ΑΠΟΨΕΙΣ
Γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι...
Μέσα σε μια εποχή δύσκολη οικονομικά, σε μια εποχή άκρως χειμερινή… Τα νιάτα και τα γηρατειά, η ανατολή κι η δύση της ζωής. Οι νεαρές και οι ηλικιωμένες μέρες του χρόνου, του καθένα μας.
της Μαρίας Λιονάκη
Πρωί Πέμπτης, συνηθισμένης, καθημερινής… Ξυπνώ νιώθοντας μια ασυνήθιστη κι αταίριαστη με την ώρα κούραση και ετοιμάζω ένα δυνατό καφέ, ρίχνοντας μια ματιά στον καιρό, που συνεχίζει το χαβά του, και στα διάφορα, τα αδιάφορα, τα καθημερινά του σπιτιού, που μάλλον σήμερα θα με περιμένουν αρκετά…
Οι μέρες τελικά της ζωής μας, σκέφτομαι, δεν έχουν όλες την ίδια ηλικία. Κάποιες ξημερώνουν έφηβες, γεμάτες δύναμη, όρεξη, κέφι, όνειρα και αισιοδοξία. Κάποιες άλλες πάλι ξημερώνουν ηλικιωμένες, τεμπέλες, φορτωμένες χρόνια, έγνοιες, κούραση, μελαγχολία, απαισιοδοξία. Αυτές οι δεύτερες, χρειάζονται το χρόνο τους, τη ξεκούραση, το χάδι, την ενθάρρυνση, το ραχάτι τους, κινούνται πιο ήρεμα, σιωπηλά, με πιο αργούς ρυθμούς, ψάχνοντας πάντα τρόπο να ξεφορτώσουν χρόνια και φορτίο, να μετατρέψουν την άσχημη διάθεση σε θετική, σε χαμόγελο…
Πρωί Πέμπτης νωχελικής λοιπόν κι η ενημέρωση ταιριάζει με την ώρα, τον καφέ και τη διάθεση . Καθώς ξεφυλλίζω αφηρημένη τις ηλεκτρονικές σελίδες του υπολογιστή μου το βλέμμα μου σταματά στην εξής ανακοίνωση του αγαπημένου μου κομμωτηρίου:
«Την Πέμπτη 9 Ιουνίου, στις 4 το απόγευμα, οι Κομμωτές Καρδιάς θα είναι στο Ηράκλειο Κρήτης και πιο συγκεκριμένα στο Κοκκίνη Χάνι, για να περιποιηθούν τους ενοίκους της εκεί γνωστής στέγης ηλικιωμένων.
Θα κουρέψουμε, θα χτενίσουμε, θα δώσουμε αγάπη και χαρά στους παππούδες και τις γιαγιάδες της καρδιάς μας.»
Το βλέμμα μου μένει ώρα πολύ να κοιτά, να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει ό, τι το έχει αιχμαλωτίσει, ό,τι το έχει τόσο πολύ συγκινήσει … Την Πέμπτη, κάποιοι συνάνθρωποί μας, οι κομμωτές της καρδιάς, όπως ονομάζουν την ομάδα τους, θα επισκεφτούν τη στέγη ηλικιωμένων . Θα προσφέρουν αφιλοκερδώς την εργασία τους « στους παππούδες και τις γιαγιάδες της καρδιάς τους», όπως λένε, θα τους κουρέψουν, θα τους χτενίσουν, θα τους κανακίσουν με τα λόγια, το χαμόγελο και το έργο τους , με τις περιποιήσεις καλλωπισμού, τις ασυνήθιστες γι’ αυτούς , που τόσο πολύ συνδέονται με την καλή ψυχολογία κάθε ανθρώπου, που τόσο πολύ είναι παραμελημένες σ’ αυτήν την ηλικία. Θα δημιουργήσουν έτσι μια ξεχωριστή, όμορφη μέρα, θα δώσουν μια ευχάριστη νότα στη ζωή αυτών των ανθρώπων, κόντρα στη μονοτονία, στην πλήξη της ζωής τους. Θα τους συντροφέψουν, θα μιλήσουν μαζί τους , θα τους δώσουν προσοχή, φροντίδα, περιποίηση, χαρά, που τόσο αξίζουν, που τόσο έχουν ανάγκη…
Άνθρωποι στην τρίτη ηλικία, στη δύση της ζωής τους! Που διήνυσαν τον περισσότερο δρόμο, δύσβατο ή μη. Που υπήρξαν κάποτε νέοι, δραστήριοι, ακμαίοι, εργατικοί, πολυάσχολοι. Που πρόσφεραν τόσα σε οικογένεια, εργασία, κοινωνία. Που έζησαν χαρές, λύπες, δυσκολίες, πόλεμο, στερήσεις. Που διανύουν τώρα τις ηλικιωμένες μέρες τους, με τη λίγη δραστηριότητα, τις λίγες δυνάμεις, τις λίγες συναναστροφές, το λίγο χαμόγελο, τα λίγα ευχάριστα απρόοπτα και την πολύ μοναξιά και μελαγχολία. Που ζουν κοντά στα παιδιά τους ή μόνοι τους, στο δικό τους σπίτι, στην πόλη ή στο χωριό. Που ζουν σε κάποιες περιπτώσεις σε κάποια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων .
Που δύσκολα αυτοεξυπηρετούνται, δύσκολα μετακινούνται. Που περπατούν αργά και συχνά φοβισμένα στα απαραίτητα δρομολόγια τους, στους πολυσύχναστους δρόμους με τους βιαστικούς οδηγούς , όπου είναι δύσκολο να τους διακρίνεις, λόγω των σκούρων ρούχων που φορούν. Που σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ζουν μόνοι ,τι κρίμα, πέφτουν θύματα άνανδρων ληστών.
Στην τρίτη ηλικία η ζωή δεν έχει πολλές απαιτήσεις. Είναι ζωή μετρημένη, σεμνή, αξιοπρεπής. Ζει με αναμνήσεις και φωτογραφίες, με παρέα ένα κηπάκο και μια τηλεόραση, αναπολεί παλιούς όμορφους καιρούς, περιμένει το τηλέφωνο, το νιάσιμο του παιδιού, την επίσκεψη των αγαπημένων, της γειτόνισσας, πότε θα πάρει τη σύνταξη. Τη σύνταξη που μίκρυνε δυστυχώς κι άλλο στην εποχή που ζούμε. Περήφανοι οι μεγάλοι άνθρωποι, συχνά με προβλήματα υγείας, αρκούνται στα λίγα, έχουν λίγη διασκέδαση, πολλές δυσκολίες και χέρια σημαδεμένα, απ’ την ηλικία, τα βάσανα, την κούραση της ζωής τους.
Πολύ ρεαλιστικά και συγκινητικά ο Μιχάλης Γκανάς στο ποίημα του: «Τα χέρια» αναφέρεται σ’ αυτά τα πολύπαθα, ηλικιωμένα, σημαδεμένα, άξια κάθε σεβασμού χέρια:
«Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μωρέ γυναίκα;” Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή. Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;
Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.»
Πέμπτη πρωί, μιας απλής συνηθισμένης μέρας, λίγο καλοκαιρινής. Μέσα σε μια εποχή δύσκολη οικονομικά, σε μια εποχή άκρως χειμερινή… Τα νιάτα και τα γηρατειά, η ανατολή κι η δύση της ζωής. Οι νεαρές και οι ηλικιωμένες μέρες του χρόνου, του καθένα μας.
Και δίπλα, κοντά, άνθρωποι της καρδιάς, της προσφοράς… Όλοι εκείνοι που φανερά ή στην αφάνεια βοηθούν και συμπαραστέκονται καθημερινά , βρίσκονται στους άλλους, στον συνάνθρωπο, στον ηλικιωμένο, τον άρρωστο, που έχει ανάγκη, που υποφέρει … Που δε ζητούν διακρίσεις και παράσημα, αλλά δρουν ουσιαστικά, αθόρυβα, αληθινά ηρωικά. Γιατί ακόμα υπάρχουν Άνθρωποι….