Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Ξεκίνησα να γράψω για τη περίφημη Λιλή Ζωγράφου, που έμεινε στην Ιστορία μας όχι μόνο για τα ξεχωριστά βιβλία της αλλά και για την αδάμαστη προσωπικότητά της. Την είχα γνωρίσει χάρη στον Κώστα Θεολόγου, τότε που συνεργαζόμασταν και οι δυό μας με την ημερήσια εφημερίδα της Ανατολικής Κρήτης «Ανατολή». Φανταστείτε τώρα μια ασυνήθιστη εικόνα: Καθόμασταν ο Κώστας κι εγώ σε ένα τραπεζάκι πλάι στη Λίμνη του Αγίου Νικολάου και πλάι μας είχαμε την Ηρακλειώτισσα Λιλή Ζωγράφου και τη Χανιώτισσα Αλκυόνη Παπαδάκη!
Η Λιλή Ζωγράφου έσπευσε να το διορθώσει: «Γεννήθηκα στο Ηράκλειο, αλλά η καταγωγή μου είναι από εδώ, από το Μιραμπέλλο, από τη Νεάπολη. Μάλιστα είχα εκεί έξη θείες απάντρευτες και σκέφτομαι κάτι να γράψω γι’ αυτές. Θα βάλω έναν υποτιθέμενο Ιταλό ανάμεσά τους μέσα στην Κατοχή να τον ερωτεύονται». Και, πράγματι, μετά από λίγο καιρό βγήκε το βιβλίο της «Η αγάπη άργησε μια μέρα». Ήτανε, τότε, το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1998, στα εβδομήντα έξι της η Λιλή Ζωγράφου έφυγε από τη ζωή της, αλλά όχι κι από τη δικιά μας ζωή.
Η φωνή της ήταν ευλύγιστη, αλλά και βαριά από το κάπνισμα. Ήταν η ίδια φωνή τώρα, που την ένιωσα μες στο μυαλό μου να μου λέει «Παράτα με εμένα. Γράψε για την κόρη μου». Για την κόρη της;
Ακολουθώ την κρυφή προτροπή. Δεν γράφω για τη Λιλή Ζωγράφου, το αφήνω γι’ αργότερα. Ακούστε λοιπόν για την κόρη της - που ακούστηκε, που έγινε γνωστή παντού, μόνο με το όνομα Μαρίνα.
Λέγοντας την ιστορία της ξεκινώ από το τραγικό της τέλος: Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας της, πνίγηκε - ενώ κολυμπούσε στη θάλασσα της Κέας! Ήταν το καλοκαίρι του 2003.
Και είχε γεννηθεί εξήντα χρόνια πριν - το 1943. Γονείς της ήταν η Λιλή Ζωγράφου και ο Μύρων Χατζιδάκης. Ήρθε στο φως της ζωής μέσα στο σκοτάδι, όχι μόνο της Γερμανικής Κατοχής της Κρήτης αλλά και των φυλακών της Αγυάς κοντά στα Χανιά, όπου είχαν κλείσει τη μητέρα της - επειδή εικοσάχρονη η Λιλή Ζωγράφου από το 1942 συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Αλλά και ο πατέρας της, ο Μύρων Χατζιδάκης, δεν είχε καλύτερη τύχη. Εκτοπίστηκε με τη σειρά του από τους κατακτητές στο φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του Μαουτχάουζεν, στην Αυστρία.
Βρήκα κάπου πώς περιγράφει αυτήν την μαύρη αρχή της ζωής της η ίδια: «Υπήρξα εκ γενετής πολιτική κρατούμενη. Της Γκεστάπο, εννοώ. Από την κοιλιά της μάνας μου, μάλλον, που την κρατούσαν οι Γερμανοί ως όμηρο στις φυλακές της Αγυάς, κοντά στα Χανιά. Είμαι, λοιπόν, παιδί της Κατοχής και του Πολέμου. Ο πατέρας μου βρέθηκε τότε στο Μαουτχάουζεν, η οικογένειά μου σκόρπισε, τα σπίτια χάθηκαν. Ήρθα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όπου κυρίως έχω ζήσει, αλλά σε μια συνεχή και επώδυνη παλινδρομική σχέση με την Κρήτη, την πατρίδα μου».
Σαν αντίβαρο, φάνηκε από μικρή το ταλέντο της στην ποίηση. Στα δεκαπέντε της, μόλις το 1958, με πρωτοβουλία της μητέρας της («γνωστής πεζογράφου | Λιλής Ζωγράφου» για να κάνουμε μια ομοιοκαταληξία αφού εκείνη δεν έγραφε ποιήματα), εκδόθηκε για την κόρη της η πρώτη ποιητική της συλλογή.
Και παίρνω την ευκαιρία να βάλω εδώ, ενδιάμεσα, τα βιογραφικά της: Η κόρη της Λιλής Ζωγράφου σπούδασε νομικά. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Πανσπουδαστική» και με το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Το 1966 ήταν παντρεμένη με τον Ιωσήφ-Ευγένιο Βεντούρα και εγκαταστάθηκε μαζί του, για ένα περίπου χρόνο, στην πόλη Ρεχόβοτ του Ισραήλ. Την επόμενη χρονιά, στις 10 Οκτωβρίου του 1967 συνελήφθη ως μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Μέτωπο» (ΠΑΜ). Κατά τη διάρκεια της κράτησής της στις φυλακές έγραψε το ποίημα με τον τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας», που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά την αποφυλάκισή της, επαγγελματικά δραστηριοποιήθηκε σαν μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων και υπήρξε μια από τις στενότερες συνεργάτιδες του Ασαντούρ Μπαχαριάν στην γκαλερί «Ώρα». Από το 1980 παρακολούθησε το θεραπευτικό πρόγραμμα και το πρόγραμμα διδακτικής ανάλυσης του «Ανοικτού Ψυχoθεραπευτικού Κέντρου», όπου έμεινε σαν θεραπευόμενη, εκπαιδευόμενη και θεραπεύτρια περίπου εφτά χρόνια. Το 1987 άνοιξε δικό της γραφείο, εργαζόμενη έως το θάνατό της σαν ψυχαναλυτική θεραπεύτρια. Και το 1998 έπαθε ένα οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ήταν η χρονιά που πέθανε η μητέρα της η Λιλή Ζωγράφου. Η ίδια χάθηκε στις 13 Αυγούστου 2003, από πνιγμό στην αγαπημένη της θάλασσα, της Κέας. Πρόλαβε ωστόσο να χαρίσει όλα τα προσωπικά αντικείμενα της μητέρας της στην Ηλιάκειο Δημοτική Βιβλιοθήκη με τον όρο μια αίθουσα να φέρει το όνομα της Λιλής Ζωγράφου. Σεβασμός και νοσταλγία, αλλά και αδυναμίες υστεροφημίας.
Βρήκα τα λόγια της που περιγράφανε την τότε ζωή της και μαζί και τα συναισθήματά της πριν και μετά την φυλάκισή της:
«Μπήκα με πολύ ενθουσιασμό στο αριστερό κίνημα, ενιαίο τότε, στα φοιτητικά μου χρόνια, αν και δεν εντάχτηκα ποτέ στο κόμμα, τότε, ή σε κανένα κόμμα αργότερα. Θυμάμαι το Σύλλογο Κρητών Σπουδαστών, όπου ακούσαμε τον «Επιτάφιο» και όπου γνώρισα ανθρώπους που γίναμε και είμαστε μέχρι σήμερα στενοί φίλοι. Θυμάμαι την περηφάνια μου για τη συνεργασία μου με την «Πανσπουδαστική» και την «Επιθεώρηση Τέχνης», λαμπρά περιοδικά μιας γεμάτης ελπίδα εποχής. Θυμάμαι το ξύλο που έφαγα, έξω από την πανεπιστημιακή λέσχη, στο συλλαλητήριο που κάναμε για τον Λουμούμπα - καμιά εικοσαριά, όχι παραπάνω, φοιτητές, και καμιά εκατοστή αστυνομικοί.
Ήταν ακριβώς η εποχή που ανακαλύπταμε τον καλό κινηματογράφο στις κινηματογραφικές λέσχες, με το Αρχείο Καβάφη που είχε φέρει και είχε αρχίσει να παρουσιάζει στην Αθήνα ο Σαββίδης, με τις διαλέξεις του Σεφέρη, το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή και το περιοδικό «Πάλι». Με τους εξαίσιους δίσκους του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, την «Όμορφη Πόλη» και τη «Μαγική Πόλη», με τον Τσίρκα που είχε έρθει στην Αθήνα και μου έλεγε επί χρόνια πόσο καλότυχη ήταν η πρώτη κριτική για την τριλογία του (η δική μου, στην «Πανσπουδαστική»), το «Φορτηγό» του νεαρού Σαββόπουλου, και τόσα άλλα. Ήταν μια εποχή αυθεντική στις αναζητήσεις της, πριν από το σταρ-σύστεμ, μια ωραία ζωντανή εποχή, μια ευκαιρία που χάθηκε, για την Ελλάδα εννοώ.
Η αισιοδοξία της εποχής είχε και την ανόητη πλευρά της. Οι εφημερίδες την απέκλειαν [την δικτατορία], ακόμα και ως την παραμονή της. Το ίδιο περίπου ήταν το συμπέρασμα σε μια σύναξη του επιτελείου της «Επιθεώρησης Τέχνης», που έγινε στα γραφεία της, στις 19 ή 20 Απριλίου. Θυμάμαι που παρακολουθούσα αμίλητη τον Δεσποτίδη και τον Πορφύρη να λένε ότι πρέπει να στηρίξουμε το δοκίμιο, τη δημιουργία δοκιμίου, ότι πάσχουμε σ’ αυτόν τον τομέα, και σκεφτόμουνα συνεχώς «Μα αφού θα γίνει δικτατορία - ή μήπως δεν γίνει;»
Δεν νομίζω ότι με «μύησε» κανείς [στην αντίσταση]. Βρέθηκα μάλλον αβίαστα και φυσικά στην οργάνωση, όπως και όλοι οι τότε φίλοι και συναγωνιστές. Άλλωστε είχαμε πολύ ενθουσιασμό και πατριωτισμό, ελάχιστη όμως έως καθόλου συνωμοτικότητα. Θυμάμαι μια φορά, το καλοκαίρι του ’67, παιζόταν σ’ ένα κινηματογράφο τέχνης το «Πεθαίνοντας στη Μαδρίτη». Βρήκα θέση μόνο στην πρώτη σειρά και είδα όλο το έργο σχεδόν ανάσκελα και με δάκρυα στα μάτια. Το κοινό περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το «ΠΑΜ», εν σώματι. Αν έκανε ντου η Ασφάλεια εκείνο το βράδυ, λέγαμε στο διάλειμμα, θα μας έπιαναν όλους και θα ησυχάζανε.
Έγινα μέλος [στο ΠΑΜ ] το Μάιο του ’67 και μ’ έπιασαν στις 10 Οκτωβρίου, αφού είχα αποχωρήσει, επειδή είχα διαφωνήσει με την προσπάθεια να το διεκδικήσει το Κ.Κ.Ε. Η μητέρα μου ήταν τότε στη Γαλλία και μου είχε στείλει ένα πλαστό διαβατήριο. Εγώ όμως δεν ήθελα να φύγω και να βρεθώ απελπισμένη σε καφενεία του Παρισιού, και μολονότι δεν είμαι φύση ηρωική, επειδή ήθελα να τα έχω καλά με τον εαυτό μου υπαρξιακά, είπα, αν με πιάσουν θα το αντιμετωπίσω. Έγινε, λοιπόν, τότε ένα ξήλωμα, είπαν κάποια ονόματα, είπαν φαίνεται και το δικό μου, και βρέθηκα στη Μπουμπουλίνας, όπου έμεινα 43 μερόνυχτα.
Ήταν ένας κόσμος παράλογος, βίας και απόλυτου κακού, ένας άλλος πλανήτης. Ένιωθες τελείως ανυπεράσπιστος, χωρίς τις συνήθεις αξίες που μας επιτρέπουν να ζούμε ανθρώπινα. Ένας κόσμος εφιαλτικός, αφού, εκτός των άλλων, η προσπάθεια ήταν να μην εμπιστεύεται κανένας κανέναν. Πέρα από αυτά, η ίδια η εμπειρία της σύλληψης και της κράτησης, το ίδιο το βίωμα, ήταν βίωμα θανάτου, έστω και συμβολικού. Πολλοί από μας ήρθαν κοντά στην αποπροσωποποίηση, στην τρέλα, στην αποσωματοποίηση. Χάσαμε πολιτικές ψευδαισθήσεις, δικαιώματα που τα θεωρούσαμε αυτονόητα. Και δεν μιλάω για όσους έχασαν τότε ή αργότερα τη σωματική τους ακεραιότητα ή και την ίδια τους τη ζωή. Γιατί αυτό είναι το φοβερό: στις συνθήκες αυτής της βίας, αισθάνεσαι εσύ, ο αθώος, ότι χάνεις για πάντα την αθωότητά σου, ότι λερώνεσαι από την προσβολή του σώματος, το αίμα και τον ιδρώτα, τα δικά σου ή των άλλων, εσύ ότι είσαι ο ένοχος για τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς.
Σαν ανακριτές ήταν ανίκανοι, γιατί δεν ήταν σε θέση να κάνουν, να καταλάβουν κάτι προφανές. Μόνο αν έλεγες κάτι συγκεκριμένο το αξιοποιούσαν. Με ανέκριναν πάντα νύχτα, δεν με χτύπησαν. Ήταν νύχτες που δεν κοιμόμουνα, περιμένοντας να με πάρουν. Είχες να παλέψεις με πολλά πράγματα. Ο φόβος ο προσωπικός, η απερίγραπτη εμπειρία ν’ ακούς τα βασανιστήρια των άλλων. Εκείνο όμως που σύντομα κατάλαβα, ήταν η στήριξη εκείνων που βρίσκονταν στην ίδια θέση.
Για ένα διάστημα ήμουνα μόνη. Έπειτα με ανέβασαν στο τέταρτο πάτωμα, σ’ ένα διάδρομο, με μιαν άλλη, και προς το τέλος, πριν με στείλουν στις φυλακές Αβέρωφ, σ’ έναν κανονικό θάλαμο, με περισσότερες. Εκεί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Γιώργος Κουπαρούσος - συνολικά 40-50. Μετά, στις φυλακές Αβέρωφ, ως κρατούμενη, όπου έμεινα περί τους 4 μήνες ως το Μάρτιο του ’68, οπότε μ’ άφησαν με πενταετή αναστολή ποινικής δίωξης, όπως και άλλους.
Εκεί, στη φυλακή [έγραψα την «Κατάσταση Πολιορκίας»]. Ποιήματα έγραφα πάντοτε. Αλλά δεν δημοσίευα συχνά. Το έγραψα όντας ερωτευμένη, σαν ένα ερωτικό γράμμα. Έγραψα συνολικά πέντε ενότητες και τις διοχέτευσα έξω. Οι δύο χάθηκαν, οι άλλες τρεις είναι αυτές που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, στου οποίου τα χέρια έπεσαν τυχαία από κάποιο κοινό φίλο.
Με τη μεταπολίτευση έλπισα για ένα διάστημα ότι θα γινόταν πραγματική αποχουντοποίηση, πήρα μάλιστα και προσωπικά μέρος σε δύο προγράμματα αποχουντοποίησης σε δημόσιους οργανισμούς. Τη μια φορά κινδύνεψα να πάω φυλακή για συκοφαντική δυσφήμιση (του χουντικού) και την άλλη με απέλυσαν κακήν κακώς, αφού είχαν ξαναρχίσει να με παρακολουθούν ανοιχτά. Εντέλει, καθώς περνούσαν τα χρόνια το πήρα απόφαση - σταδιακά, είναι η αλήθεια και με μεγάλη δυσκολία - ότι δεν μπορούσα να έχω πιά πολιτική δραστηριότητα, είτε με τα προδικτατορικά, είτε με άλλα σχήματα που δεν με ικανοποιούσαν, και αφιερώθηκα έκτοτε στον πολιτικό - και πολιτιστικό - μικρόκοσμο της καθημερνής μου δουλειάς και ζωής».
Πόσο άραγε διαρκεί η πολιορκία της ποίησης στον άνθρωπο, όταν το έργο αποκτάει φήμη δυσανάλογη της δημιουργού του; Μιας Μαρίνας που δεν την ξέρει κανείς, ενώ οι στίχοι της ακόμα και σήμερα κάνουν αίσθηση; Μιας άγνωστης Μαρίνας που κυοφορήθηκε μες σε φυλακή και που η ίδια κυοφόρησε ποίηση μες σε φυλακή;
«Φυλακής Συνέχεια» λοιπόν, αλλά χειρότερη, γιατί τώρα την πόρτα της απομόνωσής της από τον έξω κόσμο που οι φυσικοί νόμοι την είχαν φέρει να ζήσει, δεν την άνοιγαν οι Γερμανοί, αλλά οι Έλληνες - προδότες της ίδιας τους της πατρίδας. Ήταν η δεύτερη χρονιά της Χούντας των Συνταγματαρχών, όταν όχι νεογέννητο πιά όπως άλλοτε αλλά εικοσάχρονη κοπέλα μπήκε σε άλλου είδους σκοτάδια της πολυήμερης δοκιμασίας της ψυχής. Όμως οι σαραντατρείς συνολικές μέρες της κράτησής της, κυρίως στις φυλακές Αβέρωφ, τής έδειξαν έναν νοερό δρόμο να φέρει σε αντιπαράθεση την καρδιά της. Έγραφε ποιήματα για να εκτονώνεται και τα έσχιζε, αλλά ένα ερωτικό της δεν πρόλαβε να το σχίσει. Της το απήγαγε κυριολεκτικά από τα χέρια η συγκρατούμενή της Σύλβα Ακρίτα, που έγινε αργότερα πολύ καλή της φίλη. Και πώς να μη γίνει, αφού το ποίημα-ποταμός που της πήρε, αποδείχτηκε - για την ίδια και για πολλούς άλλους - θησαυρός.
Ακούστε τί λέει γι’ αυτό η Μαρία Φαραντούρη σε συνέντευξή της:
« Όταν ακόμα ο Μίκης ήταν στη Ζάτουνα υπό περιορισμό, έστελνε κρυφά κασέτες με έργα του. Από κει έστειλε και την «Κατάσταση Πολιορκίας», τη μελοποίηση ενός κατεξοχήν ερωτικού ποιήματος, που εκφράζει τον εσωτερικό εγκλεισμό, τον υπαρξιακό και τον κοινωνικό, γραμμένου μέσα στη φυλακή από μια σπουδαία ποιήτρια που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Μαρίνα, κόρη της συγγραφέως Λιλής Ζωγράφου. Ανήκε σε μια αντιστασιακή ομάδα μαζί με τη Σύλβα Ακρίτα και μέσα στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν φυλακισμένος και ο Θεοδωράκης, έγραφε ποιήματα. Η Σύλβα έδωσε την «Κατάσταση Πολιορκίας» στον Μίκη, ο οποίος τη μελοποίησε μέσα στη φυλακή. Τις παρτιτούρες τις έβγαζε από τη φυλακή με τη βοήθεια ανθρώπων που δεν ήταν στοχοποιημένοι, ένα μεγάλο μέρος τους τις μετέφερε στο Λονδίνο ο Τζον Μπάρι, δημοσιογράφος των «Times», κρυμμένες μέσα στα μεγάλα κουμπιά ενός σακακιού - είχε πάει στην Αρκαδία, όπου συνάντησε τον Μίκη. Τότε ο Μαρκόπουλος τύχαινε να ζει στο Λονδίνο, έτσι πήγα και τον βρήκα, κάναμε μαζί την αποκρυπτογράφηση του έργου και του ζήτησα να το ενορχηστρώσει. Και όντως το έκανε. Με τη βοήθεια του Μίνωα Βολανάκη, που ήξερε τους χώρους του Λονδίνου, το παρουσιάσαμε στο θέατρο Roundhouse, όπου γίνονταν τα πιο τρελά πράγματα. Εκείνη την περίοδο παιζόταν εκεί με τεράστια επιτυχία το μιούζικαλ «Hair»(«Τρίχες») και οι πρωταγωνιστές της παράστασης έδειξαν μεγάλη ευαισθησία για τη συναυλία μας. Ανέβηκαν πάνω στη σκηνή και διάβασαν το ποίημα. Είναι ένα συγκλονιστικό ποίημα και μια συγκλονιστική καντάτα το «Κατάσταση Πολιορκίας», ένα έργο βαθιά υπαρξιακό και μοντέρνο, που μιλάει για τον εσωτερικό και τον πολιτικό εγκλεισμό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, δίνοντας όμως ελπίδα για ζωή, έναν δρόμο γεμάτο ελπίδα μέσα από το σκληρό βίωμα. Τη συναυλία μας ο Θεοδωράκης την άκουσε από τη μετάδοση του BBC στα βραχέα, κρυφά, από ένα τρανζιστοράκι που είχε κρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Αργότερα το έργο είχε την τύχη να ενορχηστρωθεί για συμφωνική ορχήστρα και το τραγουδήσαμε στη Γερμανία και στην Αυστραλία».
Το ποίημα αυτό, που είχε πρώτα τον τίτλο Γ.Φ.Α. (Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ) γράφτηκε το Φλεβάρη του 1968. Το πρώτο μέρος του ποιήματος, στον πολύπλοκο, παράνομο δρόμο που χρησιμοποιήθηκε για να βγει από τις φυλακές και να φτάσει στον προορισμό του σαν γράμμα, έπεσε τυχαία στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη, που το μελοποίησε αμέσως. Μετά την αποφυλάκισή της τον Μάρτιο του 1968, η ποιήτρια συναντήθηκε με τον συνθέτη, του έδωσε το δεύτερο και το τρίτο μέρος του ποιήματος, και οι δυό τους αποφάσισαν να αλλάξουνε τον τίτλο σε «Κατάσταση Πολιορκίας». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1972, ο Μίκης Θεοδωράκης θα γράψει τη μουσική της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Etat de Siege», που κι αυτή λεγόταν στα ελληνικά «Κατάσταση Πολιορκίας». Είχε όμως προηγηθεί και είχε κατοχυρωθεί στο μυαλό όλων ο τίτλος, εκεί, στο μελοποιημένο ποίημα της Μαρίνας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο βιβλίο του «Το Χρέος» γράφει για τη Μαρίνα:
«Ιανουάριος 1968. Η Μαρίνα έμεινε στο διάδρομο μπροστά, στο κελί αρ. 1. Μαζί με μιαν άλλη κοπέλα που φορούσε πανταλόνια. Όταν με ξαναπήγαν πλάι στο παλιό κελλί, η Μαρίνα είχε μεταφερθεί στο κελί των γυναικών. Όταν έκανα τη μεγάλη απεργία πείνας άκουγα τη φωνή της Μαρίνας που φώναζε τον φρουρό.
Η Μαρίνα έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, εικόνα, νόημα, μπήγονταν στη σάρκα μου. Με πονούσαν. Με ανακούφιζαν. Με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας. Ήταν τα ίδια μου τα λόγια - οι ελπίδες - που έγιναν «σαπισμένα σταφύλια». Ήταν η οργή. Η πίκρα. Κι όμως, ήταν η δύναμή μας.
Έλαβα πρώτα το πρώτο μέρος. Συνέθεσα δίχως ανάσα τη μουσική. Αργότερα, στο Βραχάτι, μου έστειλαν το δεύτερο και το τρίτο μέρος. Σαν μουσική φόρμα, είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω το δρόμο που άνοιξα με τα «Επιφάνια-Αβέρωφ». Ήταν ένα καινούριο «τραγούδι-ποταμός».
Το όνομα Μαρίνα, χάρη σ’ αυτήν την μελοποίηση του ποιήματός της, έγινε πασίγνωστο. Με το ερωτηματικό όμως δίπλα του: Ποιά είναι αυτή η Μαρίνα; Αρκετοί υποψιάζονταν ότι ήταν ψευδώνυμο, μα κι αυτό, μόνο, δεν τους έλεγε κάτι. Κανείς δεν φανταζόταν ότι πίσω απ’ το ψευδώνυμο έστω, κρυβόταν - σε μια προσωπική φυλακή των δικών της λόγων - η κόρη της Λιλής Ζωγράφου, ούτε καν οι φίλες της! Η ίδια το αποκάλυψε σε εφημερίδα, διαλέγοντας τη μέρα της 21ης Απριλίου… αλλά του 1991! Δηλαδή πολύ πολύ μετά, από τον καιρό της φυλάκισής της και της ποιητικής δημιουργίας της. Η Μαρίνα ήταν η Ρένα Χατζιδάκη, η κόρη του Μύρωνα Χατζιδάκη και της Λιλής Ζωγράφου. Πράγματι, το ψευδώνυμο «Μαρίνα» χρησιμοποιήθηκε στην αρχή για λόγους προφύλαξης, αλλά και μετά για λόγους αρχών, όσο υπήρχε η στρατιωτική δικτατορία. Μετά, έμεινε για πάντα κάτω από το ποίημα.
Παραθέτω απ’ αυτό την αρχή…
«Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς, | ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου | και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου, | σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω. | Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, | στα ισοπεδωμένα τοπία, | στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, | στις σπαταλημένες ματιές, | να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας. | Και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, | που ήταν κάποτε δική μας, | που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει».
…και το τέλος:
«Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα | ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω | ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου | ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, | μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου, | θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη | και το κορμί μου ίσως νεκρό | μα πάλι ακέραιο θ’ αναπαύεται | με γύρω του τη θύμησή σου | και τη λιόλουστη ζωή. ΜΑΡΙΝΑ»
Στις 13 Αυγούστου 2003 ήταν πιά εξήντα χρονών - νέα όμως για την εποχή μας. Κι ενώ κολυμπούσε ανέμελη, έπαθε ανακοπή καρδιάς - και το θαλασσινό νερό που κατάπιε, της έσβησε απότομα την τελευταία της πνοή.