Της Μαρίας Λιονάκη
«Τον ενοχλεί ο …τόνος της φωνής της γειτόνισσας και της έστειλε εξώδικο! Και εκείνη όμως δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα.
Συνοδευόμενη από τη δικηγόρο της έφθασε μέχρι το γραφείο του εισαγγελέα υπηρεσίας, ζητώντας να γίνουν συστάσεις στον γείτονα, καταγγέλλοντας ότι εδώ και πολλά χρόνια έχει μετατρέψει σε εφιάλτη τη «συνύπαρξή» τους στην ίδια πολυκατοικία.
Η γυναίκα δεν προλαβαίνει να μπει στο διαμέρισμα της και αρχίζουν τα χτυπήματα με το σκουπόξυλο από τον ένοικο του από κάτω ορόφου. Δεν τολμούν να τραβήξουν καζανάκι, να κάνουν μπάνιο, να πλύνουν ένα πιάτο, να γελάσουν ή ακόμα και να φωνάξουν όπως συμβαίνει σε κάθε οικογένεια. Τρέμουν όταν κατά λάθος πέσει κάποιο αντικείμενο στο πάτωμα , ενώ δεν τολμούν να προσκαλέσουν έναν άνθρωπο σε γενέθλια και γιορτές. Ο γείτονας παραμονεύει και είναι πάντα ετοιμοπόλεμος για παρατηρήσεις και καβγά.»
Αυτά τα τρομερά και φοβερά βρήκαν το φως της δημοσιότητας στην πόλη μας. Αυτά τα ανήκουστα, τα πέρα από κάθε φαντασία. Που με έκαναν να αναλογιστώ πόσο εξελίχθηκαν τα πράγματα προς το αρνητικό, από την εποχή που περιγράφει η Μαρία Ιορδανίδου στο έργο της: « Η αυλή μας» Πόσο προχώρησε η αποξένωση, η αδιαφορία και μετατράπηκε σε επιθετική συμπεριφορά.
« Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς. Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.»
Που με έκαναν να θυμηθώ την εκπομπή «Προσωπικά» της Ελενας Κατρίτση με το Γιάννη Δημαρά, το Γιώργο Λιάνη και τον Κώστα Χαρδαβέλλα, που παρακολούθησα το Σαββατοκύριακο , όπου οι συνεντευξιαζόμενοι περιέγραφαν νοσταλγικά την παλιά Αθήνα που έζησαν, όπου τα σπιτάκια τα γειτονικά, τα φτωχικά μοιράζονταν την ίδια αυλή κι ήταν μια ενότητα που αντάλλασσε μεταξύ τους πράγματα, φαγητά, λόγια, νιάσιμο, αγάπη.
Που με έκανε να αναπολήσω τους δικούς μου γειτονικούς πολέμους, τις οικείες-ανοίκειες σχέσεις μου, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίω. Όταν έβγαινα να ψεκάσω, ώρες μη αναμενόμενες (ως και μεσάνυχτα) τις έρμες τις πικροδάφνες μου που είχαν πιάσει οι άμυαλες μελίγκρα (με τις κακές παρέες που έκαναν) και …πανικοβάλλονταν η γειτονιά! Με καλάσνικοφ να έβγαινα, δε θα έσπερνα τέτοιο πανικό! Δελτίο θυέλλης έβγαινε, έπαιρναν φωτιά οι συσκευές του Γράχαμ Μπελ, επικοινωνούσαν με ασύρματο, σήματα μορς, καπνό, η από πάνω γειτόνισσα με την από δίπλα του δευτέρου (που είχαν κάνει κόμμα, συνομοσπονδία από καιρό, που έπιαναν κουβεντολόι διαμπαλκονικό) κι εξαπέλυαν μύδρους. Πως θα αρρωστήσουν, θα πάθουν καρκίνο και πως θα ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό, θα έχω τύψεις μια ζωή, πως έχουν μικρά παιδιά, που αναπνέουν τα τοξικά, τα πυρηνικά, το Τσέρνομπιλ και τι είναι η αναισθησία που με διακατέχει. Καβγάς με επιχειρήματα, βάθρο επιστημονικό. Κι εγώ ατάραχη. Να γελώ σατανικά, σαν τον ηθοποιό, τον ψυχασθενή στο Τζόκερ. Σε στυλ τώρα θα δείτε που μιλάτε δυνατά και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Για μεγάλα πράγματα φτιαγμένη εγώ… Να γυρίζω το έργο της ζωής μου, να ψεκάζω, να φονεύω μετά μανίας και να γελώ. Αδίστακτη. Ώσπου από τις φωνές έβγαιναν οι απέναντι, οι από πάνω, του βορινού μαχαλά, του δυτικού, του ανατολικού και ακολουθούσε σόου. Δον Κιχώτης εγώ, περικυκλωνόμουν από τους αντίπαλους, τους Πέρσες, τον εχθρό. Εποποιία. Ήταν όμορφες εκείνες οι εποχές… Θυμάμαι τα αντίποινα στα πλαίσια της γειτονικής βεντέτας, του γδικιωμού, των δεκεμβριανών, του κινήματος «θα σου δείξω εγώ» . Καλοκαίρι ήταν…Μέρες σχεδίαζα να βάψω τα κάγκελα . Να έρθουν να δείξουν, να λάμψουν, να φανεί η αρχοντιά τους, καθώς τα είχαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ηρθε η ειμαρμένη μέρα λοιπόν κι ο μπογιατζής, ο μάστορας o ξακουστός. Τα έτριψε ώρα πολύ, τα έξυσε με τέχνη, με γυαλόχαρτο, τα βάψε μετά, τα γυάλισε, τα καμάρωνα εγώ. Ώσπου ήρθε από πάνω ένα κουβάς με νερό, μα ένας κουβάς… Τώρα που το σκέφτομαι γελώ. Τότε όμως λίγο το γλίτωσα το εγκεφαλικό. Μετά το επεισόδιο αυτό και καθώς ενέσκηψαν δίσεχτοι καιροί, καιροί σακατεμένοι, λειψυδρία, πρόστιμα όπως τώρα για το κάπνισμα, τότε για το νερό, μεταφυτεύτηκαν οι πικροδάφνες στον κήπο της πολυκατοικίας. Πήραν το δρόμο της ξενιτιάς τον πικρό. Κι ησύχασαν οι γείτονες κι εγώ. Όλα αυτά τώρα που η καθημερινότητα έγινε ευθεία γραμμή σαν καρδιογράφημα κακό έφτασε η στιγμή να τα αναπολώ.
Αυτές ήταν εποχές! Οχι τα γλυκανάλατα τα τωρινά που ζω… Ανταλλαγές βιβλίων με τη γειτόνισσα, θα πλύνω το μπαλκόνι μήπως έχεις απλώσει; Θα τινάξω, μάζεψε τις καρέκλες σου, μήπως σου βρίσκεται ένα μπέικιν; Σου έφερα δυο κουλουράκια που μου πέτυχαν για τον καφέ σου, πάρε αυτά τα χορταράκια, είναι φρέσκα, μου τα έφεραν από το χωριό και μερικά αβγουλάκια, τα αφήνω εδώ( αυτά δεν τα δίνουμε χέρι χέρι από φόβο, σύμφωνα με πρόληψη, για νέο γδικιωμό). Αυτές είναι σχέσεις - σκέφτομαι τώρα- διαβάζοντας το άρθρο για τις γειτονικές εντάσεις, τα έκτροπα, το θυμό και τα περασμένα μεγαλεία αναζητώ. Είναι οι άνθρωποι ζωντανοί, θαρραλέοι, ευφάνταστοι, ρισκάρουν, ζουν στα άκρα, με κίνδυνο, έχουν παλμό, ανεβαίνουν στο τρενάκι του τρόμου... Όχι αυτό που ζούμε εμείς τώρα! τέλμα, το συμβιβασμένο, το προβλεπόμενο, το βαρετό.