Για τον Χρήστο Γιανναρά

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Για τον Γιανναρά, όλα ξεκινούν από το πώς ορίζεται η αλήθεια, δηλαδή η βάση της γνώσης

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Στις 24 Αυγούστου 2024 έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος άνθρωπος: ο Χρήστος Γιανναράς. Δεν γνωρίζω πόσο οι Πανέλληνες συνειδητοποίησαν τη σημασία του γεγονότος, τι σημαίνει δηλαδή η απώλεια ενός ανθρώπου τού διαμετρήματος του Χ. Γιανναρά. Γιατί, για να μπορέσει κανείς  να αντιληφθεί το μέγεθος και την αξία ενός πνευματικού ανθρώπου, πρέπει να έχει αγαπήσει το πνεύμα, την παιδεία, την πνευματική καλλιέργεια. Κι όλα ετούτα, όπως επανειλημμένα είχε τονίσει ο εκλιπών, ήταν και είναι σε έλλειψη στην πατρίδα μας. Συγκεκριμένα, μιλούσε για την απουσία της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας», την οποία και θεωρούσε αιτία της κακοδαιμονίας της κοινωνίας και του κράτους μας. Εξάλλου, εκείνες τις μέρες της εκδημίας του τα ΜΜΕ είχαν φροντίσει, ώστε την κοινή γνώμη να την απασχολούν άλλα πολύ πιο «σπουδαία» ζητήματα, όπως π.χ. τα βραχιόλια αιώνιας αγάπης (!) που αντάλλαξαν ο εκπεσών αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον αγαπημένο του στην τελετή που έγινε στα Χανιά ή ποια θα ήταν η στάση του Π. Πολάκη απέναντι σ’  αυτόν που ο ίδιος  είχε στηρίξει δυναμικά για αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στον κουρνιαχτό αυτών των «συνταρακτικών» γεγονότων, η είδηση για τον θάνατο του Χ. Γιανναρά πέρασε στα γρήγορα, σαν ένα καθημερινό συμβάν. Το έδειξε και η ηχηρή απουσία των κρατικών αξιωματούχων από την κηδεία του. Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι κατάλαβαν το μέγεθος της απώλειας και κατέθεσαν γραπτώς την εμπειρία τους από τη σχέση τους με τον εκλιπόντα, αλλά και το διαδίκτυο, όπου μπορεί να βρει κανείς πολλές από τις ομιλίες και τις συνεντεύξεις του.

Προσωπικά, η σχέση μου με τον Χ. Γιανναρά χτίστηκε μέσω της μελέτης των βιβλίων και των επιφυλλίδων του, αν και τον άκουσα ζωντανά σε κάποιες ομιλίες του. Μπορώ να ισχυριστώ ότι η σκέψη μου επηρεάστηκε και διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την επαφή μου με τα βιβλία του. Θυμάμαι ότι  στις αρχές της δεκαετίας του 70 (ήταν ακόμη η περίοδος της χούντας), όταν ήμουν φοιτητής της Θεολογικής Σχολής στην Αθήνα, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του π. Alexander Schmemann με τον τίτλο «Για να ζήσει ο κόσμος» σε μετάφραση Ζήσιμου Λορεντζάτου, το οποίο με εντυπωσίασε με τη γλώσσα και το βάθος της θεολογικής σκέψης του συγγραφέα του. Το βιβλίο ανήκε στη σειρά «Αθηνά» την οποία διηύθυνε ο Χ. Γιανναράς. Επισκέφθηκα τότε τον χώρο όπου είχε την έδρα του αυτός ο εκδοτικός οίκος (ένα μικρό πατάρι στην Ιπποκράτους), από όπου προμηθεύτηκα σιγά-σιγά και τα υπόλοιπα βιβλία της σειράς («Περί ύλης και Τέχνης», «Ερως και Γάμος», «Ορθοδοξία και Δύση» κ.ά.), καθώς και το βιβλίο « Πείνα και Δίψα» και τη σειρά του περιοδικού ΣΥΝΟΡΟ, που εξέδιδε επίσης ο Χ. Γιανναράς και από το οποίο κυκλοφόρησαν μόνο οκτώ τεύχη.  Στο περιοδικό αυτό έγραψαν σπουδαίοι θεολόγοι, φιλόσοφοι και λογοτέχνες, όπως ο Π. Νέλλας, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Ν. Καρούζος, ο ίδιος ο Χ. Γιανναράς, και δημοσιεύτηκαν  κείμενα του Ν. Μπερδιάγεφ και άλλων Ρώσων της διασποράς κ.ά. Εντυπωσιάστηκα από την ποιότητα της γλώσσας, την αρτιότητα του λόγου και το βάθος της σκέψης των συγγραφέων του περιοδικού και του ίδιου του Γιανναρά και αργότερα φρόντισα να προμηθευτώ και να διαβάσω και πολλά από τα βιβλία του («Νεοελληνική Ταυτότητα», «Καταφύγιο Ιδεών», «Αλήθεια και Αποκάλυψη», «Το προνόμιο της απελπισίας», «Η ελευθερία του ήθους», «Κεφάλαια πολιτικής Θεολογίας», «Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης», «Οντολογία της σχέσης», «Το πρόσωπο και ο Έρως», «Το αίνιγμα του κακού» κ.ά.).

Ανέφερα όλα τα παραπάνω, για να δικαιολογήσω αυτό που είπα στην αρχή, ότι δηλαδή και η δική μου σκέψη, όπως και πολλών άλλων, διαμορφώθηκε από την επαφή μου με την σκέψη του Χ. Γιανναρά, ενός ανθρώπου που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην νεοελληνική ζωή και σκέψη με τις παρεμβάσεις του στην πολιτική, στην παιδεία, στον πολιτισμό, στην πνευματική ζωή. Οι επιφυλλίδες του στις εφημερίδες ΒΗΜΑ (αρχικά) και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (αργότερα) έρχονταν να ταράξουν τα νερά της τελματωμένης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης και να αναδείξουν τις αιτίες του νεοελληνικού πολιτικού και πολιτιστικού αδιεξόδου. Για τον αλησμόνητο διδάχο, το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν κυρίως πνευματικό, που το ανήγαγε ιστορικά στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, από την πρώτη στιγμή της ιδρύσεώς του, προσπάθησε να αφήσει στο περιθώριο την πνευματική του παράδοση και τον πολιτισμό του και στράφηκε προς τη Δύση, δηλαδή προς μια παράδοση κι ένα πολιτισμό που βρισκόταν στους αντίποδες του δικού του πολιτισμού. Για τον Γιανναρά, όλα ξεκινούν από το πώς ορίζεται η αλήθεια, δηλαδή η βάση της γνώσης. Για τους αρχαίους Έλληνες και για την συνέχειά του, τον χριστιανισμό της Ορθοδοξίας, βάση της γνώσης είναι η άμεση σχέση με τα πράγματα, η βεβαιότητα που προέρχεται από την κοινή εμπειρία, οπότε όλοι, βάσει αυτής της εμπειρίας, ομονοούν και «ομοδοξούσι», όπως λέει ο Ηράκλειτος. Στη Δύση κυρίαρχο είναι το «ιδιωτεύειν», στην Ανατολή το «κοινωνείν». Στη Δύση η αλήθεια είναι αποτέλεσμα μιας συλλογιστικής απόδειξης, του καρτεσιανού cogito, ergo sum, στην ορθόδοξη Ανατολή είναι αποτέλεσμα της κοινής εμπειρίας. Το γεγονός αυτό συνιστά μια τεράστια διαφορά μεταξύ δυτικού Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας, που βρίσκεται στη βάση του τρόπου του «σκέπτεσθαι», «ζην» και «πράττειν»  και συνεπώς επηρέασε τον τρόπο της κοινωνικής και κρατικής οργάνωσης. Γι’  αυτό η κριτική του ξεπερνούσε το επικαιρικό και αναγόταν στα ριζώματα της ελληνικής πολιτικής σκέψης, εκεί όπου η δημοκρατία λειτουργούσε ως τρόπος του ζην και του σχετίζεσθαι.

Ο Χ. Γιανναράς είδε και ανέδειξε σε όλες τις διαστάσεις της αυτή τη στρέβλωση, την οποία θεωρούσε ως την κύρια αιτία του γεγονότος ότι το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να βρει ένα βηματισμό τέτοιο, που να ανταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες των πολιτών. Ως κύριο πρόβλημα θεωρούσε την απουσία παιδείας και καλλιέργειας των Νεοελλήνων στη βάση της ελληνικής παράδοσης, καθώς έβλεπε ότι στο σχολείο όλα ήταν υποταγμένα στον κυρίαρχο στόχο της χρησιμότητας της γνώσης. Προτεραιότητα δεν είναι πλέον η καλλιέργεια που θα οδηγήσει στην ποιότητα της σχέσης μεταξύ των πολιτών, αλλά το ατομικά χρήσιμο, το ατομικό συμφέρον, που μεταφράζεται σε χρήμα, δύναμη, δημοσιότητα. Αυτόν τον στόχο υπηρετούν και τα προσωποπαγή κόμματα, διαστρεβλώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση και εκβαρβαρώνοντας την κοινωνία. Για όλη αυτή την κριτική και για την άποψή του ότι ουσιαστικά η Ελλάδα έχει πεθάνει (Finis Graiciae  είναι ο εύγλωττος τίτλος ενός βιβλίου του) κάποιοι θεώρησαν τον Γιανναρά απαισιόδοξο και απελπισμένο και ότι η κριτική του ήταν ακραία και άδικη. Ωστόσο, ο βαθύνους θεολόγος και φιλόσοφος πίστευε ότι υπάρχουν ακόμη στην Ελλάδα θύλακοι που διασώζουν την ελληνικότητα. Είναι η «μαγιά» που έλεγε ο Μακρυγιάννης, μια «μαγιά» που την εύρισκε στην ύπαιθρο της Ελλάδας, μεταξύ των απλών ανθρώπων που διασώζουν ακόμη την πρωταρχική αλήθεια της σχέσης.

Ο εκλιπών, βέβαια, δεν μπορούσε να είναι πεσιμιστής, επειδή δεν ήταν απλώς θεολόγος αλλά κι ένας πιστός χριστιανός, ένας χριστιανός που γνώριζε σε βάθος τι σημαίνει να πιστεύεις, τι σημαίνει να προσεύχεσαι, τι σημαίνει να ζεις κοντά στον Χριστό. Αυτή η εν επιγνώσει πίστη του τον έκανε να βλέπει την Ορθοδοξία ως φως,  χαρά, ελπίδα, αγάπη. Έτσι, απενοχοποίησε την πίστη, είδε το ήθος υπό το φως της ελευθερίας, απελευθέρωσε τις συνειδήσεις, έδωσε νόημα στην νεοελληνική ταυτότητα, χάραξε νέους δρόμους για την θεολογία (και την φιλοσοφία) στην Ελλάδα, έδειξε την έκπτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ιδιωτική θρησκευτική υπόθεση (εκπλήρωση κάποιων θρησκευτικών καθηκόντων με σκοπό την αξιομισθία) και τον μετασχηματισμό της Εκκλησίας σε θρησκεία, δηλαδή σε ένα χώρο όπου άτομα ακοινώνητα μεταξύ τους εκτελούν απλώς τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ακούν ηθικολογικά κηρύγματα από ιερείς που δεν έχουν καν υποψιαστεί τη δυναμική της Εκκλησίας ως σύναξης πιστών που κοινωνούν εν αγάπη μεταξύ τους.

Ο Γιανναράς ήταν ένας ανυποχώρητος αγωνιστής σε πολλά πεδία: στο θεολογικό-εκκλησιαστικό, στο πολιτικό, στο κοινωνικό, στο πολιτιστικό. Αρχή και τέλος του αγώνα και της αγωνίας του η αλήθεια. Γι’  αυτό, πίσω από τον φαινομενικό πεσιμισμό του μπορούσε να διακρίνει κανείς μια ηρωική αισιοδοξία, που τον έκανε να αγρυπνεί διαρκώς ενώπιον των μεγάλων  αξιών της ζωής. Αλήθεια, ομορφιά, γλώσσα: τα μόνιμα μοτίβα του έργου του. Η όλη του προσωπικότητα απέπνεε μια μοναδική γοητεία, ενώ το έργο του αναδίδει μια φωτεινότητα, που πρέπει να την αντέχεις για να την προσλάβεις. Και η φωτεινότητα αυτή δεν προέρχεται μόνο από την στιβαρότητα της σκέψης του αλλά και από την καθαρότητα της γλώσσας του. Ο Γιανναράς, ως δεινός χειριστής του λόγου, ήταν ένας γοητευτικός ομιλητής και συγγραφέας. Πλούτισε την θεολογική και την φιλοσοφική γλώσσα με νέους όρους, ανοίγοντας έτσι την προοπτική για μια νέα θεώρηση της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης. Πρόκειται για μια γλώσσα που, ακόμα κι όταν ανάγεται σε υψηλές θεολογικές και φιλοσοφικές έννοιες, παραμένει γοητευτική έτσι, ώστε σε καλεί να την μελετήσεις έτι περισσότερο. Είναι μια γλώσσα κλητική, ίσως και προκλητική ή καλύτερα ερωτική, επειδή είναι γλώσσα αληθείας, γλώσσα που σε καλεί να την κοινωνήσεις.

Εσωτερική ανάγκη με ώθησε να γράψω αυτά τα φτωχά λόγια για μια λαμπρή προσωπικότητα κι έναν φωτεινό άνθρωπο σαν τον Χρήστο Γιανναρά. Κάποιοι υπερορθόδοξοι από τον χώρο της Εκκλησίας τον πολέμησαν ως αιρετικό, κάποιοι άλλοι απέρριψαν την φιλοσοφική του σκέψη και συγκεκριμένα την θεώρηση της σκέψης των Πατέρων της Εκκλησίας (Μαξίμου του Ομολογητού, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Γρηγορίου του Παλαμά) ως συνέχειας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης. Ωστόσο, ο Γιανναράς έμεινε σταθερός στη ρωμαλεότητα του φιλοσοφικού οικοδομήματός του, που ανάβλυζε από τις πιο ζωντανές και πιο καθαρές πηγές της ενιαίας ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Ευσυνείδητος, σταθερός, αληθινός, άγρυπνος στις επάλξεις της υπεράσπισης της ρωμαίικης κληρονομιάς μας, όπως την διέσωσε η Ορθοδοξία, ο Γιανναράς θα μείνει στην ιστορία ως ο σπουδαίος δάσκαλος της φιλοσοφίας, ως ο αναμορφωτής της θεολογικής γλώσσας και κυρίως ως ο ακέραιος και  ανοξείδωτος ορθόδοξος Έλληνας.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ