.
Του Αντώνη Ανηψητάκη*
1977, καλοκαίρι. Είχε για σένα γίνει λόγος. Ελάχιστος όμως σε σχέση με την ηρωική σου στάση. Τότε σε είδα πρώτη φορά, 22 εγώ, 41 εσύ με 6 χρόνια φυλακή, συνόδευες τις καλλονές κόρες Βαντερστούλ, φιλοξενούσες την οικογένεια του φιλέλληνα Ολλανδού. Φύλαξα μέσα μου εκείνο το κεφάλι που έλαμπε από τη φαλάκρα και το πνεύμα, ειπώθηκε για το Λώρενς Ντάρελ μα σου πάει. Ήθελα να σε ψάξω.
1986, καλοκαίρι. Οι πολιτικές συγκλίσεις από την αποτυχημένη Συμμαχία των 5 κρατούν ακόμη. Υποψήφιος Δήμαρχος Σητείας με ένα ανεξάρτητο ΚΠ συνδυασμό. Περασμένα μεσάνυχτα, το παραλιακό μπαρ έχει κλείσει, συζητάμε, μου δίνεις το πρόγραμμά σου από την αντίστοιχη δική σου εμπειρία, 4 χρόνια πριν, υποψήφιος Δήμαρχος στο Ηράκλειο το 1982 κόντρα σε όλους, κόντρα κυρίως στο παντοδύναμο ΠΑΣΟΚ. Το κρατάω, όπως και το αντίστοιχο του Μανόλη Γκαζή, Διόλου άσχετος ο συνειρμός. 14-12-1967. Ο πατέρας του Κώστας ήταν ο Δικηγόρος σου στα Χανιά, στο Έκτακτο Στρατοδικείο. Φιλοδοξία του να σε σώσει από το απόσπασμα. Η δίκη αναβάλλεται λόγω του αποτυχημένου βασιλικού πραξικοπήματος της προηγουμένης μέρας. Αμνηστία για όλους, αλλά όχι για σας τους βομβιστές. 1-2-1968 η δίκη ξαναρχίζει. Χάρις και στον αγαπημένο Λουί Ντιμπουί, άντρα της Λύντια, έχεις τηλεγραφήματα στήριξης, από το Μιτεράν, τον τ. πρωθυπουργό Μαντές Φρανς, τον καθηγητή Μπαντεντέρ. Ο στρατοδίκης κραυγάζει “θα έπρεπε να σε δικάσουμε και για κατασκοπεία“, 34 οι κατηγορούμενοι, 11 χρόνια εσύ, η αμέσως επόμενη ποινή 4 χρόνια. Δεν χωρά αμφιβολία για το ποιος ανέλαβε την ευθύνη. Ένα περιστατικό: Μεταφέροντας σε για τη δίκη από το Ηράκλειο, οι ανθρωποφύλακες σου έκαμαν στάση “αναψυχής” στο Καλάμι, φυλακές Ιντζεδίν, να παρακολουθήσετε μια εκτέλεση θανατοποινίτη. Θανατική ποινή; Βίωμα ζωής, ποτέ και για κανένα.
1989. Πολιτικές αποκλίσεις, “αρχή άνδρα δείκνυσι” είπες, και πήγες στο ΠΑΣΟΚ, κι έγινες διοικητής στο ΙΚΑ, τον ζόρισες τον Κοσκωτά, τα λεφτά του ΙΚΑ εσύ δεν τα έβαζες στην τράπεζα του, και μετά βουλευτής Λασιθίου, 15 χρόνια. Στην ταβέρνα του Ζορμπά, οι δυο σας με το Βιτσίλα, έναν ωραίο λούμπεν Στειακό πίνετε τη ρακί σας. “Κάτσε”, κάθομαι. Το βουλευτικίκι δεν σε άλλαξε, δεν άλλαξες τις παρέες σου βάση των κομματικών ειωθότων. Το πλήρωσες βέβαια, λέγανε «μην τον ψηφίσετε, δεν είναι Στειακός». Έπρεπε να σε ψάξω,
Δυο βασικά ερωτήματα είχα. Το πρώτο: “Πως είναι το DNA ενός αγωνιστή της Αντίστασης”, αλλά και τα συναφή, “πως αξιοποιεί η Δημοκρατία τους ήρωες της όταν αποκατασταθεί”, “ποιο το τίμημά τους όταν το αποφασίσουν να την υπηρετήσουν σε συνθήκες ομαλότητας”. Άστα…, ή μάλλον δείτε τα στις τελευταίες πιο πικρές σελίδες του βιβλίου. Αλλά και το ’21 κάπως έτσι δεν ήταν. Πήδηξες λοιπόν σαν τίγρης το 89, μετά από επίμονες προτάσεις και του Αντρέα, αλλά και τις δονκιχοτικές σου αντιπαλαιοκομματικές προσπάθειες, στο τρίκυκλο της Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας που ‘χε, κι έχει νομίζω ακόμα, σαν κύριο καύσιμο την οικογενειοκρατία και το ρουσφέτι και κατέβηκες απ’ το τρίκυκλο μετά από 15 χρόνια κουρασμένος, απογοητευμένος. Μα ούτε και τότε ο ηθικός πυρήνας σου είχε αλλάξει. Εσύ, ο πρώην υπουργός, πήγες μάρτυρας υπέρ του Σερίφη στη δίκη της 17 Νοέμβρη, όπου συνομίλησες και με τον Κουφοντίνα αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αλλά και αργότερα, 10-5-2005, κατάφερες να διεκπεραιώσεις επιτυχώς λόγω του κύρους σου σε όλους τους χώρους μια δύσκολη κατάσταση, όταν αναρχικοί και μπαχαλάκηδες κρατούσαν στο Πολυτεχνείο τους τ. υπουργούς, Βενιζέλο και Βερελή. Και με το Κουφοντίνα ήσουν το ίδιο δίκαιος, όπως ήσουν και με τον Παναγιώτη Κανελλοπουλο, όταν μπήκες μπροστά στο δεύτερο ανένδοτο για να σταματήσεις μια αντισυγκέντρωση εναντίον του στο Ηράκλειο.
2010-2019. 10 χρόνια σε ξεψάχνιζα. Εκατοντάδες ώρες, απολαυστικές ώρες, στο τραπέζι της κουζίνας του πατρικού σου στη Σητεία, Συζητήσεις, ηχογραφήσεις, τάβλι καμιά φορά. Διαβάζοντας έφηβος το Ζορμπά, το ‘χες αποφασίσει. Πίστευες πως θα πέθαινες νέος, όπως ο πατέρας σου, αλλά προηγουμένως θα έτρωγες τη ζωή με το κουτάλι, και ήθελες να βρεθεί κάποιος φίλος σου καλαμαράς να την απαθανατίσει. Οι μάγκες γαρ δεν γράφουν απομνημονεύματα. Θέλαμε κι οι δυο να σου γράψω τη βιογραφία. Είδες κι αποείδες όμως, εγώ Καζαντζάκης ούτε κατά διάνοια, στα παπούτσια μιας τόσο γεμάτης ζωής ήταν αδύνατο να μπω. Λειτούργησα όπως οι λαγοί στα μίτιγκ, ρεκόρ δεν έκανες Φοίβο, μα μας παρέδωσες ένα συναρπαστικό βιβλίο. Κι εγώ δεν έτρεξα στην αρχή, μόνο το οπισθόφυλλο έγραψα. Κάπως έτσι λοιπόν το 2016 αφού σε διέψευσε ο καλαμαράς άρχισες να γράφεις, και γράφεις Φοίβο καταπληκτικά, γιατί γράφεις απέριττα, απλά. Μια ζωή τόσο γεμάτη εξ άλλου, δεν έχει ανάγκη από λέξεις παγόνια.
Θυμάμαι τώρα εκείνες τις ώρες, στο σπιτι της οδού Γιάννη Ιωαννίδη, δίπλα στο παράθυρο απ’ όπου είχε πηδήξει ο πατέρας σου το ’44, δεν τον ξανάδατε ζωντανό. Κάποιες φορές σταματούσες την αφήγηση κοιτούσες το κινητό μου και ρώταγες, “γράφει τώρα;” “Ναι”. “Κλείστο, το ‘κλεισες;” “Ναι”, και τότε μου ‘λεγες όσα το ήθος σου απέκλειε από δημοσιοποίηση. “Φοίβο, αυτό όμως πρέπει να το βάλεις”. Για ένα επέμενα πολύ, “θα το σκεφτώ” είπες και τελικά το έβαλες … Όλη η αφήγησή σου για την ταραγμένη περίοδο 63-67 είναι συμβολή στην Ιστορία μας, αλλά τούτο το σημείο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.
Παραμονές δικτατορίας, οξύτατη αντιπαράθεση, και εσωκομματικά στην Ε.Κ. Ο Φοίβος έμπιστος Γέρου και Αντρέα, προσπαθεί να τους συμφιλιώσει, να αποφευχθεί η ρήξη πατέρα γιου, η διάσπαση. Τότε ο Αντρέας σου βγάζει το ψυχαναλυτικό εσώψυχό του “Εμένα όλοι οι φίλοι μου έχουν χορταριάσει”. Αυτές οι 7 λέξεις εξηγούν σε μένα πολλά. Ο καταστροφικός αρχικός ακραίος ριζοσπαστισμός του Αντρέα, αφορούσε περισσότερο το ενοχικό τραύμα για τους νεκρούς φίλους που πρόδωσε διαφεύγοντας στην Αμερική πολύ νέος, όπως επιβεβαιώνει και ο Καστοριάδης, ένας απ’ αυτούς, παρά μια νηφάλια εκτίμηση της συγκυρίας. “Αλλαγή νατοϊκής φρουράς”, ήταν για τον Αντρέα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Καραμανλή το ’74 και οι Ευρωκομμουνιστές που επεδίωκαν ιστορικούς συμβιβασμούς και στην Ιταλία, αλλά κι εδώ με την ΕΑΔΕ του Κύρκου και του Εσωτερικού, ήταν ελίτες, χειρότεροι κι από τους σοσιαλδημοκράτες.
Επιστρέφω, παραμονές δικτατορίας. Ο Γέρος σε συμβουλεύει, “οι σύγχρονες στρατιωτικές δικτατορίες δεν αντιμετωπίζονται με λαϊκές εξεγέρσεις, η εποχή των Γρεναδιέρων έχει περάσει. Τότε ο εξεγερμένος λαός μετά τους πρώτους πυροβολισμούς εφορμούσε στους Γρεναδιέρους, που ήθελαν χρόνο για να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους, τα οποία αποσπούσε έτσι ο επαναστατημένος λαός. Σήμερα αν βάλεις ένα πολυβόλο σε κατάλληλο σημείο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει. Ούτε βέβαια πολύ περισσότερο μπορεί να τα βάλει κανείς με τα τανκς. Οι σύγχρονες στρατιωτικές δικτατορίες δεν πέφτουν με λαϊκές εξεγέρσεις. Πέφτουν μόνο ύστερα από εθνικές καταστροφές που είναι απευκταίες. Και πάντως να γνωρίζετε ότι σε περίπτωση δικτατορίας θα έχει απωλεσθεί η γενιά σας”. Είχε κι αυτός καταλάβει πως ακόμα και οι καλύτεροι ρήτορες, όπως ο ίδιος, δεν αντισταθμίζουν ένα καταθλιπτικό συσχετισμό δυνάμεων. Προσπάθησε την ύστατη ώρα να αποτρέψει τη δικτατορία συνεννοούμενος με τον αντίπαλο του Παναγιώτη Κανελλόπουλο να πάει εκείνος τη χώρα σε εκλογές. Και στις αντιρρήσεις σου, που απηχούσαν και τις απόψεις του Αντρέα σου είπε “Ο Παναγιώτης δεν είναι από τη στόφα του δικτάτορα”.
Στερνή μου γνώση. Αν είχε επιτύχει εκείνος ο καθ’ ημάς ιστορικός συμβιβασμός, θα είχαμε γλιτώσει τη Χούντα και τη μισή Κύπρο. Κι αν είχε διάρκεια η μεταπολιτευτική συνεννόηση, ίσως σήμερα να μην ήμασταν χρεοκοπημένοι.
Ψυχαναλυτική όμως είναι και η απάντηση που βρήκα στο δικό μου ερώτημα για το ηρωικό DNA σου Φοίβο. Στη ζωή μου δεν είχα γνωρίσει αστό τόσο άφοβο. Μόνον ο φίλος σου ο Παναγούλης, αυτός ανάγκασε με την αφοβιά του τη χούντα να αλλάξει το νόμο για την απονομή χάριτος, “Μετά την οικογένεια Παναγούλη η δική μας ήταν η πιο ταλαιπωρημένη από τη δικτατορία αστική οικογένεια”, έλεγες. Δεν έχεις άδικο. Η μικρότερη αδερφή, η Κάτια, πρώτη φυλακίστηκε, και ο Μάριος, μέλος της οργάνωσης του Παναγούλη, διέφυγε στο εξωτερικό.
Μιλούσες για αστούς αγωνιστές, γιατί κομουνιστές ήρωες υπήρξαν πολλοί, και τους εκτιμούσες, αλλά εκείνοι ήταν, οι περισσότεροι, σαν τους πρώτους χριστιανούς, ασκητές, όχι εραστές της ζωής σαν εσένα.
Η αφοβιά σου Φοίβο νομίζω πως πέρα από τις διδαχές της μάνας -αυτή κι αν ήταν ηρωίδα, πέρα από τη θυσία του πατέρα, εξηγείται από μια ενοχή σου, που παραδέχεσαι στο βιβλίο, είχες χαρεί που θα έβλεπες τραυματισμένο τον πατέρα σου, τελικά τον είδες νεκρό. Μια ενοχή που σαν μαγνήτης σε τραβούσε για πολλά χρόνια στο μνήμα του, να βιώσεις ξανά και ξανά τον μέγα ανεξήγητο φόβο, ώσπου να συνειδητοποιήσεις την ενοχή σου και να λυτρωθείς. Έτσι τώρα μπορείς ήσυχος, περήφανος, ισότιμος μαζί του σε ηρωισμό, κάθε χρόνο στις 8 του Σεπτέμβρη να καταθέτεις στεφάνι στο υπέροχο μνημείο που ο γλύπτης Κλουβάτος φιλοτέχνησε στις Λιθίνες μαζί με τη Μαριώ. Στον τρυπημένο ογκόλιθο είναι χαραγμένοι οι ελάχιστα παραφρασμένοι στίχοι του Ρίτσου που διάλεξες, με την έγκριση του καθηγητή και φίλου σου κορυφαίου φιλόλογου Μενέλαου Παρλαμά.
«Και πα στην πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος πάντα του ο Ρωμιός[1] της Λευτεριάς Ταμένος.»
Στον τάφο της μάνας σου το επίγραμμα το χάραξες μόνος σου, το συζητήσαμε, “Αριστέα σκέτο” είπες, το όνομά της. Λάτρης της ποίησης, ήξερες την αξία του λιτού.
Η δεύτερη απορία μου, και θαυμασμός ταυτόχρονα, αφορούσε στο μοναδικό σου χάρισμα, να κολυμπάς σαν ψάρι σε ένα τεράστιο κοινωνικό φάσμα, από πρωθυπουργούς μέχρι ισοβίτες ποινικούς, κι από κομουνιστές μέχρι ρεμπέτες και αλάνια παραμένοντας αυθεντικός. Και αυτό το χάρισμα δεν το χρωστάς ούτε σε ενοχές ούτε σε νάματα, το σμίλεψες μόνος σου. Και το συνόδευες με ποίηση σε κάθε γωνιά αυτής της κοινωνικής θάλασσας. Άλλοτε την επιστράτευες για να ερμηνεύσεις τις καταστάσεις - δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο να ξέρει τόση ποίηση απέξω, όχι μόνο τους μείζονες μα και τους ελάσσονες, καθώς και πλήθος μαντινιάδων και ρητών. Σου επιστρέφω ένα, που σου πάει, “Είναι πιο δύσκολο να ζεις σύμφωνα με τις ιδέες σου παρά να πεθαίνεις γι΄ αυτές”. Άλλοτε πάλι την ανακάλυπτες την ποίηση, όχι κάτ’ ανάγκη σε στίχους, όπως σε εκείνο το ζεϊμπέκικο του λεβέντη στο προαύλιο της φυλακής στην Αίγινα, ήταν μια Κυριακή πρωί, Μάρτης του 68. [181]
Το βιβλίο σε ένα πρώτο επίπεδο είναι μια απολαυστική ενορχήστρωση μικρών διηγημάτων, μινιατούρες της μιας σελίδας, άλλοτε τραγικά, όπως η σκηνή που συναντά η οικογένεια τον άταφο πατέρα, άλλοτε κωμικά, τα περισσότερα με ποινικούς, θα τα ζήλευε κι ο Τσιφόρος, άλλοτε κωμικοτραγικά, όπως με το σπουργίτι του θηριώδη Μπάρα παρουσία του Κύρκου στην απομόνωση των φυλακών Χαλκίδας, άλλοτε ερωτικά με πρωταγωνιστή τον ίδιο, πάντοτε όμως συναρπαστικά. Υπάρχει και μια εξαιρετική αστυνομική νουβέλα μέσα στο βιβλίο, που αφορά τη σύλληψη του Φοίβου και την περίπλοκη κατάσταση με τον αστυνομικό που τον συνέλαβε, Γιάννης Ρουμελιωτάκης, ενώ δεν ήθελε να τον συλλάβει, και που τον βοήθησε να απαλλαγεί από τα επιβαρυντικά πολεμοφόδια. Μετά τη σύλληψη ο Φοίβος κρατούμενος και βασανισμένος, είχε ως μείζονα έγνοια να σώσει τον ευεργέτη του αστυνομικό. Δεν σας λέω περισσότερα, αξίζει να το διαβάσετε, πιθανολογώ πάντως πως ειδικά αυτό το κομμάτι μπορεί να γίνει μια εξαιρετική ταινία.
Στο βιβλίο ανθρωπιά και προδοσία εναλλάσσονται. Ο στίχος της Ηρακλειώτισσας Ρένας Χατζηδάκη, από την Κατάσταση Πολιορκίας του Μίκη, “θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία” φυσικά δεν λείπει. Ο δίσκος, με επιμέλεια της Μαριώς μπήκε στις φυλακές ως ΤΑΝΓΚΟ του Eduardo Bianco. Την πίκρα της προδοσίας αντισταθμίζει όμως η ανθρωπιά που ξεπροβάλλει συχνά αναπάντεχα. Αξιωματικοί σαν τον Παύλο Νυσταζακη ή το φύλακα του Παναγούλη Γιώργο Μωράκη παίζουν το κεφάλι τους για να βοηθήσουν.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο το βιβλίο του Φοίβου γίνεται βοήθημα αυτογνωσίας, συμβολή στη σύγχρονη ιστορία μας. Και για τη μεγάλη της κίνηση, αλλά και για κάποιες λεπτομέρειές της που ο αναγνώστης μπορεί να τις ανακαλύψει στα ντοκουμέντα που παραθέτει. Αποτυπώνει την Ελλάδα στην αντιφατική της ενότητα, μας βοηθά και να τη δούμε και να την στοχαστούμε ενιαία. Η απέριττη γραφή, η εντιμότητα στην περιγραφή προσώπων, γεγονότων και καταστάσεων, σου δίνουν τη δυνατότητα ενός πρωτότυπου στοχασμού και αναστοχασμού της πρόσφατης Ιστορίας μας, όπως συνδιαμορφώθηκε από λαϊκούς αγώνες, εσωτερικούς διχασμούς, συμφέροντα και ξένες δυνάμεις. Άλλοτε μπορείς να συμμερίζεσαι τη γνώμη του συγγραφέα και άλλοτε να διαφωνείς, χωρίς το βιβλίο να χάνει σε τίποτα. Για τον Αντρέα και τον Καραμανλή διαφωνούσαμε, ένας είναι ο εθνάρχης για το Φοίβο, ενώ για το μηρύκασμα εισαγόμενων εκσυγχρονισμών υπήρξε ταύτιση. Όσο αντιγράφουμε άκριτα τους δυτικούς, ούτε πετυχαίνουμε, ούτε μας υπολογίζουν. Καβάφης, Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Μίκης, Μάνος: Από τους λίγους σώζεται αυτό ο τόπος.
Οι μεγάλες σου αγάπες ήταν η ποίηση και η Ιστορία, εκτός βέβαια από τη δικηγορία - υπερασπιστής πάντοτε, το ωραίον φύλο και τα τρικούβερτα γλέντια. Το σημείο όπου στην κορύφωση της ανάκρισης, επικαλείσαι τον Κίπλινγκ στον ανακριτή [249] είναι συγκλονιστικό, για να γυρίσει ο καιρός και στη δίκη των βασανιστών σου να σκύψει ο Ανακριτής να σου φιλήσει το χέρι. Αν έλεγα ότι έγραψες Ιστορία Φοίβο θα σε στενοχωρούσα, ποτέ δε σου αρέσανε οι υπερβολές, αν έλεγα όμως πως χόρεψες με την ποίηση και την Ιστορία νομίζω πως θα σου άρεσε, και γιατί είναι αλήθεια, αλλά και γιατί τόσο η ποίηση όσο και η Ιστορία είναι γένους θηλυκού.
Τελειώνω με ένα αναπάντητο ερώτημα κι έναν αστερίσκο.
Αν ήξερες πως θα ζούσες πολλά χρόνια πως θα την χάραζες τη ζωή σου; Μερικώς αναπάντητο το ερώτημα, γιατί μια πυξίδα τη βλέπω, θυμάμαι ότι μετά την ωραία εκδήλωση στην Ιεράπετρα 21/4/07 στα σαράντα της Χούντας, κάτι είπες για οικολογικούς αγώνες.
Μερικώς αναπάντητο και γιατί τώρα που σκέφτομαι την οικογένειά σου, βλέπω τον πατέρα σου να θυσιάζεται για την πατρίδα, εσένα να προσφέρεις τα καλύτερα σου χρόνια για τη Δημοκρατία και το Γιάννη, το γιο σου να παλεύει για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους μετανάστες.
Ας βάλω κι εγώ λοιπόν έναν ακροτελεύτιο αστερίσκο σαν αυτούς που συνήθιζε να βάζει ο πρόεδρός σου, ο Αντρέας. Αν σου δίνονταν η ευκαιρία που την άξιζες να σου δοθεί και δεν σου δόθηκε, σε σένα που σπούδασες νομικά στο πανεπιστήμιο και στις φυλακές, να γίνεις υπουργός Δικαιοσύνης, η ρήση ότι, στην τόσο γεμάτη ζωή σου θα μπορούσες να μην ήσουν μόνο καβαλιέρος της Ιστορίας, αλλά και συντάκτης της, δεν θα ήταν υπερβολή.