ΑΠΟΨΕΙΣ
Γιατί πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το «Συμπόσιον» του Ν. Καζαντζάκη
H ομαδική διαδικασία βοήθησε τον Καζαντζάκη να αυτό-αποκαλυφθεί και να δει την πραγματικότητα, όπως την έβλεπε πριν από χρόνια μαζί με τους υπόλοιπους συμποσιαστές.
Του Δημήτρη Μιμή
Ένας αληθινός άνθρωπος είναι αυτός που αντιστέκεται, ο οποίος παλεύει και ο οποίος δεν φοβάται να πει όχι, ακόμη και στον Θεό. Νίκος Καζαντζάκης, “Αναφορά στον Γκρέκο”.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, συγγραφέας του «Αλέξη Ζορμπά», προσαρμοσμένος στον κινηματογράφο υπό τον τίτλο «Ζορμπάς ο Έλληνας» και «Ο τελευταίος πειρασμός», αλλά και ποιητής, λόγιος και άνθρωπος με δράση στην εποχή του.
Υπήρξε ένας στοχαστής που επηρεάστηκε από τον Νίτσε και τον Μπέργκσον, του οποίου τη διδασκαλία ακολούθησε στο Παρίσι. Όμως ο μελετητής του Καζαντζάκη που διαθέτει γνώσεις ψυχαναλυτικές θα βρει στα έργα του πληθώρα ψυχαναλυτικών εννοιών. Ο Νίκος Καζαντζάκης θα φέρει τη δική του πηγή: μια ισχυρή ηθική όπου αναπαράγεται ο αγώνας των λέξεων, η άρνηση ελπίδας, η αναζήτηση μιας συγκεκριμένης αθανασίας μέσω της επεξεργασίας, έναν υπεράνθρωπου που θα ενσαρκωθεί στον Οδυσσέα με την "Οδύσεια" του.
Ο μόνιμος στόχος του Νίκου Καζαντζάκη ήταν η αρμονία, η απόλυτη ελευθερία. Ο Θεός για τον Καζαντζάκη βρίσκεται σε κάθε ύπαρξη, ακόμα και στον πιο αθεϊσμό. Σπούδασε όλες τις θρησκείες: βουδιστές, ταοϊστές, εβραίους, χριστιανούς, μουσουλμάνους.
Μας έδωσε ένα πλούσιο έργο: ποίηση, μυθιστόρημα, δοκίμιο, βιβλία για τη νεολαία, θέατρο, ταξιδιωτικές ιστορίες, μεταφράσεις, σενάρια ... Τα έργα του βασίζονται στο νόημα της ελευθερίας, της προστασίας της φύσης, πνευματικό και έντονο ενδιαφέρον για άλλους λαούς και πολιτισμούς.
Ένα από σπουδαιότερα έργα το Καζαντζάκη είναι το “ Συμπόσιον”, ένα έργο που δεν έχει μελετηθεί και αναλυθεί όπως θα έπρεπε. Είναι ένα αυτό-αναλυτικό έργο στο οποίο ο συγγραφέας μας παρουσιάζει δικά του βιώματα από την παιδική του ηλικία, σχέσεις με τον πατέρα του αλλά και από την ενήλικο ζωή του. Μέσα απ΄ αυτό το έργο εμείς μπορούμε ν΄ αναλύσουμε την προσωπικότητα του συγγραφέα και να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Το "Συμπόσιον" ο Νίκος Καζαντζάκης άρχισε να το γράφει το 1922 όταν βρισκόταν στο Βερολίνο. Ασχολήθηκε με το ίδιο έργο το 1924 όταν φιλοξενείτε σε φιλικό σπίτι στον Πόρο Ηρακλείου, δίπλα στη θάλασσα, όπου πιθανότατα και να το τροποποίησε χωρίς όμως να το ολοκληρώσει. Κατά τον Πρεβελάκη, ο Καζαντζάκης μέσα από το έργο αυτό μας δίνει το στίγμα της πνευματικής του περιπλάνησης.
Έκτοτε το έργο εγκαταλείφτηκε και το χειρόγραφο του βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του πατέρα του Καζαντζάκη, μετά τον θάνατο του το 1932, και θα εκδοθεί για πρώτη φορά το 1971.
Tο Συμπόσιον του Καζαντζάκη αντιπαραβάλλεται με το Συμπόσιον του Πλάτωνα. Στο Συμπόσιον του Πλάτωνα, διερευνάται ο Έρωτας, ενώ στο Συμπόσιον του Καζαντζάκη πέρα από το Υπαρξιακό και το Θείο που διαπραγματεύεται, κυρίαρχη θέση κατέχει η προσπάθεια του συγγραφέα να ζωντανέψει μέσα του αλλά και να εκφράσει τις παιδικές μνήμες που έχει από τον πατέρα του και το περιβάλλον του.
Όμως η εξομολογητική διάθεση με τη μορφή προσωπικών αναφορών εκ μέρους του Καζαντζάκη, από τα παιδικά του χρόνια, μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι το έργο του “ Συμπόσιον “ πέρα από την αφηγηματική βιογραφική μυθιστορία, είναι δομημένο όπως μια ομάδα, σαφώς πρωταρχική, και ενδεχομένως θεραπευτική, γεγονότα που μας προϊδεάζουν σε ψυχαναλυτικούς επηρεασμούς.
Το "στήσιμο" αυτού του φιλοσοφικού μυθιστορήματος με “ομαδικό πνεύμα”, ο συγγραφέας επιλέγει να πραγματοποιήσει κάτω από μια συνάθροιση μιας μικρής ομάδας, μέσα στην οποία θα υπάρξει επικοινωνία, γεγονός που μαρτυρεί συναντήσεις “μικρών ομάδων” όπου συναντάμε την ανακούφιση και τη λύτρωση που νοιώθει αυτός που θα αποφασίσει να μοιραστεί προσωπικά του θέματα με άλλους. Ο ειδικός, εύκολα, αντιλαμβάνεται το ομαδικό αλλά και συγκρουσιακό πνεύμα που επικρατεί στη μικρή ομάδα του συμποσίου.
Μέσα από στην εξομολόγηση του ο Καζαντζάκης αναφέρεται στην παιδική του ηλικία. Πώς ένιωθε σαν παιδί και πώς υπέφερε τα μαρτύρια των αγίων. Τις λίγες χαρές που θυμάται από την ηλικία αυτή αλλά και τη θέλησή του να αρνηθεί τον κύρη και τη μάνα του. Πώς ξεπέρασε την κρίση της ήβης με τη φυγή του από τον κόσμο, “ φυγή μόνου προς μόνον “ όπως αναφέρει ο ίδιος με το να πάει στο Άγιον Όρος, για το “ πνευματικό του προσκύνημα “, όπως έκαναν οι ασκητές, εκεί όπου θα μάθει πόσο βαρύ είναι το μυστήριο της εξομολόγησης. Στο σημείο αυτό, ο Άρπαγος μας μιλά για τον λόγο της αποχώρησης από το Άγιον Όρος, που είναι ένας λόγος αποκαλυπτικός, που θα σημαδέψει την κάθε απόφαση και κίνηση αλλά και το μετ’ έπειτα συγγραφικό του έργο, και όλα αυτά μέσω ενός οράματος:
Τέλος, μας αποκαλύπτει μέσα από την εξομολογητική του διάθεση ότι η επιρροή του πατέρα του, σαν “ μεγάλος πειρασμός “, περισσότερο και από τη γυναίκα, τον προτρέπει να βρει άλλο δρόμο για τον Θεό και αυτός είναι “η Πράξη “.
Το σημείο αυτό είναι κομβικό για το “Συμπόσιον “. H ομαδική διαδικασία βοήθησε τον Καζαντζάκη να αυτό-αποκαλυφθεί και να δει την πραγματικότητα, όπως την έβλεπε πριν από χρόνια μαζί με τους υπόλοιπους συμποσιαστές.
Θα χαρακτήριζα τις προτροπές των συμποσιαστών και την εξομολογητική διάθεση του Καζαντζάκη με αναφορές στον πατέρα του, σαν ένα δώρο της ομαδικής διαδικασίας προς αυτόν.
Με την εξομολογητική διάθεση του Καζαντζάκη επήλθε κάθαρση, σαν αποτέλεσμα μιας εκτόνωσης ενός τραυματισμού. Τα συναισθήματα του, που μέχρι τώρα δεν κατόρθωναν να βρουν τον δρόμο προς εκφόρτηση και παρέμεναν εγκλωβισμένα με πιθανές παθολογικές επιπτώσεις, με την εξομολόγηση απελευθερώθηκαν και επέστρεψε στη γλύκα της ζωής που είχε απαρνηθεί.