήνες που σέρνονταν πάνω στα βράχια με τα γαμψά τους νύχια και τα απαίσια μαλλιά τους που παράδερναν στον άνεμο. Μα εκείνος κρατούσε το δοιάκι και κοίταζε μόνο μπροστά, κάργα ευθεία. Κι όταν ξύπνησε τελείως με μια νεφέλη βρέθηκε ξανά πίσω στο Μέγαρο της Αθήνας, στην πόλη της θεάς προστάτιδας, ντυμένος μέσα σε πορφυρό αυτοκρατορικό εσθήτα, δάφνινο στεφάνι στην κεφαλή, σανδάλια με κεντημένες τρίαινες στα λουριά τους και στο χέρι να κρατά χρυσό κύπελλο με κρασί από την Αττική γη. Απέναντί του όρθιος, κι εκείνος ντυμένος σε λευκό εσθήτα με χρυσό κύπελλο στο χέρι κι εκείνος, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο βάθος, κατά τ’ ανατολικά, από τα μεγάλα παράθυρα του Μεγάρου κάτι πελώριοι μαύροι καπνοί αναδύονταν ακόμη στον ουρανό και καμένη ανθρώπινη σάρκα μύριζε.
- Σας θαυμάζω εσάς τους Έλληνες, ακόμη και σήμερα. Έχετε επάνω σας κάτι από τον Όλυμπο, του είπε χαμογελώντας και κοιτάζοντάς τον κατάματα, ο Ζαν-Κλoντ.
- Ναι, είναι αλήθεια Ζαν-Κλoντ, άνθρωποι και θεοί συνυπάρχουμε, και μας δανείζουν ακόμη τους Μύθους τους, του είπε απαθής ο Αλέξης. Παντού υπάρχει κι ένας Μύθος. Κι οι πιο συναρπαστικοί και πειστικοί είναι εκείνοι που κάνουν το μαύρο, άσπρο! Στην υγειά μας!
Κι οι δυό τους χάιδευαν μια χούφτα καπνό από το βωμό της Αθηνάς που κρατούσαν μαζί τους. Ο λαός της Ελλάδας κοιμόνταν ακόμη. Άγρια χαράματα ήτανε…
- («Δευτέρα Οδύσσεια», Κ. Π. Καβάφης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)